52005PC0490

Πρόταση απόφαση-πλαίσιο του Συµßουλίου για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας {SEC(2005) 1270} /* COM/2005/0490 τελικό - CNS 2005/0207 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 12.10.2005

COM(2005) 490 τελικό

2005/0207 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή) {SEC(2005) 1270}

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

- Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Το επίπεδο της συνεργασίας για την επιβολή του νόμου που απαιτείται για την ανάπτυξη του τομέα ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (πρβλ. άρθρο 29 της ΣΕΕ) πρέπει να βασιστεί σε μια νέα αρχή σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για την επιβολή του νόμου, η οποία θα διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την καταπολέμηση του εγκλήματος θα διασχίζουν τα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ χωρίς εμπόδια. Γι’αυτό το λόγο, το κεφάλαιο III.2.1 του προγράμματος της Χάγης κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2005 για την εφαρμογή της «αρχής της διαθεσιμότητας», η οποία θα πρέπει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2008[1]. Το κεφάλαιο 3.1 του σχεδίου δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής για την εφαρμογή του προγράμματος της Χάγης, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 2ας και 3ης Ιουνίου 2005[2], επιβεβαίωσε την υποβολή ανάλογης νομοθετικής πρότασης το 2005 σε συνδυασμό με πρόταση σχετικά με τη θέσπιση κατάλληλων εγγυήσεων και αποτελεσματικών ένδικων μέσων για τη μεταβίβαση προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Το Συμβούλιο Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της 13ης Ιουλίου 2005, που συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Ιουλίου στο Λονδίνο, ζήτησε από την Επιτροπή να επισπεύσει για τον Οκτώβριο του 2005 την υποβολή της πρότασης σχετικά με την αρχή της διαθεσιμότητας, ώστε να χορηγηθούν στην Ένωση τα μέσα συνεργασίας που απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη πρόληψη και καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Η αρχή της διαθεσιμότητας εξαρτά την ανταλλαγή πληροφοριών για την επιβολή του νόμου από ομοιόμορφους όρους σε όλη την Ένωση. Εάν ένας υπάλληλος αρμόδιος για την επιβολή του νόμου ή η Europol χρειάζονται πληροφορίες προκειμένου να εκτελέσουν τα νόμιμα καθήκοντά τους, μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές και το κράτος μέλος που τις ελέγχει είναι υποχρεωμένο να τις παρέχει για το σκοπό που έχει δηλωθεί.

- Γενικό πλαίσιο

Ο κεντρικός ρόλος της ανταλλαγής πληροφοριών στη στρατηγική της Ένωσης για την ασφάλεια έγινε εμφανής μετά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με τη σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν του 1990 («σύμβαση του Σένγκεν»). Η σύμβαση αυτή διευκόλυνε την ανταλλαγή πληροφοριών που βασίζεται στην παραλαβή απάντησης σε αίτημα των αρχών επιβολής του νόμου άλλου κράτους μέλους, καθώς και στην ανταλλαγή ηλεκτρονικών δεδομένων από τους πίνακες καταχώρησης προσώπων και αντικειμένων. Από την έναρξη ισχύος της σύμβασης του Σένγκεν το 1995, οι προσφερθείσες δυνατότητες χρησιμοποιήθηκαν ευρέως, ενώ επισημάνθηκε η ανάγκη περαιτέρω εξέλιξης των κανόνων όπως αποδεικνύεται από το μεγάλο αριθμό διμερών συμφωνιών συνεργασίας που συνάφθηκαν στη συνέχεια.

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εισάγει για τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών καθώς και για τους υπαλλήλους της Europol άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες και στα δεδομένα καταλόγου για πληροφορίες που δεν διατίθενται ηλεκτρονικά. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο υπερβαίνει την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλεπόταν στη σύμβαση του Σένγκεν και συνιστά, υπό αυτή την έννοια, μια νέα μορφή συνεργασίας που δεν υπήρχε προηγουμένως και επομένως δεν αποτελεί τμήμα του κεκτημένου του Σένγκεν, το οποίο εισήχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με το πρωτόκολλο του Σένγκεν, που προσαρτάται στη συνθήκη του Άμστερνταμ του 1997. Για αυτό το λόγο, η απόφαση-πλαίσιο δεν συνιστά ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν.

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο επιτρέπει στην Europol να εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά της σύμφωνα με τη σύμβαση της 26ης Ιουλίου 1995 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol)[3] και να αναπτύσσει στρατηγικές πληροφοριών με βάση την ευρύτερη διαθεσιμότητα των σχετικών πληροφοριών, για την πρόληψη και την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας, χρησιμοποιώντας όσον το δυνατόν περισσότερο τους διαθέσιμους διαύλους πληροφοριών.

Πρόσφατα, αναπτύχθηκαν και άλλες καινοτόμες προσεγγίσεις στο επίπεδο της ΕΕ από τις οποίες οι πιο σημαντικές είναι η πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για σχέδιο απόφασης-πλαισίου σχετικά με την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και ειδήσεων, και η συνθήκη που υπεγράφη από επτά κράτη μέλη την 27η Μαΐου 2005 στο Prüm για την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης.

Από αναλυτική άποψη, υφίστανται επτά κύρια εμπόδια προκειμένου οι πληροφορίες να είναι γενικώς διαθέσιμες σε όλη την ΕΕ, και αφορούν την υλοποίηση, τη διευκόλυνση ή την επιτάχυνση της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης των αξιόποινων πράξεων :

- Οι διμερείς και πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών είτε είναι περιορισμένες γεωγραφικά είτε δεν υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να παρέχουν πληροφορίες, επομένως η ανταλλαγή πληροφοριών εξαρτάται από παράγοντες διακριτικής ευχέρειας.

- Οι υφιστάμενες μορφές συνεργασίας σχετικά με την επιβολή του νόμου συνήθως απαιτούν την επέμβαση εθνικών μονάδων ή κεντρικών σημείων επαφής. Η άμεση ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών εξακολουθεί να αποτελεί την εξαίρεση.

- Δεν υφίστανται ακόμα τυποποιημένες διαδικασίες στο επίπεδο της ΕΕ για την υποβολή αιτήματος πληροφοριών και τη λήψη των εν λόγω πληροφοριών, όμως σημειώθηκε πρόοδος ως προς αυτό το σκοπό στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Σουηδίας (βλέπε παρακάτω).

- Δεν υφίσταται αποτελεσματικός μηχανισμός στο επίπεδο της ΕΕ που να διαπιστώνει εάν και πού είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες.

- Οι διαφορές στους όρους πρόσβασης και ανταλλαγής πληροφοριών, καθώς και οι διακρίσεις μεταξύ αστυνομικής, τελωνειακής και δικαστικής συνεργασίας παρεμβαίνουν στην αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών.

- Οι διαφορές στα πρότυπα προστασίας εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών.

- Δεν υπάρχουν κοινοί κανόνες για τον έλεγχο της νόμιμης χρήσης των πληροφοριών που λήφθηκαν από άλλο κράτος μέλος και οι δυνατότητες ανίχνευσης της πηγής και του αρχικού σκοπού των πληροφοριών είναι περιορισμένες.

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σε συνδυασμό με την απόφαση-πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων σκοπεύει να αντιμετωπίσει τα εμπόδια αυτά.

- Υφιστάμενες διατάξεις στον τομέα της πρότασης

- Η σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν του 1990. Το άρθρο 39 προβλέπει την ανταλλαγή αστυνομικών πληροφοριών κατόπιν αιτήματος, αλλά δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαντούν. Συνεπώς, το αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι ασταθές και χρονοβόρο. Επιπλέον, τα αιτήματα και οι απαντήσεις διαβιβάζονται μέσω κεντρικών αρχών και μόνο κατ’ εξαίρεση ανταλλάσσονται απευθείας μεταξύ των σχετικών υπαλλήλων. Η παρούσα πρόταση ενισχύει τους άμεσους διαύλους ανταλλαγής πληροφοριών και περιλαμβάνει τη γενική υποχρέωση απάντησης, με την επιφύλαξη περιορισμένου αριθμού εναρμονισμένων λόγων άρνησης. Η πρόταση αυτή επιταχύνει τη διαδικασία και καθιστά περισσότερο προβλέψιμο το αποτέλεσμα.

- Η σύμβαση Europol του 1995 και τα πρωτόκολλά της. Σύμφωνα με το άρθρο 2, στόχος της Europol είναι η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας τους όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και άλλων διεθνών και οργανωμένων μορφών εγκληματικότητας. Προς το παρόν, ένα νέο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών εντός της εντολής της Europol βρίσκεται εν εξελίξει. Η κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει γενικά η Europol είναι η έλλειψη πληροφοριών. Η δυνατότητα να λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με την αρχή της διαθεσιμότητας εντός του πεδίου της εντολής της θα βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της.

- Η πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για σχέδιο απόφασης-πλαισίου σχετικά με την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και ειδήσεων, η οποία αποβλέπει στη βελτίωση του προαναφερθέντος μηχανισμού που θεσπίστηκε με τη σύμβαση του Σένγκεν. Εναρμονίζει περαιτέρω το νομικό πλαίσιο για την ανταλλαγή δεδομένων και τη μείωση του χρόνου απάντησης. Ωστόσο, η παρούσα πρόταση εισάγει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες και στα δεδομένα καταλόγου για πληροφορίες που δεν διατίθενται ηλεκτρονικά, μετά από την κοινοποίηση από τα κράτη μέλη των διαθέσιμων πληροφοριών εντός της δικαιοδοσίας τους. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγει την ευρεία αναζήτηση δεδομένων, καθώς επιτρέπει αφενός να γίνεται γνωστό εάν είναι διαθέσιμες οι ζητούμενες πληροφορίες πριν από την έκδοση της αίτησης πληροφοριών και αφετέρου την υποβολή αποτελεσματικών και εστιασμένων αιτημάτων. Επιπλέον, εναρμονίζει τους λόγους άρνησης που δεσμεύουν επίσης τις αρχές οι οποίες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, πρέπει να επιτρέψουν την πρόσβαση ή τη μεταφορά πληροφοριών. Επομένως, η αβεβαιότητα που εμπεριέχεται σε ένα αίτημα πληροφοριών μειώνεται στο ελάχιστο.

- Η Συνθήκη που υπεγράφη την 27η Μαΐου 2005 στο Prüm για την ενίσχυση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του διασυνοριακού εγκλήματος και της παράνομης μετανάστευσης. Αυτή η πράξη (που δεν έχει ακόμα κυρωθεί) θα εισάγει μεταξύ άλλων εκτεταμένα μέτρα για τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών. Υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της παρούσας πρότασης και της εν λόγω Συνθήκης, όπως το σύστημα καταλόγου και η άμεση πρόσβαση στις εθνικές βάσεις δεδομένων, όμως το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης αυτής είναι περισσότερο περιορισμένο και προς το παρόν αφορά μόνο επτά κράτη μέλη.

- Συνοχή με τις λοιπές πολιτικές και στόχους της Ένωσης

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο επιδιώκει τη διασφάλιση της πλήρους τήρησης του δικαιώματος στην ελευθερία και στην ασφάλεια, του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και των αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιοποίνων πράξεων και ποινών (άρθρα 6, 7, 8, 48 και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Αυτό επιτυγχάνεται με την παροχή εξουσιοδότησης μόνο στις εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων να λαμβάνουν πληροφορίες, και με την επιβολή υποχρέωσης στις σχετικές αρχές να επαληθεύουν την αναγκαιότητα και την ποιότητα των πληροφοριών. Επιπλέον, μια επιτροπή θα ορίζει εκ των προτέρων ότι οι πληροφορίες διατίθενται μόνο στην ισοδύναμη αρμόδια αρχή.

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει της παρούσας απόφασης- πλαισίου θα διενεργείται σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και τη σύμβαση Europol αντίστοιχα.

2. ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

- Διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Μέθοδοι διαβούλευσης, κύριοι τομείς- στόχοι και γενικά χαρακτηριστικά των συνομιλητών

Η Επιτροπή διοργάνωσε δύο γύρους διαβουλεύσεων με τους ενδιαφερόμενους στον τομέα της ανταλλαγής πληροφοριών με στόχο την υλοποίηση, τη διευκόλυνση ή την επιτάχυνση της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης αξιόποινων πράξεων. Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων εξετάστηκε η έννοια της αρχής της διαθεσιμότητας και επιτεύχθηκε η συλλογή αντιδράσεων όσον αφορά τις στρατηγικές εκτέλεσης και τους αποτελεσματικότερους τρόπους για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επίσης, με τις διαβουλεύσεις αυτές ελέγχθηκε η σκοπιμότητα των διαφόρων επιλογών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της αξιολόγησης επιπτώσεων. Με τον πρώτο γύρο πραγματοποιήθηκε μια απογραφή της τρέχουσας κατάστασης βάσει ερωτηματολογίου. Ο δεύτερος γύρος στηρίχθηκε στην ανάλυση και εστιάστηκε περισσότερο στην αναζήτηση λύσεων.

Την 9η και 10η Νοεμβρίου 2004 και τη 2α Μαρτίου 2005, πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις με αντιπροσώπους των εθνικών υπουργείων που είναι αρμόδια για τις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και της Europol και της Eurojust.

Την 23η Νοεμβρίου 2004 και την 8η Μαρτίου 2005 οργανώθηκαν διαβουλεύσεις με αντιπροσώπους των ομάδων συμφερόντων για τα δικαιώματα του ανθρώπου και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τη συλλογή αντιδράσεων όσον αφορά τις ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών.

Την 22α Νοεμβρίου 2004 και την 11η Ιανουαρίου 2005, πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με τις εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και της Γραμματείας της Κοινής Εποπτικής Αρχής.

Σύνοψη των απαντήσεων και τρόπος συνεκτίμησής τους

Η διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους στην επιβολή του νόμου επιβεβαίωσε την ανάγκη καινοτόμου προσέγγισης για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων της ανταλλαγής πληροφοριών. Επιπλέον, αυτή η ομάδα ενδιαφερομένων επέμεινε στην ανάγκη επίδειξης ρεαλισμού, στην εστίαση σε συγκεκριμένα είδη πληροφοριών και στην πρόβλεψη κοινού πλαισίου για την ανταλλαγή πληροφοριών. Λόγω αυτής της διαβούλευσης, εισήχθησαν στοιχεία αμοιβαίας αναγνώρισης επιπλέον των στοιχείων που απορρέουν από την αρχή της ισοδύναμης πρόσβασης, ήτοι μεταχείριση του αιτήματος πληροφοριών σύμφωνα με τους όρους του κράτους μέλους προς το οποίο υποβάλλεται το αίτημα. Εκτός από τη διαβούλευση, εισήχθη ένας μηχανισμός επιτροπολογίας για την κατάρτιση των τεχνικών λεπτομερειών για την ανταλλαγή πληροφοριών.

Η διαβούλευση με τους αντιπροσώπους των ομάδων συμφερόντων για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εστίασε κυρίως στη δυνατότητα ανίχνευσης κάθε βήματος στην αλυσίδα ανταλλαγής πληροφοριών για την υποστήριξη αποτελεσματικών ένδικων μέσων.

Από τις διαβουλεύσεις με τους αντιπροσώπους των αρχών προστασίας δεδομένων απέρρευσε η διάκριση μεταξύ γενικών αρχών που εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς και ειδικών αρχών που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένα είδη πληροφοριών. Επίσης, οι διαβουλεύσεις αυτές οδήγησαν σε άρθρα για τη δυνατότητα ανίχνευσης των πληροφοριών που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία σύμφωνα με την αρχή της διαθεσιμότητας και στην εισαγωγή του δικαιώματος υπεράσπισης, ήτοι του δικαιώματος εξέτασης των πληροφοριών που ζητήθηκαν και λήφθηκαν.

- Συλλογή και χρήση εμπειρογνωμοσύνης

Συναφείς επιστημονικοί τομείς/ τομείς εμπειρογνωμοσύνης

Η Επιτροπή εξέδωσε πρόσκληση υποβολής προσφορών για τη μελέτη του απαιτούμενου πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας για την ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με την αρχή της διαθεσιμότητας για τη συνεργασία κατά την επιβολή του νόμου, καθώς και των βέλτιστων στρατηγικών για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε αυτό το πλαίσιο, με βάση, μεταξύ άλλων, τη σύγκριση των υφιστάμενων νομικών καταστάσεων.

Χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογία

Εκδόθηκε περιορισμένη πρόσκληση προς υποβολή προσφορών για τη διενέργεια συγκριτικής μελέτης των συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών που υφίστανται μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων. Η μελέτη αυτή ανάλυσε τα εμπόδια στην ανταλλαγή πληροφοριών και διατύπωσε στρατηγικές για την αντιμετώπισή τους. Αναλύθηκαν επιστημονικά εγχειρίδια και εξετάστηκαν οι μέθοδοι ανταλλαγής πληροφοριών στο πλαίσιο των εθνικών νομικών συστημάτων και των κυριότερων ευρωπαϊκών πράξεων. Συγκεντρώθηκαν στοιχεία για την αυτονομία των αρχών επιβολής του νόμου μέσω της ανάλυσης των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο που εκδόθηκε προς τα κράτη μέλη. Σε δεύτερο στάδιο, ελέγχθηκαν οι υποθέσεις έρευνας με τους αξιωματικούς-συνδέσμους της Europol και το προσωπικό της Europol σε συνεδρίαση στρογγυλής τράπεζας στην Europol την 11η Μαΐου 2005. Η μελέτη περιλάμβανε μια ανάλυση των κενών, πάνω στην οποία βασίστηκε ο επακόλουθος έλεγχος των υποθέσεων έρευνας.

Κύριες οργανώσεις/κύριοι εμπειρογνώμονες που συμμετείχαν στις διαβουλεύσεις

Διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου, αντιπρόσωποι των αρχών προστασίας δεδομένων, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαίου Επόπτη για την Προστασία Δεδομένων, η Europol συμπεριλαμβανομένων των αξιωματικών-συνδέσμων της Europol, ομάδες συμφερόντων για τα δικαιώματα του ανθρώπου, και η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Περίληψη των συμβουλών που λήφθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν

Δεν αναφέρθηκε η ύπαρξη πιθανά σοβαρών κινδύνων με μη ανατρέψιμες συνέπειες.

Η πρόταση ακολουθεί τις συμβουλές που προτείνουν τον περιορισμό της αρμοδιότητας λήψης διαθέσιμων πληροφοριών στις πληροφορίες εκείνες στις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να έχουν αυτόνομη πρόσβαση, εάν χρειάζεται μετά από εξουσιοδότηση από αρχή άλλη από την ορισθείσα αρχή. Επιπλέον, η πρόταση αυτή ακολούθησε την πρόταση εισαγωγής «αίτησης πληροφοριών» για τη διευκόλυνση και καταγραφή των πληροφοριών που δεν είναι προσβάσιμες ηλεκτρονικά, μετά από επιτυχή αναζήτηση στα δεδομένα καταλόγου, τα οποία το κράτος μέλος πρέπει να διαθέτει για όλες τις σχετικές πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά.

Μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάθεση στο κοινό των συμβουλών των εμπειρογνωμόνων

Τα συμπεράσματα βασίστηκαν σε συγκριτική μελέτη, που πραγματοποιήθηκε με βάση περιορισμένη πρόκληση προς υποβολή προσφορών.

- Αξιολόγηση επιπτώσεων

Αξιολογήθηκαν οι ακόλουθες τέσσερες νομοθετικές επιλογές στο πλαίσιο της βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου στο προδικαστικό στάδιο.

- Καμία νέα ή συμπληρωματική νομοθεσία :

Η αποχή από τη λήψη δράσης θα οδηγούσε στη συνέχιση της παρούσας κατάστασης η οποία δεν ικανοποιεί πλήρως τις σύγχρονες προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας. Ούτε οι υφιστάμενες πράξεις ούτε τα υφιστάμενα σχέδια επιφέρουν τις βελτιώσεις τις οποίες σκοπεύει να επιτύχει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

- Εφαρμογή της αρχής της ισοδύναμης πρόσβασης :

Η ανταλλαγή πληροφοριών που βασίζεται στην αρχή της ισοδύναμης πρόσβασης επιτρέπει την εθνική μεταχείριση των αιτημάτων πληροφοριών με όρους που δεν είναι αυστηρότεροι από αυτούς που εφαρμόζονται στο κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Μολονότι η αρχή αυτή αναγνωρίζει, αντίθετα με την προηγούμενη επιλογή, την κοινή ευθύνη για την ασφάλεια, δεν θεραπεύει τα εγγενή μειονεκτήματα : εκτενής χρόνος απάντησης, μη προβλέψιμο αποτέλεσμα του αιτήματος πληροφοριών, απουσία υποχρέωσης απάντησης και δυσκολίες στη διαχείριση του αιτήματος λόγω των διαφορετικών όρων προς τους οποίους απαιτείται συμμόρφωση.

- Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που αμβλύνεται με τον όρο της ισοδύναμης πρόσβασης σε συνδυασμό με μηχανισμό εκτίμησης της ισοδυναμίας των αρχών που είναι αρμόδιες για τη λήψη πληροφοριών :

Η επιλογή αυτή περιλαμβάνει την εθνική μεταχείριση αιτημάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, όπως στην προηγούμενη επιλογή, αλλά αμβλύνει ορισμένες από τις δυσκολίες διαχείρισης καθιστώντας υποχρεωτική την εκτέλεση του αιτήματος, υπό τον όρο ότι έχει θεσπιστεί επίσημα η ισοδυναμία μεταξύ της αρχής που μπορεί να λάβει τις πληροφορίες στο κράτος μέλος που τις ελέγχει και της αρχής στο άλλο κράτος μέλος που χρειάζεται αυτές τις πληροφορίες για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων της. Ωστόσο, αυτή η επιλογή δεν προβλέπει την περίπτωση όπου δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να γίνεται γνωστό εάν οι πληροφορίες είναι πράγματι διαθέσιμες. Αυτό μειώνει τον πρακτικό αντίκτυπο του δικαιώματος πρόσβασης σε πληροφορίες.

- Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης που αμβλύνεται με τον όρο της ισοδύναμης πρόσβασης σε συνδυασμό με μηχανισμό εκτίμησης της ισοδυναμίας των αρχών που είναι αρμόδιες για τη λήψη πληροφοριών και σύστημα καταλόγου για τον εντοπισμό πληροφοριών που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά :

Η επιλογή αυτή βασίζεται στην προηγούμενη και αφαιρεί τα μειονεκτήματα που εμποδίζουν την πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες, με την επιβολή υποχρέωσης στα κράτη μέλη να δίδουν πρόσβαση σε συμφωνηθέντα είδη πληροφοριών στις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών μέσω των ίδιων τρόπων που ισχύουν και για τις εθνικές τους αρχές. Αυτό συνεπάγεται την παροχή ηλεκτρονικής πρόσβασης σε εθνικές βάσεις δεδομένων στις οποίες οι εθνικές αρμόδιες αρχές έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση και την ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξη πληροφοριών που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά. Η πρόταση ορίζει ότι για την παροχή γνώσεων σχετικά με την ύπαρξη πληροφοριών που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά, τα κράτη μέλη χορηγούν το ένα στο άλλο δεδομένα καταλόγου για ηλεκτρονική μελέτη. Αυτά τα δεδομένα καταλόγου σημειώνουν εάν είναι διαθέσιμες οι πληροφορίες ή όχι και ποια αρχή τις ελέγχει ή τις διαχειρίζεται. Επιπλέον, αυτή η επιλογή εισάγει μια «αίτηση πληροφοριών» βάσει της οποίας μπορούν να λαμβάνονται οι πληροφορίες στις οποίες παραπέμπουν τα δεδομένα καταλόγου. Αυτή η «αίτηση» εκδίδεται από την αιτούμενη αρμόδια αρχή. Αυτή η επιλογή αποφεύγει την ευρεία αναζήτηση δεδομένων καθώς επιτρέπει αφενός να γίνεται γνωστό εάν οι ζητούμενες πληροφορίες είναι διαθέσιμες πριν από την υποβολή του αιτήματος, και αφετέρου την υποβολή αποτελεσματικών και εστιασμένων αιτημάτων. Η καταγραφή των κινήσεων (logging) των αιτημάτων και των ανταλλαγών διασφαλίζει τη δυνατότητα ανίχνευσης της επεξεργασίας των πληροφοριών και καθιστά αποτελεσματική την άσκηση ενδίκων μέσων από τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία.

Όσον αφορά τον αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα, πρέπει να τονιστεί ότι η παρούσα απόφαση-πλαίσιο συμβάλλει στην εφαρμογή των άρθρων 2 και 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητά του. Η βελτίωση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής των προσώπων των οποίων τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου επιτυγχάνεται μέσω της απόφασης-πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

Επιπλέον, η απόφαση-πλαίσιο τηρεί το άρθρο 6 που τοποθετεί το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών στο κέντρο των δραστηριοτήτων της Ένωσης. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο επιτυγχάνει τα προαναφερθέντα με την εφαρμογή της τέταρτης επιλογής που αναλύθηκε στην αξιολόγηση των επιπτώσεων, η οποία και διασφαλίζει την υλοποίηση του τιθέντος στόχου.

Η Επιτροπή διενέργησε αξιολόγηση επιπτώσεων (μη αναφερόμενη στο πρόγραμμα εργασίας της) που περιλαμβάνεται σε έκθεση, την οποία μπορείτε να μελετήσετε στην ακόλουθη διεύθυνση : http://europa.eu.int/comm/secretariat_general/impact/index_en.htm.

3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

- Σύνοψη της προτεινόμενης δράσης

Η απόφαση-πλαίσιο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες για την επιβολή του νόμου, ήτοι οι πληροφορίες για την υλοποίηση, τη διευκόλυνση ή την επιτάχυνση της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης αξιόποινων πράξεων, οι οποίες ελέγχονται από τις αρχές ή από ιδιωτικούς φορείς που έχουν ορισθεί για αυτό το σκοπό, διαβιβάζονται στις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών εάν τις χρειάζονται για την άσκηση των νομίμων καθηκόντων τους και στην Europol στο μέτρο που η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές από την Europol είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νομίμων καθηκόντων της και συνάδει με τη σύμβαση Europol και τα πρωτόκολλά της. Οι διαθέσιμες πληροφορίες διαβιβάζονται είτε μέσω ηλεκτρονικής πρόσβασης είτε μέσω μεταφοράς που βασίζεται σε «αίτηση πληροφοριών» μετά από την επίτευξη αντιστοιχίας μεταξύ των ζητούμενων πληροφοριών και των δεδομένων καταλόγου που τα κράτη μέλη παρέχουν για πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά.

Δεν υφίσταται υποχρέωση συλλογής πληροφοριών με μέτρα καταναγκασμού.

Όπου το εθνικό δίκαιο ορίζει ότι η μεταφορά πληροφοριών απαιτεί εξουσιοδότηση από αρχή άλλη από αυτή που ελέγχει τις πληροφορίες, η αρχή που ελέγχει ή διαχειρίζεται αυτές τις πληροφορίες (η «ορισθείσα αρχή») λαμβάνει αυτές τις πληροφορίες εξ ονόματος της αρχής επιβολής του νόμου στο άλλο κράτος μέλος που χρειάζεται τις πληροφορίες.

Η άρνηση μεταφοράς κατόπιν αίτησης πληροφοριών περιορίζεται στους λόγους που απαριθμούνται στην απόφαση-πλαίσιο και οι οποίοι εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση που δεν αποδείχθηκαν χρήσιμες άλλες λιγότερο περιοριστικές επιλογές. Η απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών πριν από την άσκηση της δίωξης και δεν επηρεάζει τους μηχανισμούς αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής.

- Νομική βάση

Άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΕΕ.

- Αρχή της επικουρικότητας

Η αρχή της επικουρικότητας ισχύει στο μέτρο που η πρόταση δεν εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Κοινότητας.

Οι στόχοι της πρότασης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη για τους ακόλουθους λόγους :

Το αποτελέσματα της δράσης των κρατών μελών κατά το παρελθόν στο συγκεκριμένο τομέα δεν είναι ικανοποιητικά. Εξακολουθούν να υφίστανται υπερβολικά πολλά νομικά και διοικητικά εμπόδια στη διαθεσιμότητα των πληροφοριών, που απορρέουν μεταξύ άλλων από τον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών ο οποίος οδηγεί στην παρακράτηση πληροφοριών. Οι διαφορές στα εθνικά πλαίσια επιβραδύνουν επίσης την ανταλλαγή δεδομένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ενδιαφερόμενες αρχές προκειμένου να λάβουν πληροφορίες αναγκάζονται να βασίζονται στην καλή θέληση των εθνικών ομολόγων τους καθώς δεν υφίσταται σαφές νομικό πλαίσιο.

Το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας αποτελεί διεθνές φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από κανένα μεμονωμένο κράτος μέλος. Για την επίτευξη της αποτελεσματικότητας απαιτούνται κοινοί κανόνες και μηχανισμοί για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών στο επίπεδο της ΕΕ.

Οι στόχοι της πρότασης θα επιτευχθούν καλύτερα με την κοινοτική δράση για τους ακόλουθους λόγους :

Η δημιουργία κανόνων στο επίπεδο της ΕΕ θα μειώσει τους πόρους που απαιτούνται για την ανταλλαγή πληροφοριών καθώς θα παύσει να υφίσταται η ανάγκη διατήρησης πολυάριθμων διμερών επαφών και πολυμερών δικτύων. Το κόστος διατήρησης της λειτουργίας ειδικής διακυβερνητικής συνεργασίας με 25 δέσμες κανόνων για τη διαβίβαση των πληροφοριών είναι υψηλότερο. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το κατάλληλο επίπεδο διότι οι ανάγκες για πληροφορίες των αρχών επιβολής του νόμου καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των χωρών. Καθώς η ολοκλήρωση της ΕΕ είναι υψηλή οι περισσότερες από τις συναφείς πληροφορίες για ένα κράτος μέλος βρίσκονται στα άλλα κράτη μέλη. |

Μια δέσμη κανόνων θα αντικαταστήσει 25 πολύ διαφορετικές δέσμες κανόνων για τη διαβίβαση των πληροφοριών. |

Η επεξεργασία σχετικών πληροφοριών σε όλη την ΕΕ από αρμόδιες αρχές θα στηρίξει τη δράση σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο για τη βελτίωση της ικανότητας της ΕΕ όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ο στόχος της δράσης έγκειται στην παροχή της δυνατότητας στις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και στην Europol να λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με την επιβολή του νόμου, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ένα από τα κράτη μέλη. Χωρίς τη δράση σε κοινοτικό επίπεδο δεν μπορεί να διασφαλιστεί πλήρως ούτε η γνώση ότι οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της αιτούσας αρχής ούτε οι ομοιόμορφοι και συνεκτικοί μηχανισμοί για τη λήψη των πληροφοριών αυτών.

Επομένως, η πρόταση συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας και δεν θίγει το άρθρο 33 της συνθήκης ΕΕ.

- Αρχή της αναλογικότητας

Η πρόταση συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας για τους ακόλουθους λόγους:

Η δράση θεσπίζει ελάχιστα πρότυπα και δεν εμποδίζει την ανάπτυξη διμερών ή πολυμερών συστημάτων για την ανταλλαγή πληροφοριών που υπερβαίνουν την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Η αναφορά στο εθνικό δίκαιο διατηρείται όπου δεν εμποδίζει την αποτελεσματικότητα και τη δυνατότητα πρόβλεψης μηχανισμών για τη λήψη διαθέσιμων πληροφοριών και εφόσον προσφέρει δικονομικές εγγυήσεις.

- Επιλογή νομικής πράξης

Προτεινόμενες νομικές πράξεις : απόφαση-πλαίσιο που βασίζεται στο άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β) της ΣΕΕ.

Άλλες νομικές πράξεις δεν θα είναι κατάλληλες για τον ακόλουθο λόγο :

Εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι μια απόφαση του Συμβουλίου βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της ΣΕΕ. Ωστόσο, αυτή η λύση δεν θα επέτρεπε την εναρμόνιση των όρων για την έκδοση και την απάντηση στην αίτηση πληροφοριών ή στη λήψη εξουσιοδότησης για την πρόσβαση ή τη μεταφορά μέσω των αρμόδιων αρχών στο κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση ή στο αιτούν κράτος μέλος.

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Η εφαρμογή της προτεινόμενης απόφασης-πλαισίου συνεπάγεται διοικητικές δαπάνες που θα βαρύνουν τον προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για συνεδριάσεις και για την παροχή υπηρεσιών γραμματείας στην επιτροπή που θα συσταθεί σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19.

5. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

- Πίνακας αντιστοιχίας

Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή το κείμενο των εθνικών τους διατάξεων με τις οποίες μεταφέρεται η απόφαση-πλαίσιο στο εσωτερικό τους δίκαιο καθώς και πίνακα αντιστοιχίας των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

- Λεπτομερής εξήγηση της πρότασης

Ουδεμία.

2005/0207 (CNS)

Πρόταση

ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει της αρχής της διαθεσιμότητας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη :

τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο 30 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο β),

την πρόταση της Επιτροπής[4],

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[5],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα :

(1) Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει ως στόχο της να παρέχει στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με την ανάπτυξη από κοινού δράσης μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

(2) Τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 επιβεβαιώνουν την ανάγκη βελτίωσης της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για το σκοπό της πρόληψης, εξακρίβωσης ή διερεύνησης αξιόποινων πράξεων.

(3) Το πρόγραμμα της Χάγης για την ενίσχυση της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 4ης Νοεμβρίου 2004, τόνισε την ανάγκη καινοτόμου προσέγγισης της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών όσον αφορά την επιβολή του νόμου σύμφωνα με την αρχή της διαθεσιμότητας και κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις σχετικά το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2005. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, εάν μια αρμόδια αρχή κράτους μέλους χρειάζεται πληροφορίες για να εκπληρώσει τα νόμιμα καθήκοντά της, πρέπει να δίδεται σε αυτή η δυνατότητα να λάβει τις εν λόγω πληροφορίες από το κράτος μέλος που τις ελέγχει, το οποίο και πρέπει να τις παρέχει για το σκοπό που έχει δηλωθεί.

(4) Επιπλέον, η Europol πρέπει να έχει πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες εντός του πλαισίου των καθηκόντων της και σύμφωνα με τη σύμβαση της 26ης Ιουλίου 1995 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας[6] (εφεξής καλούμενη «σύμβαση Europol»).

(5) Οι αυξημένες δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών πρέπει να εξισορροπούνται με μηχανισμούς για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Η απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις[7] (εφεξής καλούμενη απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα) εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Οι διατάξεις της σύμβασης Europol σχετικά με την προστασία των δεδομένων εφαρμόζονται στην επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων της κοινής εποπτικής αρχής, η οποία δημιουργήθηκε βάσει του άρθρου 24 της σύμβασης Europol για να ελέγχει τις δραστηριότητες της Europol. Η Europol υπέχει ευθύνη για την παράνομη επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(6) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να χορηγούν πρόσβαση ή να παρέχουν συγκεκριμένα είδη πληροφοριών που είναι διαθέσιμα στις αρχές τους και στις ισοδύναμες αρχές άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι αρχές αυτές χρειάζονται τις εν λόγω πληροφορίες για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση αξιόποινων πράξεων πριν από την άσκηση δίωξης.

(7) Η υποχρέωση αυτή εφαρμόζεται μόνο στα είδη πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα II.

(8) Τα κράτη μέλη πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις αρχές που συμμετέχουν στην εφαρμογή της παρούσας απόφασης-πλαισίου καθώς και τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε κάθε μέλος και τους όρους και το σκοπό της χρήσης τους.

(9) Με βάση τις πληροφορίες που κοινοποιούνται στην Επιτροπή, είναι αναγκαίος ο καθορισμός της ισοδυναμίας μεταξύ αρχών που έχουν πρόσβαση σε διαφορετικά είδη πληροφοριών και των όρων που εφαρμόζονται στην πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές και στη χρήση τους.

(10) Η ισοδύναμη αρμόδια αρχή που λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο μπορεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες αυτές μόνο για το σκοπό για τον οποίο παρέχονται. Οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία αξιόποινης πράξης χωρίς προηγούμενη εξουσιοδότηση εκ μέρους δικαστικής αρχής του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες αυτές.

(11) Οι ορισθείσες αρχές και τα μέρη που ελέγχουν τις πληροφορίες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου πρέπει να επαληθεύουν την ποιότητα των πληροφοριών πριν και μετά από την παροχή τους σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(12) Οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων που περιλαμβάνουν ένα είδος πληροφοριών που καλύπτεται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και είναι προσβάσιμες ηλεκτρονικά στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους πρέπει να είναι προσβάσιμες ηλεκτρονικά και στις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών.

(13) Εάν η ηλεκτρονική πρόσβαση στις πληροφορίες δεν είναι δυνατή, οι ισοδύναμες αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση σε δεδομένα καταλόγου που εντοπίζουν με σαφήνεια τις πληροφορίες που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και στα οποία μπορούν να θέσουν ερώτημα μέσω διαδικασίας αναζήτησης με στόχο να διαπιστωθεί εάν οι πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο είναι διαθέσιμες ή μη σε άλλο κράτος μέλος. Τα δεδομένα καταλόγου πρέπει να περιλαμβάνουν αναφορά στην ορισθείσα αρχή που ελέγχει ή διαχειρίζεται τις πληροφορίες αυτές.

(14) Κάθε αίτηση πληροφοριών που εκδίδεται μετά από την επίτευξη αντιστοιχίας η οποία έπεται της μελέτης των δεδομένων καταλόγου πρέπει να απευθύνεται στην ορισθείσα αρχή χρησιμοποιώντας το έντυπο του Παραρτήματος I. Η ορισθείσα αρχή πρέπει να απαντά εντός ορισμένης χρονικής περιόδου και είτε να παρέχει στην ισοδύναμη αρμόδια αρχή τις πληροφορίες είτε να σημειώνει τους λόγους για τους οποίους δεν είναι δυνατή η παροχή των πληροφοριών αμέσως.

(15) Η ορισθείσα αρχή που παρέχει πληροφορίες μετά από αίτηση πληροφοριών πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξαρτά τη χρήση των πληροφοριών από οδηγίες χρήσης οι οποίες πρέπει να δεσμεύουν την αρμόδια αρχή που εξέδωσε την αίτηση.

(16) Εάν το εθνικό δίκαιο απαιτεί προηγούμενη εξουσιοδότηση, η εξουσιοδότηση πρέπει να ζητηθεί από την ορισθείσα αρχή που ελέγχει τις πληροφορίες. Η αρμόδια για την εξουσιοδότηση αρχή πρέπει να απαντά εντός ορισμένης χρονικής περιόδου μετά από τη λήψη του αιτήματος. Εάν η αίτηση πληροφοριών αφορά πληροφορίες που θα χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία αξιόποινης πράξης, υπεύθυνη για την εξουσιοδότηση είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους της αρχής που ελέγχει τις πληροφορίες.

(17) Η ορισθείσα αρχή που ελέγχει τις πληροφορίες πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη διαβίβασή τους για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

(18) Εάν η απαραίτητη τεχνική υποδομή παρουσιάζει προσωρινό πρόβλημα, οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τις ορισθείσες αρχές για την παροχή πληροφοριών πρέπει να διασφαλίζονται στο μέτρο του δυνατού από τα εθνικά σημεία επαφής.

(19) Η ισοδύναμη αρμόδια αρχή πρέπει να διατηρεί εγγραφές όλων των πληροφοριών που λήφθηκαν σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο υπό τους όρους που θεσπίστηκαν στην απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι πληροφορίες που λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να διατηρούνται στον αντίστοιχο ποινικό φάκελο.

(20) Το δικαίωμα πρόσβασης από το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα στην αίτηση πληροφοριών που τον αφορά και στην απάντηση που δόθηκε στην αίτηση αυτή, πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(21) Η σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή ρυθμίσεων για τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου πρέπει να είναι δυνατή για την περαιτέρω απλούστευση ή διευκόλυνση των λεπτομερειών για την παροχή πληροφοριών σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

(22) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο πρέπει να προσδιορίζει τη διαδικασία καθορισμού της ισοδυναμίας μεταξύ αρχών που έχουν πρόσβαση σε διάφορα είδη πληροφοριών, τους όρους που εφαρμόζονται στην πρόσβαση και τη χρήση των πληροφοριών καθώς και όσον αφορά τον καθορισμό ηλεκτρονικού εντύπου για την ανακοίνωση των πληροφοριών ή των δεδομένων καταλόγου, τις τεχνικές προδιαγραφές της αίτησης πληροφοριών και απάντησης και τα μέσα για τη διαβίβαση των πληροφοριών.

(23) Οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, ιδίως η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη εάν ενεργούν μόνα τους, λαμβανομένου υπόψη του διασυνοριακού χαρακτήρα των θεμάτων ασφάλειας. Επομένως, λόγω της αλληλεξάρτησης των κρατών μελών μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ και αναφέρεται στο άρθρο 2 της συνθήκης ΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(24) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επηρεάζει τα ειδικά καθεστώτα συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών που έχουν δημιουργηθεί βάσει του Τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπρόσθετα, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επηρεάζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα βάσει του άρθρου 47 του κοινοτικού δικαίου, ιδίως όπως προβλέπεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[8].

(25) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΥΙΟΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ :

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζει τους όρους και τις λεπτομέρειες βάσει των οποίων τα είδη πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ, και είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, παρέχονται σε ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Europol, για να τις συνδράμουν κατά την εκτέλεση των νόμιμων καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση αξιόποινων πράξεων.

2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν επιδέχεται ερμηνεία που να θεωρεί ότι με αυτή θίγεται ο σεβασμός των δικονομικών εγγυήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών που θεσπίζονται στο άρθρο 6 της συνθήκης ΕΕ.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στην επεξεργασία πληροφοριών πριν από την άσκηση δίωξης.

2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης πληροφοριών είτε με μέτρα καταναγκασμού είτε χωρίς με μόνο σκοπό τη διάθεσή τους στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Europol. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν νόμιμα με μέτρα καταναγκασμού θεωρούνται ως διαθέσιμες πληροφορίες που μπορούν να ληφθούν βάσει των όρων που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο.

3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν εφαρμόζεται όταν έχει θεσπιστεί ειδικό καθεστώς συνεργασίας μεταξύ αρμόδιων αρχών βάσει του Τίτλου VI της συνθήκης ΕΕ.

4. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν θίγει τις πράξεις που μπορούν να εφαρμοστούν στην αμοιβαία νομική συνδρομή ή στην αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου :

(α) ως «πληροφορίες» νοούνται οι υφιστάμενες πληροφορίες, που αναγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ,

(β) ως «αρμόδια αρχή» νοείται κάθε εθνική αρχή που καλύπτεται από το άρθρο 29 πρώτη περίπτωση της συνθήκης ΕΕ, η οποία έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4, καθώς και η Europol εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με την σύμβαση Europol και τα πρωτόκολλά της,

(γ) ως «ισοδύναμη αρμόδια αρχή» νοείται κάθε αρμόδια αρχή που έχει οριστεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 5, ως ισοδύναμη με αρχή άλλου κράτους μέλους για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου,

(δ) ως «ορισθείσες αρχές» και «ορισθέντα μέρη» νοούνται οι αρχές και τα μέρη που ελέγχουν τις πληροφορίες ή τα δεδομένα καταλόγου, και οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4,

(ε) ως «εθνικό σημείο επαφής» νοείται η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της παροχής πληροφοριών ή πρόσβασης σε αυτές σε περίπτωση προβλήματος των τεχνικών μέσων που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, και η οποία έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4,

(στ) ως «ηλεκτρονική πρόσβαση» νοείται η αυτόματη πρόσβαση σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων για τους σκοπούς της μελέτης και της πρόσβασης στο περιεχόμενό της, από άλλο τόπο από αυτόν στον οποίο βρίσκεται η βάση δεδομένων, χωρίς παρέμβαση άλλης αρχής ή άλλου μέρους,

(ζ) ως «δεδομένα καταλόγου» νοούνται τα δεδομένα που έχουν ως στόχο να εντοπίζουν με σαφήνεια πληροφορίες και στα οποία μπορεί να τεθεί ερώτημα μέσω διαδικασίας αναζήτησης για να διαπιστωθεί εάν οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες ή όχι.

Άρθρο 4

Κοινοποίηση

1. Τα κράτη μέλη, εντός το αργότερο έξι μηνών μετά από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου, κοινοποιούν στην Επιτροπή :

(α) τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου, με αναφορά των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων τους βάσει του εθνικού δικαίου,

(β) τα εθνικά σημεία επαφής για κάθε είδος πληροφοριών,

(γ) τις ορισθείσες αρχές και, όπου χρειάζεται, τα ορισθέντα μέρη για κάθε είδος πληροφοριών ή σχετικών δεδομένων καταλόγου, και για κάθε ορισθέν μέρος, την αντίστοιχη ορισθείσα αρχή για την εκτέλεση της αίτησης πληροφοριών που αφορά τις πληροφορίες που ελέγχονται από το εν λόγω ορισθέν μέρος,

(δ) το θεματοφύλακα κάθε είδους πληροφοριών και των σχετικών δεδομένων καταλόγου και τις λεπτομέρειες πρόσβασης σε κάθε είδος πληροφοριών και δεδομένων, ιδίως όσον αφορά το εάν ή όχι οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες ηλεκτρονικά,

(ε) τον σκοπό για τον οποίο κάθε είδος πληροφοριών μπορεί να υποβληθεί σε επεξεργασία και τις αρμοδιότητες των αρχών του κράτους μέλους που μπορεί να λάβει τις πληροφορίες βάσει του εθνικού του δικαίου,

(στ) όπου απαιτείται προηγούμενη εξουσιοδότηση από μια αρχή πριν από την παροχή των πληροφοριών, τη σχετική αρχή και την εφαρμοστέα διαδικασία,

(ζ) όπου εφαρμόζεται, τον δίαυλο για τη μεταφορά κάθε είδους πληροφοριών στις οποίες παραπέμπουν τα δεδομένα καταλόγου.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμελλητί στην Επιτροπή τις μεταβολές των στοιχείων που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι οποίες αντικαθιστούν την αντίστοιχη προηγούμενη κοινοποίηση.

Άρθρο 5

Ισοδυναμία μεταξύ αρμόδιων αρχών

1. Για να καθορισθούν οι αρμόδιες αρχές που δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες δυνάμει της παρούσας απόφασης-πλαισίου, η ισοδυναμία μεταξύ αρμόδιων αρχών αξιολογείται βάσει των κριτηρίων που αναγράφονται στο Παράρτημα III και των κοινοποιήσεων που λήφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 4, εντός το αργότερο έξι μηνών μετά από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

2. Εγκρίνονται μέτρα που καθορίζουν την ισοδυναμία μεταξύ αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19. Τα μέτρα αυτά διευκρινίζουν:

(α) για κάθε είδος πληροφοριών στις οποίες έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση οι εθνικές αρμόδιες αρχές σε κράτος μέλος, τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών με ισοδύναμες αρμοδιότητες που δικαιούνται να έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση σε αυτές, τηρώντας πλήρως το σκοπό για τον οποίο οι πληροφορίες αυτές έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία στο πρώτο κράτος μέλος,

(β) για κάθε είδος δεδομένων καταλόγου που αφορούν τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση οι εθνικές αρμόδιες αρχές σε κράτος μέλος, τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών με ισοδύναμες αρμοδιότητες που δικαιούνται να τις μελετούν, τηρώντας πλήρως το σκοπό για τον οποίο οι πληροφορίες αυτές έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία στο πρώτο κράτος μέλος.

3. Τα μέτρα που εγκρίθηκαν σύμφωνα με το παρόν άρθρο διαβαθμίζονται ως «CONFIDENTIEL UE».

4. Μετά από την παραλαβή κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2, τα μέτρα που εγκρίνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο προσαρμόζονται εντός έξι μηνών.

Άρθρο 6

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται πληροφορίες στις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και στην Europol, σύμφωνα με τους όρους που θεσπίζονται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, στο μέτρο που αυτές οι αρχές χρειάζονται τις εν λόγω πληροφορίες για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους όσον αφορά την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση αξιόποινων πράξεων.

Άρθρο 7

Περιορισμός σκοπού

Οι πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο χρησιμοποιούνται μόνο για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες παρέχονται πληροφορίες.

Άρθρο 8

Υποχρεώσεις των ορισθεισών αρχών και των ορισθέντων μερών

1. Η ορισθείσα αρχή ή το ορισθέν μέρος επαληθεύει την ποιότητα των πληροφοριών πριν και μετά από την παροχή των πληροφοριών και ενημερώνει αμελλητί την ισοδύναμη αρμόδια αρχή για κάθε στοιχείο που επηρεάζει την ποιότητα των πληροφοριών, σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Οι πληροφορίες παρέχονται στη γλώσσα που είναι διαθέσιμες.

3. Εάν παρέχονται πληροφορίες μετά από υποβολή αίτησης πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 11, καταγράφονται τα ακόλουθα δεδομένα, επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 10 της απόφασης-πλαισίου 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα :

(α) τα λεπτομερή στοιχεία αναφοράς της αίτησης πληροφοριών

(β) το όνομα του υπαλλήλου που επέτρεψε τη διαβίβαση.

4. Ο φάκελος που περιλαμβάνει τα δεδομένα τεκμηρίωσης ή/και τα δεδομένα καταγραφής κινήσεων (logging) ανακοινώνονται στην αρμόδια αρχή ελέγχου σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

5. Οι τεχνικές προδιαγραφές για την καταγραφή κινήσεων και την εγγραφή δεδομένων εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 9

Ηλεκτρονική πρόσβαση στις πληροφορίες

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και η Europol να έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση στις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων στις οποίες οι αντίστοιχες αρμόδιες αρχές έχουν ηλεκτρονική πρόσβαση.

2. Εάν η ηλεκτρονική πρόσβαση σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο δεν είναι δυνατή εφαρμόζεται το άρθρο 10.

3. Τα τεχνικά μέτρα που είναι αναγκαία για την επίτευξη της ηλεκτρονικής πρόσβασης στις πληροφορίες εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 10

Ηλεκτρονική μελέτη των δεδομένων καταλόγου

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δεδομένα καταλόγου των πληροφοριών που δεν είναι διαθέσιμες ηλεκτρονικά να διατίθενται για ηλεκτρονική μελέτη από τις ισοδύναμες αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και από την Europol και δημιουργούν για αυτό το σκοπό την κατάλληλη τεχνική υποδομή.

2. Τα δεδομένα καταλόγου πρέπει να περιέχουν τουλάχιστον αναφορά στο είδος πληροφοριών με το οποίο σχετίζονται καθώς και στην ορισθείσα αρχή που ελέγχει ή διαχειρίζεται αυτές τις πληροφορίες και η οποία διαχειρίζεται τα δεδομένα καταλόγου για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3. Οι κανόνες που είναι αναγκαίοι για τη δημιουργία των δεδομένων καταλόγου καθώς και του ηλεκτρονικού εντύπου εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 11

Αίτηση πληροφοριών

1. Όταν η μελέτη των δεδομένων καταλόγου από την ισοδύναμη αρμόδια αρχή καταλήγει σε αντιστοιχία, αυτή η αρχή εκδίδει αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με το Παράρτημα I, και την αποστέλλει στην ορισθείσα αρχή προκειμένου να λάβει τις πληροφορίες που εντοπίστηκαν από τα δεδομένα καταλόγου.

2. Η ορισθείσα αρχή απαντά εντός δώδεκα ωρών από την παραλαβή της αίτησης πληροφοριών, αφού προηγουμένως λάβει την εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 13.

3. Σε περίπτωση που η ορισθείσα αρχή δεν μπορεί να παράσχει ή δεν μπορεί να παράσχει αμέσως τις ζητηθείσες πληροφορίες, διευκρινίζει τους λόγους στην απάντησή της προς την ισοδύναμη αρμόδια αρχή. Επιπλέον, σημειώνει ενδεχομένως την απαραίτητη διαδικασία για τη λήψη των διαθέσιμων πληροφοριών ή για την ταχύτερη λήψη τους.

4. Εάν η ορισθείσα αρχή δεν είναι αρμόδια να ασχοληθεί με την αίτηση πληροφοριών, ενημερώνει αμελλητί την ισοδύναμη αρμόδια αρχή για την ορισθείσα αρχή που ελέγχει ή διαχειρίζεται τις ζητηθείσες πληροφορίες. Η αναφορά της ορισθείσας αρχής στα δεδομένα καταλόγου διορθώνεται, όπου χρειάζεται.

5. Η ορισθείσα αρχή που λαμβάνει την αίτηση πληροφοριών μπορεί να εξαρτήσει τη χρήση των πληροφοριών που διαθέτει από οδηγίες χρήσης σύμφωνα με το άρθρο 12.

6. Όλες οι διαβιβάσεις διενεργούνται με μέσα που παρέχουν εγγυήσεις για την ακεραιότητα και τη γνησιότητά τους.

7. Οι τεχνικές προδιαγραφές που αφορούν το ηλεκτρονικό έντυπο της αίτησης πληροφοριών και της απάντησης και των μέσων διαβίβασής τους εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 12

Οδηγίες χρήσης

1. Μια ορισθείσα αρχή μπορεί, με την απάντησή της, να περιορίσει τη χρήση των πληροφοριών δίδοντας τις οδηγίες που απαιτούνται :

(α) για την αποφυγή διακύβευσης της επιτυχίας μιας εκκρεμούς διερεύνησης,

(β) για την προστασία της πηγής των πληροφοριών ή της σωματικής ακεραιότητας φυσικού προσώπου,

(γ) για την προστασία του απόρρητου των πληροφοριών σε οποιοδήποτε στάδιο της επεξεργασίας.

2. Οι οδηγίες χρήσης δεσμεύουν την αρμόδια αρχή που εξέδωσε την αίτηση πληροφοριών.

3. Ένα τυποποιημένο έντυπο για την ανακοίνωση των οδηγιών χρήσης εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 13

Προηγούμενη εξουσιοδότηση

1. Εάν απαιτείται από το εθνικό δίκαιο, η παροχή πληροφοριών εξαρτάται από προηγούμενη εξουσιοδότηση, εκτός εάν υφίσταται λόγος άρνησης που θεσπίζεται στο άρθρο 14. Η ορισθείσα αρχή ζητά την εξουσιοδότηση και η υπεύθυνη για την εξουσιοδότηση αρχή απαντά ενός δώδεκα ωρών από την παραλαβή του αιτήματος.

2. Στις περιπτώσεις όπου οι πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία αξιόποινης πράξης, η προηγούμενη εξουσιοδότηση ζητείται από δικαστική αρχή του κράτους μέλους της ορισθείσας αρχής.

Άρθρο 14

Λόγοι άρνησης

1. Η ορισθείσα αρχή μπορεί να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών για τους ακόλουθους λόγους:

(α) για την αποφυγή διακύβευσης της επιτυχίας μιας εκκρεμούς διερεύνησης,

(β) για την προστασία της πηγής των πληροφοριών ή της σωματικής ακεραιότητας φυσικού προσώπου·

(γ) για την προστασία του απόρρητου των πληροφοριών σε οποιοδήποτε στάδιο της επεξεργασίας,

(δ) για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων των οποίων τα δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία βάσει της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

2. Ένα τυποποιημένο έντυπο για την ανακοίνωση των οδηγιών χρήσης εγκρίνεται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 19.

Άρθρο 15

Προσωρινά μέτρα και μέτρα έκτακτης ανάγκης

Σε περίπτωση προσωρινού προβλήματος της τεχνικής υποδομής για την παροχή πληροφοριών, οι πληροφορίες παρέχονται στο μέτρο του δυνατού μέσω των εθνικών σημείων επαφής.

Άρθρο 16

Δυνατότητα ανίχνευσης

Οι ισοδύναμες αρμόδιες αρχές :

(α) διατηρούν εγγραφές όλων των πληροφοριών όπως ορίζεται στο άρθρο 8,

(β) όταν λαμβάνεται εξουσιοδότηση για τη χρήση των πληροφοριών ως αποδεικτικών στοιχείων, περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που λήφθηκαν σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο στον αντίστοιχο ποινικό φάκελο μαζί με αντίγραφο της αίτησης πληροφοριών που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11.

Άρθρο 17

Δικαίωμα πρόσβασης

Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει πρόσβαση στην αίτηση πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 11 σχετικά με αυτό, καθώς και στην απάντηση, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών χρήσης που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 12.

Άρθρο 18

Διμερείς συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ των αρχών που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση-πλαίσιο

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή ρυθμίσεις που καλύπτουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας απόφασης-πλαισίου για την απλούστευση ή τη διευκόλυνση των λεπτομερειών παροχής πληροφοριών σύμφωνα με αυτή την απόφαση-πλαίσιο και οι οποίες συνάδουν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο και με την απόφαση-πλαίσιο 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή αυτές τις συμφωνίες ή ρυθμίσεις.

Άρθρο 19

Επιτροπή

1. Όταν γίνεται μνεία στο παρόν άρθρο, η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή η οποία απαρτίζεται από αντιπροσώπους των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.

2. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό μετά από πρόταση του προέδρου της βάσει των πρότυπων διαδικαστικών κανόνων που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλλει στην επιτροπή σχέδιο των προς λήψη μέτρων. Η επιτροπή εκδίδει τη γνώμη της σχετικά με το εν λόγω σχέδιο, εντός προθεσμίας την οποία μπορεί να καθορίσει ο πρόεδρος σε σχέση με το επείγον του εν λόγω ζητήματος. Η γνώμη εκδίδεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205 παράγραφος 2 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τη θέσπιση των αποφάσεων που καλείται να λάβει το Συμβούλιο βάσει πρότασης της Επιτροπής. Κατά την ψηφοφορία στο πλαίσιο της επιτροπής, οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών σταθμίζονται με την αναλογία που καθορίζει το εν λόγω άρθρο. Ο πρόεδρος δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

4. Η Επιτροπή εκδίδει τα προβλεπόμενα μέτρα όταν συνάδουν με τη γνώμη της επιτροπής.

Όταν τα προβλεπόμενα μέτρα δεν συνάδουν με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει αυτής της γνώμης, η Επιτροπή υποβάλλει το συντομότερο στο Συμβούλιο πρόταση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

5. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία για την πρόταση, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής στο Συμβούλιο.

Εάν εντός αυτής της προθεσμίας το Συμβούλιο δηλώσει με ειδική πλειοψηφία ότι διαφωνεί με την πρόταση, η Επιτροπή την επανεξετάζει. Μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο τροποποιημένη πρόταση, να υποβάλει εκ νέου την πρότασή της ή να υποβάλει νομοθετική πρόταση.

Εάν κατά τη λήξη της προθεσμίας το Συμβούλιο ούτε έχει εγκρίνει την προτεινόμενη εκτελεστική πράξη ούτε έχει εκδηλώσει τη διαφωνία του με τα προτεινόμενα εκτελεστικά μέτρα, η προτεινόμενη εκτελεστική πράξη εγκρίνεται από την Επιτροπή.

6. Οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών διορίζονται από τις αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Κάθε κράτος μέλος διορίζει ένα αντιπρόσωπο.

Άρθρο 20

Εκτέλεση και εφαρμογή

1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο εντός των χρονικών ορίων που προβλέπονται σε αυτή και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως την 30ή Ιουνίου 2007.

2. Εντός της ίδιας προθεσμίας, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στο Συμβούλιο και την Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο την παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των διατάξεων αυτών και της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

3. Το αργότερο έως τον Δεκέμβριο του 2008 και εφεξής κάθε δύο έτη, το Συμβούλιο αξιολογεί την εκτέλεση της παρούσας απόφασης-πλαισίου και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την πλήρη συμμόρφωση με αυτή με βάση την έκθεση που συντάσσεται από την Επιτροπή μετά τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο, καθώς και άλλες σχετικές πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη και κατόπιν διαβούλευσης με την ομάδα εργασίας που δημιουργήθηκε δυνάμει του άρθρου 31 της απόφασης-πλαισίου 2006/XX/ΔΕΥ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Αίτηση πληροφοριών

[ΑΙΤΗΣΗ]

Κατόπιν της [λεπτομέρειες αναφοράς της επιτυχούς αναζήτησης] η υπογεγραμμένη [όνομα της αρμόδιας αρχής], εκδίδει την παρούσα αίτηση πληροφοριών υπόψη της [όνομα της ορισθείσας αρχής που ελέγχει ή διαχειρίζεται τις ζητηθείσες πληροφορίες] για τη λήψη των δεδομένων που διευκρινίζονται στην παρούσα .

1) Είδος πληροφοριών που ζητείται

2) Αρμόδια αρχή έκδοσης:

Όνομα :Διεύθυνση :Κράτος μέλος :Τηλέφωνο :Τηλεομοιοτυπία :Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο :

3) Ορισθείσα αρχή :

Όνομα :ΔιεύθυνσηΚράτος μέλος :Τηλέφωνο :Τηλεομοιοτυπία :Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο :

4) Είδος αξιόποινης πράξης ή εγκληματικής δραστηριότητας :

5) Σκοπός για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες :

6) Γνωστή/ές ταυτότητα/ες του προσώπου ή των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο της δράσης για τους σκοπούς της οποίας ζητούνται πληροφορίες :

7) Οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία αξιόποινης πράξης ή όχι :

[Τόπος έκδοσης], [ημερομηνία] <ΥΠΟΓΡΑΦΗ>

[ΑΠΑΝΤΗΣΗ]

Έχοντας υπόψη την αίτηση πληροφοριών που εκδόθηκε από την [όνομα αρχής], η υπογεγραμμένη [όνομα αρχής], επιφορτίζει την [όνομα αρχής] να τηρεί τις ακόλουθες οδηγίες κατά τη χρήση των πληροφοριών τις οποίες παρέχει με την παρούσα :

Οδηγίες χρήσης

1. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο χρησιμοποιούνται μόνο για την υλοποίηση, τη διευκόλυνση ή την επιτάχυνση της πρόληψης, της εξακρίβωσης ή της διερεύνησης των αξιόποινων πράξεων.

2. [Άλλες]

[Τόπος έκδοσης], [ημερομηνία] <ΥΠΟΓΡΑΦΗ>

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Είδη πληροφοριών που μπορούν να ληφθούν σύμφωνα με την παρούσα απόφαση για την πρόληψη, εξακρίβωση ή διερεύνηση αξιόποινων πράξεων

Σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο μπορούν να ληφθούν τα ακόλουθα είδη πληροφοριών :

- Προφίλ DNA, ήτοι ένας κωδικός αριθμός και γραμμάτων ο οποίος καταρτίζεται βάσει των επτά ιχνηθετών DNA που αποτελούν την ευρωπαϊκή δέσμη προτύπων όπως ορίζεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου 2001/C/187/01 της 25ης Ιουνίου 2001 για την ανταλλαγή αποτελεσμάτων ανάλυσης του DNA[9]. Οι ιχνηθέτες αυτοί δεν θα περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά.

- Δακτυλικά αποτυπώματα

- Βαλλιστικά στοιχεία

- Πληροφορίες σχετικά τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος

- Αριθμοί τηλεφώνου και άλλα δεδομένα επικοινωνιών, με την εξαίρεση των δεδομένων περιεχομένου και των δεδομένων κίνησης εκτός εάν τα τελευταία δεδομένα ελέγχονται από την ορισθείσα αρχή·

- Ελάχιστα δεδομένα για την αναγνώριση των προσώπων που περιλαμβάνονται στα μητρώα του ληξιαρχείου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κριτήρια εκτίμησης του συσχετισμού μεταξύ ισοδύναμων αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 5

Η Επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19 εκτιμά την ισοδυναμία των αρμόδιων αρχών για κάθε είδος πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα ΙΙ βάσει των ακόλουθων στοιχείων.

I Όνομα της αρχής ή των αρχών του κράτους μέλους που ελέγχει τις πληροφορίες και οι οποίες δικαιούνται πρόσβαση σε ένα ή περισσότερα είδη πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα II

I.1 Αρμοδιότητα της αρχής ή των αρχών όσον αφορά

I.1.α τη συλλογή ή δημιουργία

I.1.β την πρόσβαση

I.1.γ τη χρήση

I.1.δ άλλες μορφές επεξεργασίας κάθε είδους πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα II

I.2 Σκοπός για τον οποίο μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία οι πληροφορίες από την αρχή ή τις αρχές σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που ελέγχει τις πληροφορίες

I.2.α πρόληψη

I.2.β εξακρίβωση

I.2.γ διερεύνηση κάθε είδους πληροφοριών που αναφέρονται στο Παράρτημα II

II Όνομα της αρμόδιας αρχής ή αρχών για κάθε κράτος μέλος που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α)

II.1 Αρμοδιότητα της αρχής ή των αρχών όσον αφορά

II.1.α τη συλλογή ή δημιουργία

II.1.β την πρόσβαση

II.1.γ τη χρήση

II.1.δ άλλες μορφές επεξεργασίας κάθε είδους πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα II.

II.2 Σκοπός για τον οποίο μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία οι πληροφορίες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο

II.2.α πρόληψη

II.2.β εξακρίβωση

II.2.γ διερεύνηση για κάθε είδους πληροφοριών που αναγράφονται στο Παράρτημα II.

ANNEX IV

LEGISLATIVE FINANCIAL STATEMENT

Policy area(s): Justice and Home Affairs Activit(y/ies): 1806 – Establishing a genuine area in criminal and civil matters |

TITLE OF ACTION: PROPOSAL FOR A COUNCIL FRAMEWORK DECISION ON THE EXCHANGE OF INFORMATION UNDER THE PRINCIPLE OF AVAILABILITY |

1. BUDGET LINE(S) + HEADING(S)

NA

2. OVERALL FIGURES

2.1. Total allocation for action (Part B): € million for commitment

NA

2.2. Period of application:

Starting 2006.

2.3. Overall multi-annual estimate of expenditure:

(a) Schedule of commitment appropriations/payment appropriations (financial intervention) (see point 6.1.1)

€ million ( to three decimal places)

[2006] | [2007] | [2008] | [2009] | [2010] | [2011] | Total |

Commitments |

Payments |

(b) Technical and administrative assistance and support expenditure (see point 6.1.2)

Commitments |

Payments |

Subtotal a+b |

Commitments |

Payments |

(c) Overall financial impact of human resources and other administrative expenditure (see points 7.2 and 7.3)

Commitments/ payments | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 2,172 |

TOTAL a+b+c |

Commitments | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 2,172 |

Payments | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 0.362 | 2,172 |

2.4. Compatibility with financial programming and financial perspective

NA

2.5. Financial impact on revenue:

Proposal has no financial implications

3. BUDGET CHARACTERISTICS

Type of expenditure | New | EFTA contribution | Contributions form applicant countries | Heading in financial perspective |

Non-comp | Non-diff | NA | NA | NA | No NA |

4. LEGAL BASIS

Article 30, and 34 (2)(b)TEU

5. DESCRIPTION AND GROUNDS

5.1. Need for Community intervention

5.1.1. Objectives pursued

The Framework Decision establishes an obligation for Member States to make existing information that is accessible to their competent authorities, also accessible to the competent authorities of other Member States and to Europol. It lays down the obligation to make information contained in electronic databases, and directly accessible to competent authorities via online access also accessible via the same means to the competent authorities of other Member States and to Europol. Where this information is indirectly accessible based on an authorisation of an authority other than the one that controls the data, the authorisation shall be given promptly unless a ground for refusal foreseen by this Framework Decision exists. It also lays down the obligation to provide online access to index data of information that is not accessible online, and to transfer that information further to a formal information demand. It furthermore lays down the limits to these obligations.

Furthermore, according to the Articles 5 and 19 of the Framework Decision a committee, composed of the representatives of the Member States and chaired by a representative of the Commission, shall assist the Commission in order to determine the equivalence between competent authorities of the Member States and to develop, where necessary, technical details of the exchange of information.

5.1.2. Measures taken in connection with ex ante evaluation

Representatives of the Governments and of the independent supervisory authorities of the Member States as well as of the European Data Protection Supervisor, Europol and Eurojust were consulted. In particular, taking into account different views the Commission proposes to establish the information exchange on the basis of the principle of availability. In order to estimate the possible cost caused by this measure, the Commission verified the cost (travel expenses, secretarial support for the preparation and organisation of meetings) estimated for the Committee proposed in Article 3(3) of the Proposal for a Council Decision on the improvement of police cooperation between the Member States of the European Union, especially at the internal borders and amending the Convention implementing the Schengen Agreement - COM (2005) 317, 18 July 2005 -, and those currently incurred by the Working Party established according Article 29 of Directive 95/46/EC.

5.2. Action envisaged and budget intervention arrangements

The above mentioned Committee will probably meet regularly, estimated three times a year, whenever necessary. One participant per Member State will have to be reimbursed.

5.3. Methods of implementation

All meetings will have to be organised and hosted by the Commission. The Commission will have to provide secretarial services for the above mentioned committee and to prepare/organise their meetings.

6. FINANCIAL IMPACT

6.1. Total financial impact on Part B - (over the entire programming period)

6.1.1. Financial intervention

NA

6.1.2. Technical and administrative assistance, support expenditure and IT expenditure (commitment appropriations)

NA

6.2. Calculation of costs by measure envisaged in Part B (over the entire programming period)

NA

7. IMPACT ON STAFF AND ADMINISTRATIVE EXPENDITURE

The impact on staff and administrative expenditure will be covered in the context of allocation of resources of the lead DG in the context of the annual allocation procedure.

The allocation of posts also depends on the attribution of functions and resources in the context of the financial perspectives 2007-2013.

7.1. Impact on human resources

Types of post | Staff to be assigned to management of the action using existing and/or additional resources | Total | Description of tasks deriving from the action |

Number of permanent posts | Number of temporary posts |

Officials or temporary staff | A B C | 0.25 A 0,50 B 1,00 C | 0,25A0,50B 1,00C | Providing secretarial support, preparing the meetings of the working party and the committee |

Other human resources |

Total |

7.2. Overall financial impact of human resources

Type of human resources | Amount (€) | Method of calculation * |

Officials Temporary staff | 1rst year: 189. 000 | 1 X 108 000 0.5 X 108 000 0,25 X 108.000 = 189 .000 |

Other human resources (specify budget line) |

Total | 189.000 |

The amounts are total expenditure for twelve months.

7.3. Other administrative expenditure deriving from the action

Budget line (number and heading) | Amount € | Method of calculation |

Overall allocation (Title A7) A0701 – Missions A07030 – Meetings A07031 – Compulsory committees A07032 – Non-compulsory committees A07040 – Conferences A0705 – Studies and consultations Other expenditure (specify) | 55.000 | 3 meetings * (25 * 740€) per annum |

Information systems (A-5001/A-4300) |

Other expenditure - Part A (specify) |

Total | 55.000 |

The amounts are total expenditure for twelve months.

Specify the type of committee and the group to which it belongs.

I. Annual total (7.2 + 7.3) II. Duration of action III. Total cost of action (I x II) | € 244.000 |

8. FOLLOW-UP AND EVALUATION

8.1. Follow-up arrangements

The working party and the committee will lay down their rules of procedure, including rules on confidentiality. The European Parliament will be informed analogous to Article 7 of Council Decision 99/468/EC of 28 June 1999 laying down the procedures for the exercise of implementing powers conferred on the Commission - OJ L 184, 17.7.1999, p. 23.

8.2. Arrangements and schedule for the planned evaluation

NA

9. ANTI-FRAUD MEASURES

NA[pic][pic][pic]

[1] ΕΕ C 53 της 3.3.2005, σ. 1.

[2] ΕΕ C 198 της 12.8.2005, σ. 1.

[3] ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 2.

[4] ΕΕ C , , σ. .

[5] ΕΕ C , , σ. .

[6] ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 2, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από το πρωτόκολλο, που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 1 της σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Europol), και το οποίο τροποποιεί την εν λόγω σύμβαση (ΕΕ C 2 της 6.1.2004, σ. 3).

[7] ΕΕ L […] της […], σ. […].

[8] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[9] ΕΕ C 187 της 3.7.2001, σ. 1.