52002XC0709(01)

Ανακοίνωση κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1991, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 163 της 09/07/2002 σ. 0007 - 0016


Ανακοίνωση κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1991, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων

(2002/C 163/06)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91, η Επιτροπή καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποστείλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το συνημμένο σχέδιο κανονισμού της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων, το αργότερο έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2002, στην ακόλουθη διεύθυνση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού Μονάδα IV/D-1, Γραφείο J 70 2/56 Β - 1049 Βρυξέλλες Φαξ (32-2) 296 98 07 E-mail: Steve.Ryan@cec.eu.int

Σχέδιο κανονισμού (ΕΚ) αριθ. .../...

της ...

για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1991 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων(1), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και δ),

Αφού δημοσίευσε σχέδιο του παρόντος κανονισμού(2),

Ύστερα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εφαρμόζει, με κανονισμό, το άρθρο 85 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων, οσάκις αυτές αποσκοπούν σε συνεργασία που αφορά:

- τον από κοινού καθορισμό των ασφαλίστρων με βάση αθροιστικά στατιστικά στοιχεία ή με βάση τον αριθμό των ζημιών,

- την καθιέρωση τυποποιημένων όρων ασφάλισης,

- την από κοινού κάλυψη ορισμένων ειδών ασφαλιστικών κινδύνων,

- το διακανονισμό αποζημιώσεων,

- τον έλεγχο και την έγκριση εξοπλισμών ασφαλείας,

- τα μητρώα για τους επηυξημένους κινδύνους και τα σχετικά συστήματα ενημέρωσης.

(2) Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3932/92, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, περί εφαρμογής του άρθρου 85 παράγραφος 3 [τώρα άρθρο 81 παράγραφος 3] της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των ασφαλίσεων(3). Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3932/92, όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, λήγει στις 31 Μαρτίου 2003.

(3) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3932/92 δεν χορηγεί απαλλαγή στις συμφωνίες που αφορούν το διακανονισμό των ζημιών καθώς και τα μητρώα για τους επαυξημένους κινδύνους και τα σχετικά συστήματα ενημέρωσης. Η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν είχε επαρκή εμπειρία στην εξέταση ατομικών υποθέσεων ώστε να κάνει χρήση των εξουσιών που της παρέχει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 στους τομείς αυτούς. Η κατάσταση αυτή δεν έχει μεταβληθεί.

(4) Στις 12 Μαΐου 1999, η Επιτροπή ενέκρινε μια έκθεση(4) προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3932/92. Στις 15 Δεκεμβρίου 1999, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή διατύπωσε γνώμη για την έκθεση της Επιτροπής(5). Στις 19 Μαΐου 2000, το Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής(6). Στις 28 Ιουνίου 2000, η Επιτροπή προέβη σε διαβούλευση για τον κανονισμό με τα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία περιλαμβάνονται εκπρόσωποι του ασφαλιστικού κλάδου και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού.

(5) Ο νέος κανονισμός πρέπει να ανταποκρίνεται σε δύο απαιτήσεις, οι οποίες είναι η διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας του ανταγωνισμού και η παροχή επαρκούς ασφάλειας δικαίου στις επιχειρήσεις. Κατά την επιδίωξη των στόχων αυτών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη απλούστευσης, στο μέτρο του δυνατού, της διοικητικής εποπτείας και του νομοθετικού πλαισίου. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η εμπειρία της Επιτροπής στον τομέα αυτό από το 1992, καθώς και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων για την έκθεση του 1999 και κατά τη νομοθετική διαδικασία έκδοσης του παρόντος κανονισμού.

(6) Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91 ορίζει ότι ο απαλλακτικός κανονισμός της Επιτροπής πρέπει να καθορίζει τις κατηγορίες συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών στις οποίες εφαρμόζεται, να προσδιορίζει τους περιορισμούς ή τις ρήτρες που επιτρέπεται ή δεν επιτρέπεται να περιέχονται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές· και να προσδιορίζει τις ρήτρες που πρέπει να περιέχονται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές ή τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται.

(7) Ενδείκνυται εντούτοις να μην ακολουθείται πλέον η τακτική της απαρίθμησης των απαλλασσόμενων ρητρών, αλλά να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στον καθορισμό των κατηγοριών συμφωνιών που απαλλάσσονται μέχρις ενός συγκεκριμένου επιπέδου ισχύος στην αγορά και των περιορισμών ή των ρητρών που δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται σε τέτοιου είδους συμφωνίες. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε οικονομικά κριτήρια με τα οποία αξιολογούνται οι συνέπειες της εκάστοτε συμφωνίας για την αγορά αναφοράς. Θα πρέπει ωστόσο να αναγνωρισθεί ότι στον ασφαλιστικό κλάδο υπάρχουν ορισμένες μορφές συνεργασίας μεταξύ, όλων των επιχειρήσεων μιας συγκεκριμένης ασφαλιστικής αγοράς, που μπορούν να θεωρηθούν ότι κατά κανόνα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 81 παράγραφος 3.

(8) Για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 μέσω κανονισμού δεν είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι συμφωνίες εκείνες που δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 1. Κατά τη συγκεκριμένη αξιολόγηση συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 81 παράγραφος 1, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, και ιδίως η διάρθρωση της οικείας αγοράς.

(9) Το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία πρέπει να περιορίζεται στις συμφωνίες εκείνες για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως βέβαιο ότι πληρούν τους όρους του άρθρου 81 παράγραφος 3.

(10) Η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή στα πλαίσια ενώσεων επιχειρήσεων, όσον αφορά τη συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό των ζημιών, τον αριθμό των μεμονωμένων ασφαλιζομένων κινδύνων, τα συνολικά ποσά των αποζημιώσεων και το ύψος των ασφαλισμένων κεφαλαίων, επιτρέπει τη βελτίωση της γνώσης των κινδύνων και διευκολύνει την εκτίμησή τους από τις μεμονωμένες εταιρείες, και θα πρέπει επομένως να περιληφθεί στον παρόντα κανονισμό. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των στατιστικών αυτών για τον προσδιορισμό των ενδεικτικών καθαρών ασφαλίστρων ή, στην περίπτωση ασφαλίσεων με στοιχεία κεφαλαιοποίησης, την κατάρτιση πινάκων συχνοτήτων. Μπορούν να περιληφθούν επίσης από κοινού μελέτες σχετικά με την πιθανή επίδραση εξωτερικών παραγόντων στη συχνότητα και το μέγεθος των ζημιών ή στην απόδοση των διαφόρων ειδών επενδύσεων. Είναι όμως αναγκαίο να εξασφαλισθεί η απαλλαγή μόνον εκείνων των περιορισμών του ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των στόχων αυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι οι εναρμονισμένες πρακτικές σχετικά με τα εμπορικά ασφάλιστρα, δηλαδή τα ασφάλιστρα που εφαρμόζονται πραγματικά στους αντισυμβαλλομένους και που περιλαμβάνουν προσαύξηση για την κάλυψη διοικητικών, εμπορικών ή άλλων εξόδων, συν μια επιβάρυνση για απρόβλεπτα ή περιθώρια κέρδους, δεν απαλλάσσονται και, επιπλέον, ότι τα ενδεικτικά καθαρά ασφάλιστρα δεν μπορούν να λειτουργούν παρά μόνο ως σημείο αναφοράς. Εφόσον ο από κοινού υπολογισμός των ενδεικτικών καθαρών ασφαλίστρων και η από κοινού διεξαγωγή ερευνών δεν εκτείνονται στα εμπορικά ασφάλιστρα που επιβάλλονται στους αντισυμβαλλομένους και έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα, μπορεί να αναμένεται ότι οι καταναλωτές θα επωφεληθούν από τη μεγαλύτερη επιλογή παρεχόντων υπηρεσίες, δεδομένου ότι διευκολύνονται η είσοδος και η παρουσία στην αγορά μεγαλύτερου αριθμού ανταγωνιστών.

(11) Επιπλέον, όσο ευρύτερες είναι οι κατηγορίες των στατιστικών στοιχείων που συγκεντρώνονται για τον υπολογισμό των καθαρών ασφαλίστρων τόσο λιγότερα περιθώρια έχουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να υπολογίσουν τα ασφάλιστρα σε στενότερη βάση. Θα ήταν επομένως σκόπιμο να περιοριστεί το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία, όσον αφορά τις ανταλλαγές των στατιστικών και τον από κοινού υπολογισμό των ενδεικτικών καθαρών ασφαλίστρων, στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι χρησιμοποιούμενες στατιστικές κατατάσσονται στις μικρότερες δυνατές κατηγορίες που επιτρέπουν να περιληφθεί ένα σημαντικό στατιστικό δείγμα για κάθε κατηγορία.

(12) Επίσης, δεδομένου ότι οι εν λόγω υπολογισμοί των καθαρών ασφαλίστρων και οι μελέτες για τα ενδεικτικά ασφάλιστρα κινδύνου είναι αναγκαίοι όχι μόνον για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην οικεία γεωγραφική αγορά ή αγορά προϊόντος, αλλά και σε εκείνες που σχεδιάζουν να εισέλθουν στην αγορά αυτή, οι τελευταίες πρέπει να έχουν πρόσβαση στους εν λόγω υπολογισμούς και μελέτες με εύλογους όρους και χωρίς διακρίσεις σε σχέση με τις ήδη παρούσες στην αγορά αυτή ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι όροι αυτοί μπορεί, για παράδειγμα, να περιλαμβάνουν μια δέσμευση της ασφαλιστικής επιχείρησης που δεν είναι ακόμη παρούσα στην αγορά να παρέχει στατιστικές πληροφορίες σχετικά με τις ζημίες, εφόσον εισέλθει στην αγορά αυτή. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν συμμετοχή στην ένωση των ασφαλιστών που είναι υπεύθυνοι για τους εν λόγω υπολογισμούς, εφόσον η συμμετοχή αυτή είναι δυνατή υπό εύλογους όρους και χωρίς διακρίσεις για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν δραστηριοποιούνται ακόμη στην οικεία αγορά. Ωστόσο, κάθε ενδεχόμενη επιβάρυνση για την πρόσβαση στους εν λόγω υπολογισμούς ή μελέτες, ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δεν έχουν συμβάλει στην πραγματοποίησή τους, δεν θα θεωρηθεί εύλογη για το σκοπό αυτό, αν είναι τόσο υψηλή ώστε να συνιστά εμπόδιο εισόδου στην αγορά.

(13) Η αξιοπιστία των από κοινού υπολογιζόμενων καθαρών ασφαλίστρων και των κοινών μελετών αυξάνεται καθώς αυξάνεται και ο αριθμός των στατιστικών επί των οποίων βασίζονται. Οι ασφαλιστές με υψηλά μερίδια αγοράς θα μπορούν να πραγματοποιήσουν με τα δικά τους στοιχεία επαρκείς στατιστικές ώστε να είναι σε θέση να υπολογίσουν αξιόπιστα καθαρά ασφάλιστρα, πράγμα που δεν συμβαίνει με εκείνους που έχουν μικρότερα μερίδια αγοράς και κατά μείζονα λόγο με τους νεοεισερχόμενους. Η συγκέντρωση στοιχείων από όλους τους ασφαλιστές της αγοράς, περιλαμβανομένων και των μεγάλων, στους εν λόγω κοινούς υπολογισμούς και κοινές μελέτες προωθεί τον ανταγωνισμό, βοηθώντας τους μικρότερους ασφαλιστές και διευκολύνοντας την είσοδο νέων στην αγορά. Λόγω της ιδιαιτερότητας αυτής του ασφαλιστικού κλάδου, δεν είναι σκόπιμο η εφαρμογή οποιασδήποτε απαλλαγής στους εν λόγω κοινούς υπολογισμούς και κοινές μελέτες να εξαρτηθεί από κάποια όρια μεριδίων αγοράς.

(14) Οι τυποποιημένοι γενικοί ή ειδικοί ασφαλιστικοί όροι για τις άμεσες ασφαλίσεις και τα τυποποιημένα υποδείγματα στα οποία απεικονίζονται τα οφέλη από ένα συμβόλαιο ασφάλισης ζωής είναι αναγκαία για τον υπολογισμό των ενδεικτικών καθαρών ασφαλίστρων και ασφαλίστρων κινδύνου, δεδομένου ότι αυτά πρέπει να υπολογίζονται με αναφορά σε ορισμένους ασφαλιστικούς όρους. Ωστόσο, οι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι δεν πρέπει να οδηγούν ούτε σε τυποποίηση των προϊόντων ούτε στη δημιουργία σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη σύμβαση. Κατά συνέπεια, η απαλλαγή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στους τυποποιημένους ασφαλιστικούς όρους που καταρτίζονται και συμφωνούνται σε συνδυασμό με τον κοινό υπολογισμό των καθαρών ασφαλίστρων και τις κοινές μελέτες για τα ασφάλιστρα κινδύνου, και μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους εν λόγω υπολογισμούς ή μελέτες. Επιπλέον, θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί δεν είναι δεσμευτικοί και χρησιμοποιούνται μόνον ως υποδείγματα.

(15) Οι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι δεν πρέπει να προβαίνουν σε κανένα συστηματικό αποκλεισμό ορισμένων κινδύνων, χωρίς να προβλέπουν ρητά τη δυνατότητα συμβατικής κάλυψης των κινδύνων αυτών και δεν πρέπει να προβλέπουν διατήρηση της συμβατικής σχέσης με τον αντισυμβαλλόμενο για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα ή καθ' υπέρβαση του αρχικού αντικείμενου της σύμβασης. Αυτό δεν θίγει τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το κοινοτικό ή εθνικό δίκαιο να περιλαμβάνονται ορισμένοι κίνδυνοι σε ορισμένα συμβόλαια.

(16) Επιπλέον, είναι ανάγκη να ορίζεται ότι οι ασφαλιστικοί όροι πρέπει κατά κανόνα να είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου, και ιδίως του αντισυμβαλλομένου, ώστε να εξασφαλίζεται πραγματική διαφάνεια, και ως εκ τούτου να επωφελούνται οι καταναλωτές.

(17) Εάν σε ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο περιλαμβάνονται κίνδυνοι στους οποίους σημαντικός αριθμός αντισυμβαλλομένων δεν εκτίθενται ταυτοχρόνως, μπορεί να αποβεί εις βάρος της καινοτομίας, δεδομένου ότι η ομαδοποίηση άσχετων μεταξύ τους κινδύνων είναι δυνατόν να αποτρέψει τους ασφαλιστές όσον αφορά την προσφορά χωριστών και ειδικών ασφαλιστικών καλύψεων για τους κινδύνους αυτούς. Επομένως ο κανονισμός απαλλαγής δεν θα πρέπει να καλύπτει ρήτρες που επιβάλλουν τέτοιου είδους εκτεταμένες καλύψεις. Σε περίπτωση που οι ασφαλιστές έχουν νομική υποχρέωση να περιλαμβάνουν στα συμβόλαιά τους καλύψεις για κινδύνους στους οποίους σημαντικός αριθμός συμβαλλομένων δεν εκτίθενται ταυτοχρόνως, εάν η στερεότυπη ρήτρα που προβλέπει την εν λόγω νομική υποχρέωση περιλαμβάνεται σε ένα ενδεικτικό υπόδειγμα σύμβασης, τότε δεν αποτελεί περιορισμό του ανταγωνισμού και δεν εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 81 παράγραφος 1.

(18) Η σύσταση ομίλων συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης (που συνήθως αναφέρονται ως "pool") με σκοπό την κάλυψη απροσδιόριστου αριθμού κινδύνων δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, εάν, ελλείψει του εν λόγω ομίλου, κανένα από τα μέλη του δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφάλισης (ακόμη και αν η κατηγορία αυτή της ασφάλισης παρέχεται από άλλους ασφαλιστές ή ομίλους ασφαλιστών). Εφόσον το εγγεγραμμένο κεφάλαιο των εταιρειών του ομίλου είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο του απαιτούμενου για την προσφορά της εν λόγω κατηγορίας ασφάλισης με επίπεδο κάλυψης επαρκές για την κάλυψη των συγκεκριμένων κινδύνων, τότε ο όμιλος θα μπορούσε να αντικατασταθεί από τουλάχιστον δύο ανταγωνιζόμενους μεταξύ τους ομίλους. Συνεπώς, ένας τέτοιος όμιλος μπορεί, ανάλογα με το επίπεδο της ισχύος του στην αγορά, να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1.

(19) Επίσης, η σύσταση τέτοιων ομίλων συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, εάν, ελλείψει του εν λόγω ομίλου, μόνο ένα από τα μέλη του θα ήταν σε θέση να παράσχει την εν λόγω κατηγορία ασφάλισης, εκτός εάν το απαιτούμενο εγγεγραμμένο κεφάλαιο όλων των άλλων μελών του ομίλου συνολικά θα αρκούσε για την προσφορά της εν λόγω κατηγορίας ασφάλισης, με επαρκές επίπεδο κάλυψης των συγκεκριμένων κινδύνων. Στην περίπτωση αυτή, ο όμιλος θα μπορούσε να αντικατασταθεί από έναν όμιλο και ένα μεμονωμένο ασφαλιστή, ανταγωνιστικούς μεταξύ τους. Επομένως, ένας τέτοιος όμιλος μπορεί, ανάλογα με το επίπεδο ισχύος του στην αγορά, να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1.

(20) Η σύσταση εντούτοις ενός τέτοιου ομίλου συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης μπορεί, ανάλογα με το επίπεδο της ισχύος του στην αγορά, να περιορίσει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, εάν, ελλείψει του εν λόγω ομίλου, περισσότερα του ενός από τα μέλη του θα ήταν σε θέση να παράσχουν σε μεμονωμένη βάση τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφάλισης.

(21) Για τους νέους κινδύνους, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν αναδρομικά στοιχεία ζημιών, δεν μπορεί να είναι γνωστό εκ των προτέρων ποιο είναι το απαιτούμενο εγγεγραμμένο κεφάλαιο για την κάλυψη του κινδύνου ούτε κατά πόσο θα ήταν δυνατή η συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων ομίλων συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης για την παροχή αυτού του είδους της ασφάλισης. Η σύσταση ομίλου για την κάλυψη των εν λόγω νέων κινδύνων μπορεί, ως εκ τούτου, να απαλλαγεί για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η τριετία αποτελεί κατάλληλο χρονικό διάστημα για τη συγκέντρωση επαρκών αναδρομικών στοιχείων ζημιών, ώστε να αξιολογηθεί η αναγκαιότητα ή μη ενός και μόνου ομίλου. Ως εκ τούτου, με τον παρόντα κανονισμό χορηγείται απαλλαγή σε τέτοιους ομίλους που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα για την κάλυψη ενός νέου κινδύνου, κατά τα πρώτα τρία χρόνια της ύπαρξής τους.

(22) Για τους κινδύνους που δεν είναι νέοι, αναγνωρίζεται ότι τέτοιοι όμιλοι συνασφάλισης και αμοιβαίας αντασφάλισης που συνεπάγονται περιορισμό του ανταγωνισμού μπορεί επίσης, σε περιορισμένες περιπτώσεις, να ενέχουν οφέλη ώστε να δικαιολογείται απαλλαγή βάσει του άρθρου 81 παράγραφος 3, ακόμη και αν θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές ασφαλιστικές οντότητες. Μπορεί, για παράδειγμα, να επιτρέπουν την απόκτηση της αναγκαίας εμπειρίας από τα μέλη τους στον τομέα της συγκεκριμένης ασφάλισης ή να εξασφαλίζουν εξοικονόμηση κόστους ή μείωση των ασφαλίστρων μέσω της από κοινού αντασφάλισης με ευνοϊκούς όρους. Εντούτοις, δεν δικαιολογείται κάθε απαλλαγή τέτοιων ομίλων, εάν ένας συγκεκριμένος όμιλος έχει σημαντική ισχύ στην αγορά, δεδομένου ότι υπό τις συνθήκες αυτές ο περιορισμός του ανταγωνισμού που προκύπτει από την ύπαρξη του ομίλου κατά κανόνα εξουδετερώνει τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα.

(23) Με τον παρόντα κανονισμό, επομένως, χορηγείται απαλλαγή σε κάθε όμιλο συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης που υπάρχει για περισσότερα από τρία χρόνια ή που δεν έχει δημιουργηθεί για την κάλυψη ενός νέου κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι τα μερίδια αγοράς των μελών του δεν υπερβαίνουν αθροιστικά τα ακόλουθα ανώτατα όρια: 25 % σε περίπτωση ομίλων αμοιβαίας αντασφάλισης και 20 % σε περίπτωση ομίλων συνασφάλισης. Το ανώτατο όριο για τους ομίλους συνασφάλισης είναι χαμηλότερο, επειδή ο μηχανισμός της συνασφάλισης απαιτεί ομοιόμορφους όρους ασφάλισης και εμπορικά ασφάλιστρα, με αποτέλεσμα ο εναπομένων ανταγωνισμός μεταξύ των μελών ενός ομίλου συνασφάλισης να είναι ιδιαίτερα περιορισμένος.

(24) Οι απαλλαγές αυτές εφαρμόζονται ωστόσο μόνον εάν ο συγκεκριμένος όμιλος πληροί και τους υπόλοιπους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, σκοπός των οποίων είναι να παραμείνουν όσο το δυνατόν λιγότεροι περιορισμοί του ανταγωνισμού μεταξύ των μελών του ομίλου.

(25) Η συνεργασία όσον αφορά την αξιολόγηση των εξοπλισμών ασφάλειας, καθώς και των επιχειρήσεων που είναι επιφορτισμένες με την εγκατάσταση και τη συντήρησή τους, είναι χρήσιμη στο βαθμό που δίνει τη δυνατότητα να αποφεύγονται οι ατομικές αξιολογήσεις. Για το λόγο αυτό, ο κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απαλλάσσεται η θέσπιση τεχνικών προτύπων και διαδικασιών έγκρισης των εξοπλισμών ασφαλείας και των επιχειρήσεων που είναι υπεύθυνες για την εγκατάσταση και τη συντήρησή τους. Σκοπός των προϋποθέσεων αυτών είναι να εξασφαλίζεται σε όλους τους κατασκευαστές και τις επιχειρήσεις εγκατάστασης και συντήρησης η δυνατότητα να ζητούν την εν λόγω αξιολόγηση, και η αξιολόγηση και έγκριση αυτή να γίνεται βάσει αντικειμενικών και καθορισμένων κριτηρίων, τα οποία θα αφορούν μόνο τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των εξοπλισμών και όχι τη χρήση ορισμένων τεχνολογιών· όσον αφορά τις επιχειρήσεις εγκατάστασης ή συντήρησης, θα χρησιμοποιούνται μόνο κριτήρια που αναφέρονται στις επιδόσεις.

(26) Το ιδανικό θα ήταν να υπάρχουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρότυπα ή τεχνικές προδιαγραφές για όλα τα θέματα των εξοπλισμών ασφαλείας, για την αξιολόγηση, την πιστοποίηση, την εγκατάσταση και τη συντήρησή τους, εξασφαλίζοντας έτσι την εναρμόνιση και τη συνοχή εντός της ενιαίας αγοράς. Εφόσον υπάρχουν τέτοια ευρωπαϊκού επιπέδου πρότυπα ή τεχνικές προδιαγραφές, είναι περιττές οι συμφωνίες σε εθνικό επίπεδο και δεν μπορούν να καλυφθούν από την απαλλαγή κατά κατηγορία.

(27) Εφόσον δεν υπάρχουν τέτοια ευρωπαϊκού επιπέδου πρότυπα ή τεχνικές προδιαγραφές, θα πρέπει να απαλλάσσονται οι συμφωνίες μεταξύ ασφαλιστών που προβλέπουν τεχνικές προδιαγραφές ή διαδικασίες έγκρισης που χρησιμοποιούνται σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη· εντούτοις, από την εμπειρία που υπάρχει προκύπτει ότι οι διαφορετικές εθνικές συμφωνίες μεταξύ ασφαλιστών σχετικά με τους εξοπλισμούς ασφαλείας ή τις επιχειρήσεις εγκατάστασης ή συντήρησης εξοπλισμών ασφαλείας μπορεί να δυσχεράνουν την κάλυψη ενός συγκεκριμένου κινδύνου, εάν ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός ασφαλείας ή η επιχείρηση εγκατάστασης ή συντήρησης είναι σύμφωνοι με τις προδιαγραφές ή τις διαδικασίες έγκρισης που θέσπισαν οι ασφαλιστές άλλου κράτους μέλους, και όχι με τις προδιαγραφές ή τις διαδικασίες έγκρισης που έχουν συμφωνήσει οι ασφαλιστές του κράτους μέλους όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. Είναι επομένως σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία σε όλες τις εν λόγω εθνικές συμφωνίες, μόνον εάν προβλέπουν ρητά την αναγνώριση κάθε άλλης ανάλογης εθνικής συμφωνίας και της έγκρισης ενός εξοπλισμού ασφαλείας ή μιας επιχείρησης εγκατάστασης ή συντήρησης σε άλλο κράτος μέλος.

(28) Τέλος, κάθε συμφωνία σχετικά με τους εξοπλισμούς ασφαλείας δεν πρέπει να καταλήγει στην κατάρτιση εξαντλητικού καταλόγου των εγκεκριμένων εξοπλισμών· κάθε επιχείρηση πρέπει να διατηρεί την ελευθερία να αποδέχεται εξοπλισμούς και επιχειρήσεις εγκατάστασης και συντήρησης που δεν έχουν εγκριθεί από κοινού.

(29) Εάν παρόλα αυτά μεμονωμένες συμφωνίες που απαλλάσσονται με τον παρόντα κανονισμό έχουν αποτελέσματα που δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 81 παράγραφος 3, όπως ερμηνεύεται κατά τη διοικητική πρακτική της Επιτροπής και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί να άρει το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία. Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον οι μελέτες για τις επιπτώσεις των μελλοντικών εξελίξεων βασίζονται σε αδικαιολόγητες υποθέσεις· ή εφόσον οι συνιστώμενοι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι περιέχουν ρήτρες που δημιουργούν, σε βάρος του αντισυμβαλλομένου, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη σύμβαση· ή εφόσον οι όμιλοι χρησιμοποιούνται ή διοικούνται κατά τρόπο ώστε να παρέχονται σε μια ή περισσότερες από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις τα μέσα απόκτησης ή ενίσχυσης σημαντικής ισχύος στη σχετική αγορά, ή εάν οι όμιλοι αυτοί καταλήγουν σε κατανομή της αγοράς.

(30) Για τη διευκόλυνση της σύναψης συμφωνιών, ορισμένες από τις οποίες μπορεί να συνεπάγονται σημαντικές αποφάσεις επενδύσεων, η διάρκεια ισχύος του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθορισθεί σε δέκα χρόνια.

(31) Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 82 της συνθήκης.

(32) Σύμφωνα με την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, κανένα μέτρο που λαμβάνεται βάσει των εθνικών νομοθεσιών περί ανταγωνισμού δεν μπορεί να θίγει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού στην κοινή αγορά ούτε την πρακτική αποτελεσματικότητα των θεσπιζομένων για την εφαρμογή τους πράξεων, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Απαλλαγή

Δυνάμει του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων στον τομέα των ασφαλίσεων (στο εξής αναφερόμενες ως "οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις") και αφορούν τους όρους υπό τους οποίους προτίθενται να συνεργασθούν ή συνεργάζονται όσον αφορά:

α) τον από κοινού υπολογισμό ενδεικτικών καθαρών ασφαλίστρων ή την από κοινού κατάρτιση και διανομή πινάκων θνησιμότητας και πινάκων σχετικών με τη συχνότητα των περιπτώσεων ασθενειών, ατυχημάτων και αναπηρίας, για τις ασφαλίσεις που εμπεριέχουν στοιχείο κεφαλαιοποίησης·

β) την από κοινού πραγματοποίηση μελετών για τον καθορισμό ενδεικτικών ασφαλίστρων κινδύνου, καθώς και τη διανομή των σχετικών αποτελεσμάτων·

γ) την από κοινού κατάρτιση και διανομή των μη δεσμευτικών ασφαλιστικών όρων άμεσης ασφάλισης που καταρτίζονται και συμφωνούνται στο πλαίσιο των υπολογισμών ή/και των μελετών που αναφέρονται στα σημεία α) και β) και μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους εν λόγω υπολογισμούς ή μελέτες·

δ) την από κοινού κατάρτιση και διανομή μη δεσμευτικών υποδειγμάτων όπου απεικονίζονται τα οφέλη που αποφέρει ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο με στοιχεία κεφαλαιοποίησης·

ε) τη σύσταση και λειτουργία ομίλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων αντασφάλισης για την από κοινού κάλυψη μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων υπό μορφή συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης, και

στ) τη θέσπιση, αναγνώριση και διανομή:

- τεχνικών προδιαγραφών για τους εξοπλισμούς ασφαλείας,

- διαδικασιών για την αξιολόγηση και την πιστοποίηση της συμμόρφωσης των εξοπλισμών ασφαλείας με τις εν λόγω προδιαγραφές,

- κανόνων ή κωδίκων πρακτικής για την εγκατάσταση και τη συντήρηση των εξοπλισμών ασφαλείας, και

- κανόνων για την αξιολόγηση και έγκριση επιχειρήσεων που είναι υπεύθυνες για την εγκατάσταση ή συντήρηση των εξοπλισμών ασφαλείας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1. "συμφωνία": συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική·

2. "συμμετέχουσες επιχειρήσεις": οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μια συμφωνία και οι συνδεδεμένες με αυτές επιχειρήσεις·

3. "συνδεδεμένες επιχειρήσεις": α) οι επιχειρήσεις στις οποίες μία από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις έχει, άμεσα ή έμμεσα:

i) τη δυνατότητα να ασκεί πάνω από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου, ή

ii) τη δυνατότητα να διορίζει πάνω από το ήμισυ των μελών του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν κατά νόμο την επιχείρηση, ή

iii) το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της επιχείρησης·

β) οι επιχειρήσεις που έχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μια από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ) οι επιχειρήσεις επί των οποίων μια επιχείρηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) έχει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

δ) οι επιχειρήσεις επί των οποίων μια από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις μαζί με μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ), ή δύο ή περισσότερες από τις τελευταίες, έχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

ε) οι επιχειρήσεις επί των οποίων έχουν από κοινού τα αναφερόμενα στο στοιχείο α) δικαιώματα ή εξουσίες:

i) συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή συνδεδεμένες με αυτές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), ή

ii) μία ή περισσότερες από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή μία ή περισσότερες από τις συνδεδεμένες με αυτές επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), και ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη·

4. "ασφάλιστρο κινδύνου": το εκτιμώμενο κόστος της κάλυψης ενός συγκεκριμένου κινδύνου στο μέλλον, χωρίς τις διοικητικές ή εμπορικές δαπάνες ή τις φορολογικές ή οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα από επενδύσεις ή τα προσδοκώμενα κέρδη·

5. "καθαρό ασφάλιστρο": το μέσο κόστος κάλυψης ενός συγκεκριμένου κινδύνου κατά το παρελθόν, χωρίς τις διοικητικές ή εμπορικές δαπάνες ή τις φορολογικές ή οιονεί φορολογικές επιβαρύνσεις, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα από επενδύσεις ή τα προσδοκώμενα κέρδη·

6. "τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι": κάθε ρήτρα που περιλαμβάνεται σε υποδείγματα ασφαλιστικών συμβολαίων ή συμβολαίων αναφοράς που εκπονούν από κοινού ασφαλιστές ή οργανισμοί ή ενώσεις ασφαλιστών·

7. "όμιλοι συνασφάλισης": όμιλοι που συστήνονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι οποίοι:

- συμφωνούν να αναλαμβάνουν εξ ονόματος και για λογαριασμό όλων των συμμετεχόντων την ασφάλιση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων, ή

- αναθέτουν την ανάληψη και τη διαχείριση της ασφάλισης μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνων εξ ονόματος και για λογαριασμό τους, σε μία από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σε κοινό μεσίτη ή σε κοινό φορέα που δημιουργείται για το σκοπό αυτό·

8. "όμιλοι αμοιβαίας αντασφάλισης": όμιλοι που συστήνονται από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ενδεχομένως με τη συνδρομή μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων αντασφάλισης:

- για την αμοιβαία αντασφάλιση του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεών τους οι οποίες απορρέουν από μια συγκεκριμένη κατηγορία κινδύνων,

- επικουρικά, για την αποδοχή εξ ονόματος και για λογαριασμό όλων των συμμετεχόντων, της αντασφάλισης της ίδιας κατηγορίας κινδύνων·

9. "νέος κίνδυνος": ένας κίνδυνος σχετικά με τον οποίο δεν υπάρχουν αναδρομικά στοιχεία ζημιών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό των καθαρών ασφαλίστρων·

10. "εξοπλισμός ασφαλείας": τα συστατικά και ο εξοπλισμός που προορίζονται για την πρόληψη και τον περιορισμό των ζημιών, καθώς και τα συστήματα που απαρτίζονται από τα εν λόγω στοιχεία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΚΑΘΑΡΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΛΕΤΩΝ

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις απαλλαγής

Οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχεία α) και β) εφαρμόζονται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ότι όλα τα ενδεικτικά καθαρά ασφάλιστρα και οι πίνακες βασίζονται στη συγκέντρωση στοιχείων κατανεμημένων σε ορισμένα έτη κινδύνου που επιλέγονται ως περίοδος παρατήρησης, τα οποία αφορούν τους ίδιους ή παρόμοιους κινδύνους και είναι αρκετά σε αριθμό για να αποτελέσουν βάση στατιστικής επεξεργασίας που θα επιτρέψει την εξακρίβωση (μεταξύ άλλων):

- του αριθμού των ζημιών κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου παρατήρησης,

- του αριθμού των μεμονωμένων κινδύνων που ασφαλίσθηκαν σε κάθε έτος κινδύνου κατά τη διάρκεια της επιλεγείσας περιόδου παρατήρησης,

- του συνόλου των αποζημιώσεων που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται για ζημίες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου,

- του ύψους των ασφαλισθέντων κεφαλαίων για κάθε έτος κινδύνου κατά τη διάρκεια της επιλεγείσας περιόδου παρατήρησης·

β) ότι οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα συμπεράσματα των μελετών που αναφέρονται στο άρθρο 2 καταρτίζονται και διανέμονται με τη ρητή ένδειξη ότι έχουν καθαρά ενδεικτικό χαρακτήρα·

γ) ότι οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα συμπεράσματα των μελετών δεν περιλαμβάνουν κατ' ουδένα τρόπο τις επιβαρύνσεις για απρόβλεπτα, τα εισοδήματα από αποθεματικά, τα διοικητικά ή εμπορικά έξοδα·

δ) ότι οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα αποτελέσματα μελετών που αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν επιτρέπουν την εξακρίβωση της ταυτότητας των συγκεκριμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων·

ε) ότι στους υπολογισμούς ή τους πίνακες, οι στατιστικές συγκεντρώνονται στις μικρότερες δυνατές κατηγορίες που επιτρέπουν να περιληφθεί ένα σημαντικό στατιστικό δείγμα σε κάθε κατηγορία·

στ) ότι οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα συμπεράσματα μελετών διατίθενται με εύλογους όρους και χωρίς διακρίσεις στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ζητούν αντίγραφα, περιλαμβανομένων και εκείνων που δεν δραστηριοποιούνται στη γεωγραφική αγορά ή στην αγορά προϊόντος στην οποία αναφέρονται αυτοί οι υπολογισμοί, οι πίνακες ή τα συμπεράσματα μελετών·

ζ) ότι οι μελέτες αφορούν μόνο τις πιθανές επιπτώσεις γενικών συνθηκών, εκτός της σφαίρας επιρροής των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, όσον αφορά τη συχνότητα ή την κλίμακα των ζημιών ή την κερδοφορία των διαφόρων ειδών επενδύσεων.

Άρθρο 4

Συμφωνίες που δεν καλύπτονται από την απαλλαγή

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 δεν εφαρμόζεται εφόσον οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση ή τη δέσμευση, ή επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις να μη χρησιμοποιούν υπολογισμούς ή πίνακες διαφορετικούς από εκείνους που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο α), ή να μην αποκλίνουν από τα συμπεράσματα των μελετών που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΜΗ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΑΜΕΣΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις απαλλαγής

1. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι οι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι:

α) καταρτίζονται και διανέμονται με τη ρητή αναφορά ότι είναι μη δεσμευτικοί·

β) αναφέρουν ρητά ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να προσφέρουν διαφορετικούς όρους ασφάλισης στους πελάτες τους· και

γ) είναι προσιτές σε κάθε ενδιαφερόμενο και του διαβιβάζονται με απλή αίτησή του.

2. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο δ) εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι τα μη δεσμευτικά υποδείγματα καταρτίζονται και διανέμονται μόνο ενδεικτικά.

Άρθρο 6

Συμφωνίες που δεν καλύπτονται από την απαλλαγή

1. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που οι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι έχουν ρήτρες οι οποίες:

α) επιβάλλουν συνολική κάλυψη που περιλαμβάνει κινδύνους στους οποίους σημαντικός αριθμός αντισυμβαλλομένων δεν εκτίθεται ταυτοχρόνως, με την επιφύλαξη των εκ του νόμου επιβαλλομένων υποχρεώσεων·

β) αναφέρουν το ποσό της ασφαλιστικής κάλυψης ή το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος ("απαλλαγή")·

γ) επιτρέπουν στον ασφαλιστή να διατηρήσει σε ισχύ τη σύμβαση σε περίπτωση εκ μέρους του μερικής ακύρωσης της κάλυψης, αύξησης του ασφαλίστρου χωρίς να μεταβληθεί ο κίνδυνος ή η έκταση της ασφαλιστικής κάλυψης (με την επιφύλαξη των ρητρών αναπροσαρμογής) ή κατ' άλλον τρόπο μεταβολής των όρων της σύμβασης χωρίς ρητή συναίνεση του αντισυμβαλλομένου·

δ) επιτρέπουν στον ασφαλιστή να μεταβάλει τη διάρκεια της σύμβασης χωρίς τη συναίνεση του αντισυμβαλλομένου·

ε) επιβάλλουν στον αντισυμβαλλόμενο, στον κλάδο της ασφάλισης ζημιών, περίοδο ασφάλισης μεγαλύτερη από τρία έτη·

στ) σε περίπτωση που η σύμβαση ανανεώνεται αυτόματα εάν δεν δοθεί προειδοποίηση κατά τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου, επιβάλλουν περίοδο ανανέωσης της σύμβασης ανώτερη του ενός έτους·

ζ) επιβάλλουν στον αντισυμβαλλόμενο να δεχθεί την εκ νέου θέση σε ισχύ σύμβασης που διακόπηκε λόγω εξαφάνισης του ασφαλιζομένου κινδύνου, εφόσον εκτεθεί εκ νέου σε κίνδυνο της ιδίας φύσεως·

η) επιβάλλουν στον αντισυμβαλλόμενο να καλύπτει στον ίδιο ασφαλιστή διαφορετικούς κινδύνους·

θ) υποχρεώνουν τον αντισυμβαλλόμενο, σε περίπτωση διάθεσης του ασφαλιζομένου αντικειμένου, να επιβάλει στον διάδοχο τη συνέχιση της ασφαλιστικής σύμβασης·

ι) αποκλείουν ή περιορίζουν την κάλυψη ενός κινδύνου, εάν ο αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί εξοπλισμό ασφαλείας ή επιχειρήσεις εγκατάστασης ή συντήρησης του εξοπλισμού αυτού, που είναι συμβατός με τις σχετικές προδιαγραφές που έχει εγκρίνει μια ένωση ή ενώσεις ασφαλιστών σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη ή σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

2. Το ευεργέτημα της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) δεν χορηγείται σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συμφωνούν, ή συμφωνούν να επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις, να μην εφαρμόζουν διαφορετικούς όρους από τους τυποποιημένους ασφαλιστικούς όρους που έχουν καταρτισθεί κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.

3. Με την επιφύλαξη της θέσπισης ειδικών ασφαλιστικών όρων για ορισμένες κοινωνικές ή επαγγελματικές κατηγορίες του πληθυσμού, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αποκλείουν την κάλυψη ορισμένων κατηγοριών κινδύνων λόγω χαρακτηριστικών που συνδέονται με τον αντισυμβαλλόμενο.

4. Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο δ) δεν εφαρμόζεται εφόσον, με την επιφύλαξη των νομίμων υποχρεώσεων, τα μη δεσμευτικά υποδείγματα περιέχουν μόνο καθορισμένα επιτόκια ή αριθμητική ένδειξη των διοικητικών εξόδων.

5. Το ευεργέτημα της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) δεν χορηγείται στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που συμφωνούν ή αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση, ή επιβάλλουν σε άλλες επιχειρήσεις, να μη χρησιμοποιούν άλλα υποδείγματα που απεικονίζουν τα οφέλη από ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εκτός από αυτά που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΗ ΚΑΛΥΨΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΔΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

Άρθρο 7

Όριο μεριδίου αγοράς και διάρκεια της απαλλαγής

1. Όσον αφορά τους ομίλους συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα για την κάλυψη ενός νέου κινδύνου, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο ε) εφαρμόζεται για διάστημα τριών ετών από την ημερομηνία σύστασης του ομίλου, ανεξάρτητα από το μερίδιο αγοράς του.

2. Όσον αφορά τους ομίλους συνασφάλισης ή αμοιβαίας αντασφάλισης που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 (λόγω του ότι η διάρκεια ύπαρξής τους υπερβαίνει την τριετία ή δεν έχουν δημιουργηθεί για την κάλυψη ενός νέου κινδύνου), η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο ε) εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του ομίλου από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή για λογαριασμό τους δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία από τις οικείες αγορές:

α) στην περίπτωση των ομίλων συνασφάλισης, πάνω από το 20 % της σχετικής αγοράς,

β) στην περίπτωση των ομίλων αμοιβαίας αντασφάλισης, πάνω από το 25 % της σχετικής αγοράς.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις απαλλαγής

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο ε) εφαρμόζεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ότι κάθε συμμετέχουσα επιχείρηση έχει δικαίωμα να αποχωρήσει από τον όμιλο με προειδοποιητική προθεσμία που δεν είναι μεγαλύτερη του ενός έτους, χωρίς την επιβολή οποιονδήποτε κυρώσεων·

β) ότι οι κανόνες του ομίλου δεν υποχρεώνουν κανένα μέλος του να ασφαλίζει ή να αντασφαλίζει μέσω του ομίλου οποιοδήποτε κίνδυνο του είδους που καλύπτει ο όμιλος·

γ) ότι οι κανόνες του ομίλου δεν περιορίζουν τη δραστηριότητα του ομίλου ή των μελών του στην ασφάλιση ή αντασφάλιση κινδύνων που βρίσκονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

δ) ότι η συμφωνία δεν περιορίζει την παραγωγή ή τις πωλήσεις·

ε) ότι η συμφωνία δεν προβλέπει κατανομή αγορών ή πελατών·

στ) ότι τα μέλη ενός ομίλου αμοιβαίας αντασφάλισης δεν συμφωνούν σχετικά με οποιοδήποτε άλλο ασφάλιστρο εκτός από το ασφάλιστρο κινδύνου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 9

Προϋποθέσεις απαλλαγής

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο στ) εφαρμόζεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) ότι οι τεχνικές προδιαγραφές και οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης είναι ακριβείς, δικαιολογούνται από τεχνική άποψη και αντιστοιχούν στις επιδόσεις που αναμένονται από τον εν λόγω εξοπλισμό ασφαλείας·

β) ότι οι κανόνες για την αξιολόγηση των επιχειρήσεων εγκατάστασης ή συντήρησης είναι αντικειμενικοί, αφορούν την τεχνική ικανότητα των επιχειρήσεων, και εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις·

γ) ότι οι προδιαγραφές και οι κανόνες αυτοί καταρτίζονται και διανέμονται μόνο ενδεικτικά με τη ρητή ένδειξη ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι ελεύθερες, σε μεμονωμένες περιπτώσεις, να δεχθούν άλλους εξοπλισμούς ή να εγκρίνουν άλλες επιχειρήσεις εγκατάστασης ή συντήρησης που δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές ή κανόνες·

δ) ότι οι προδιαγραφές και οι κανόνες αυτοί διαβιβάζονται με απλή αίτηση σε κάθε ενδιαφερόμενο·

ε) ότι οι προδιαγραφές αυτές περιλαμβάνουν ταξινόμηση με βάση το επίπεδο της επιτευχθείσας επίδοσης·

στ) ότι η αίτηση για αξιολόγηση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε από κάθε ενδιαφερόμενο·

ζ) ότι η αξιολόγηση της συμμόρφωσης δεν επιβαρύνει τον αιτούντα με έξοδα δυσανάλογα με το κόστος της διαδικασίας έγκρισης·

η) ότι οι εξοπλισμοί και οι επιχειρήσεις εγκατάστασης και συντήρησης που πληρούν τα κριτήρια της αξιολόγησης λαμβάνουν σχετική πιστοποίηση χωρίς διακρίσεις μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εκτός εάν για τεχνικούς λόγους απαιτείται εύλογη πρόσθετη προθεσμία·

θ) ότι η συμμόρφωση ή η έγκριση πιστοποιούνται γραπτώς·

ι) ότι οι λόγοι της άρνησης να πιστοποιηθεί η συμμόρφωση κοινοποιούνται γραπτώς με επισύναψη αντιτύπου των πρωτοκόλλων δοκιμών και ελέγχων που έχουν πραγματοποιηθεί·

ια) ότι οι λόγοι της άρνησης να ληφθεί υπόψη μια αίτηση αξιολόγησης κοινοποιούνται γραπτώς·

ιβ) ότι οι προδιαγραφές και οι κανόνες εφαρμόζονται από οργανισμούς που τηρούν τις διατάξεις τις σχετικές με τα πρότυπα ΕΝ 45000·

ιγ) ότι όλες οι τεχνικές προδιαγραφές, οι κανόνες, οι διαδικασίες ή οι κώδικες πρακτικής που υιοθετούνται από μια ένωση ή ενώσεις επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ρητά ως εξίσου έγκυρες τις τεχνικές προδιαγραφές, τους κανόνες, τις διαδικασίες ή τους κώδικες πρακτικής που υιοθετούνται από εθνικές ενώσεις επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης στα άλλα κράτη μέλη·

ιδ) ότι όλες οι τεχνικές προδιαγραφές, οι κανόνες, οι διαδικασίες ή οι κώδικες πρακτικής που υιοθετούνται από μια ένωση ή ενώσεις επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ρητά και αυτόματα ως εξίσου έγκυρη την έγκριση ενός εξοπλισμού ασφαλείας ή μιας επιχείρησης εγκατάστασης και συντήρησης που έχει δοθεί από ένωση επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης σε άλλο κράτος μέλος.

Άρθρο 10

Συμφωνίες που δεν καλύπτονται από την απαλλαγή

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 στοιχείο στ) δεν εφαρμόζεται όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές, τους κανόνες, τις διαδικασίες ή τους κώδικες πρακτικής που υιοθετούνται από μια ένωση ή ενώσεις επιχειρήσεων ασφάλισης ή αντασφάλισης σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εάν υπάρχουν ισοδύναμες τεχνικές προδιαγραφές, κανόνες, διαδικασίες ή κώδικες πρακτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Εφαρμογή των ορίων μεριδίου αγοράς

1. Για την εφαρμογή των ορίων μεριδίου αγοράς που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α) το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα των ασφαλίστρων· ελλείψει στοιχείων σχετικά με τα ακαθάριστα έσοδα των ασφαλίστρων, για τη διαπίστωση του μεριδίου αγοράς συγκεκριμένης επιχείρησης μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτιμήσεις που βασίζονται σε άλλα αξιόπιστα στοιχεία της αγοράς, ιδίως στην παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη ή στην αξία των ασφαλιζόμενων κινδύνων·

β) το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

γ) το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 3 στοιχείο ε) κατανέμονται εξίσου σε κάθε επιχείρηση που έχει τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 2 σημείο 3 στοιχείο α).

2. Αν το μερίδιο αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεν υπερβαίνει αρχικά το 20 %, αλλά εν συνεχεία ξεπεράσει το όριο αυτό χωρίς να υπερβεί το 25 %, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η απαλλαγή που θεσπίζεται στο άρθρο 1 για διάστημα δύο συνεχών ημερολογιακών ετών από το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε για πρώτη φορά υπέρβαση του ορίου του 20 %.

3. Εάν το μερίδιο αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α) δεν υπερβαίνει αρχικά το 20 %, αλλά εν συνεχεία υπερβεί το 25 %, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η απαλλαγή που θεσπίζεται στο άρθρο 1 για ένα ημερολογιακό έτος μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε για πρώτη φορά υπέρβαση του ορίου του 25 %.

4. Οι ευνοϊκές διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν μπορούνα να εφαρμοσθούνα σε συνδυασμό, ώστε το ευεργέτημα να παρέχεται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ημερολογιακών ετών.

5. Αν το μερίδιο αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν υπερβαίνει αρχικά το 25 %, αλλά εν συνεχεία ξεπεράσει το όριο αυτό χωρίς να υπερβεί το 30 %, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί δύο συναπτά ημερολογιακά έτη μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε η πρώτη υπέρβαση του 25 %.

6. Αν το μερίδιο αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν υπερβαίνει αρχικά το 25 %, αλλά εν συνεχεία υπερβεί το 30 %, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 εξακολουθεί να εφαρμόζεται επί ένα ημερολογιακό έτος μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε η πρώτη υπέρβαση του 30 %.

7. Οι ευνοϊκές διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 δεν μπορούν εφαρμοσθούν σε συνδυασμό, ώστε το ευεργέτημα να παρέχεται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ημερολογιακών ετών.

Άρθρο 12

Άρση του ευεργετήματος

Η Επιτροπή δύναται να άρει το ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού, κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1534/91, εάν, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους ή φυσικού ή νομικού προσώπου που επικαλείται έννομο συμφέρον, διαπιστώσει ότι μία συμφωνία στην οποία εφαρμόζεται η απαλλαγή του άρθρου 1, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εντούτοις, έχει ορισμένες συνέπειες που δεν συμβιβάζονται με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 81 παράγραφος 3 της συνθήκης προϋποθέσεις, ιδίως εφόσον:

α) οι μελέτες στις οποίες εφαρμόζεται η απαλλαγή του άρθρου 1 στοιχείο β) βασίζονται σε αδικαιολόγητες υποθέσεις·

β) οι τυποποιημένοι ασφαλιστικοί όροι στους οποίους εφαρμόζεται η απαλλαγή του άρθρου 1 στοιχείο γ) περιέχουν ρήτρες που δημιουργούν εις βάρος του αντισυμβαλλομένου σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη σύμβαση·

γ) σε σχέση με την κοινή κάλυψη ορισμένων ειδών κινδύνων όπου εφαρμόζεται η απαλλαγή του άρθρου 1 στοιχείο ε), ισχύει μία από τις δύο ακόλουθες συνθήκες:

- μία ή περισσότερες από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ασκούν σημαντική επιρροή στην εμπορική πολιτική περισσοτέρων του ενός ομίλων στην ίδια αγορά,

- η σύσταση ή λειτουργία ενός ομίλου, μέσω των όρων συμμετοχής, του ορισμού των καλυπτομένων κινδύνων, των συμφωνιών επανεκχώρησης ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, κινδυνεύει να οδηγήσει σε κατανομή των αγορών όσον αφορά τα σχετικά προϊόντα ασφάλισης ή συγγενή προϊόντα.

Άρθρο 13

Μεταβατική περίοδος

Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ δεν ισχύει κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Απριλίου και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 όσον αφορά συμφωνίες που ίσχυαν ήδη στις 31 Μαρτίου 2003 και οι οποίες δεν πληρούν μεν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3932/92.

Άρθρο 14

Διάρκεια ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Απριλίου 2003. Η ισχύς του λήγει στις 31 Μαρτίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, ...

Για την Επιτροπή

...

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 143 της 7.6.1991, σ. 1.

(2) ΕΕ C 163 της 9.7.2002.

(3) ΕΕ L 398 της 31.12.1992, σ. 7.

(4) COM(1999) 192 τελικό.

(5) CES 1139/99.

(6) PE Α5 - 0104/00.