52000PC0650

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ με στόχο την απλοποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας /* COM/2000/0650 τελικό - CNS 2000/0289 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 096 E της 27/03/2001 σ. 0145 - 0147


Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ με στόχο την απλοποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. Εισαγωγη

Το τιμολόγιο είναι ένα από τα σημαντικότερα έγγραφα στις εμπορικές σχέσεις. Διέπεται από διάφορες κανονιστικές ρυθμίσεις λογιστικού, φορολογικού, εμπορικού ή ακόμη γλωσσικού χαρακτήρα. Η ουσία των κανονιστικών αυτών ρυθμίσεων συνδέεται με το φόρο προστιθέμενης αξίας.

Η υποχρέωση τιμολόγησης βρίσκεται πράγματι στο κέντρο του κοινοτικού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας. Το τιμολόγιο έχει στο πλαίσιο αυτό τρεις λειτουργίες: περιέχει τις πληροφορίες σχετικά με το ισχύον καθεστώς φόρου προστιθέμενης αξίας, καθιστά δυνατή την άσκηση ελέγχου από τη φορολογική διοίκηση και, τέλος, επιτρέπει στους πελάτες να δικαιολογήσουν, αν παραστεί ανάγκη, το δικαίωμα έκπτωσης.

Ωστόσο, η τιμολόγηση υπόκειται σε κανόνες που διαφέρουν ριζικά από το ένα κράτος μέλος της Ένωσης στο άλλο. Το περιεχόμενο των υποχρεωτικών ενδείξεων καθώς και ο αριθμός τους ποικίλουν. Εξάλλου, δεν υπάρχει κοινοτικό νομικό πλαίσιο στον τομέα της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και της αυτοτιμολόγησης. Οι νομοθεσίες που θεσπίζονται από τα διάφορα κράτη μέλη της Κοινότητας ποικίλουν συνεπώς σημαντικά από την πλήρη απαγόρευση έως το μέγιστο βαθμό ευελιξίας.

Αποτέλεσμα είναι, αφενός, μια εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση για τους επιχειρηματίες και, αφετέρου, μια έκδηλη αδυναμία προσαρμογής στις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της δεύτερης φάσης της πρωτοβουλίας SLIM [1], η απουσία εναρμόνισης θεωρήθηκε από τις επιχειρήσεις ως εμπόδιο στην καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Τα αποτελέσματα αυτών των εργασιών περιέχονται στην έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την πρωτοβουλία SLIM [2]. Η έκθεση αυτή, της οποίας τα συμπεράσματα εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Εσωτερικής Αγοράς της 27ης Νοεμβρίου 1997, περιέχει δέσμευση «να μελετηθούν τα απαραίτητα στοιχεία για την κατάρτιση ενός τιμολογίου ΦΠΑ και τον καθορισμό των νομοθετικών και τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά την ηλεκτρονική τιμολόγηση».

[1] Απλούστευση της νομοθεσίας στον τομέα της Εσωτερικής Αγοράς.

[2] COM(97) 618 τελικό της 24ης Νοεμβρίου 1997.

Επίσης, στο πλαίσιο των εργασιών που διεξήχθησαν για την προσαρμογή του κοινοτικού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας στις απαιτήσεις του ηλεκτρονικού εμπορίου, κατέστη σαφές ότι υφίσταται επιτακτική ανάγκη να επιτραπεί ευρέως και χωρίς άσκοπα εμπόδια η χρησιμοποίηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Τον Ιούνιο του 1998, το Συμβούλιο Ecofin υπογράμμισε τη σπουδαιότητα δημιουργίας νομοθετικού πλαισίου για τη χρησιμοποίηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης εξασφαλίζοντας, ωστόσο, τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου από τις φορολογικές αρχές.

Συνεπώς, στο τέλος Δεκεμβρίου του 1998, η Επιτροπή ανέθεσε μελέτη σχετική με τους όρους που επιβάλλονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας κατά την τιμολόγηση.

Στόχος αυτής της μελέτης ήταν, καταρχήν, η παρουσίαση των διαφόρων υποχρεωτικών ενδείξεων των τιμολογίων σε έκαστο των κρατών μελών της Κοινότητας καθώς και των όρων υπό τους οποίους επιτρέπονται η ηλεκτρονική τιμολόγηση και η αυτοτιμολόγηση. Δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν η εξέταση της σκοπιμότητας εναρμόνισης και εκσυγχρονισμού της κοινοτικής νομοθεσίας προκειμένου να καταστεί δυνατή σε κοινοτικό επίπεδο η χρήση νέων τεχνολογιών που εφαρμόζονται κατά την τιμολόγηση.

Οι συστάσεις της έκθεσης έπρεπε να λάβουν υπόψη, αφενός, την ανάγκη απλοποίησης των υποχρεώσεων των επιχειρηματιών, που υπογραμμίζονται κυρίως στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας SLIM και, αφετέρου, την ανάγκη άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου, από την πλευρά των φορολογικών αρχών, όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας.

Η τελική έκθεση σχετικά με αυτή τη μελέτη [3] διαβιβάσθηκε στην Επιτροπή στο τέλος Αυγούστου 1999. Όσον αφορά την ηλεκτρονική τιμολόγηση, η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική αυτή πρέπει να προβλέπεται ρητά στην κοινοτική νομοθεσία και να γίνεται αποδεκτή από τους επιχειρηματίες διαφόρων κρατών μελών. Οι όροι που θα επιβληθούν σε αυτή την πρακτική πρέπει να είναι ουδέτεροι από τεχνικής απόψεως και να λαμβάνουν υπόψη τις εργασίες που έχουν ήδη αναληφθεί στον τομέα των ηλεκτρονικών υπογραφών. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να επιβάλλεται η υποχρέωση χορήγησης αδείας ή προηγούμενης κοινοποίησης (μόνον η διοίκηση θα μπορούσε να αναλάβει εκ των υστέρων έλεγχο ο οποίος ενδεχομένως να οδηγήσει, αν κριθεί αναγκαίο, σε απαγόρευση). Η αποθήκευση των τιμολογίων με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού μέσου πρέπει να υπόκειται σε παρεμφερείς όρους. Τέλος, παρέχονται λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με τις νέες αυτές μεθοδολογίες προκειμένου να καταστούν εξίσου ασφαλείς για τη διοίκηση όπως και οι παραδοσιακές μέθοδοι.

[3] Η έκθεση αυτή που καταρτίσθηκε από τους PriceWaterhouse&Coopers, διατίθεται στην ιστοσελίδα Internet της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://europa.eu.int/comm/taxation_customs/french/publications/reports_studies/taxation/final_report_pwc.pdf.

Όσον αφορά τις ενδείξεις που πρέπει να περιλαμβάνονται στα τιμολόγια, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινοτική νομοθεσία πρέπει να προβλέπει εναρμονισμένο υποχρεωτικό κατάλογο (ημερομηνία έκδοσης, αύξων αριθμός, αριθμός του ενδοκοινοτικού φόρου προστιθέμενης αξίας του επιχειρηματία, ταυτότητα του πελάτη, ημερομηνία παράδοσης ή παροχής υπηρεσιών, περιγραφή των αγαθών η των υπηρεσιων, συντελεστής και φορολογητέο ποσό). Επίσης, προτείνεται αρκετά ελαστική προσέγγιση όσον αφορά το νόμισμα και τη γλώσσα που θα πρέπει να χρησιμοποιείται.

Σε συνέχεια της ενδελεχούς εξέτασης αυτών των συστάσεων και εφόσον αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης τόσο με τους επιχειρηματίες όσο και με τις εθνικές αρχές, η Επιτροπή αποφάσισε να προτείνει την τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 22 της έκτης οδηγίας ΦΠΑ [4], που πραγματεύεται την υποχρέωση τιμολόγησης, με στόχο, αφενός, την εναρμόνιση των υποχρεωτικών ενδείξεων στα τιμολόγια και, αφετέρου, τη δημιουργία ενός κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου για την ηλεκτρονική τιμολόγηση και την αυτοτιμολόγηση. Στους δυο αυτούς τομείς, η Επιτροπή επεχείρησε να εξισορροπήσει την ανάγκη απλοποίησης των υποχρεώσεων των επιχειρηματιών με τις νόμιμες ανάγκες των διοικήσεων όσον αφορά τον φορολογικό έλεγχο.

[4] ΕΕ L 145, 13.6.1977, σ. 1. Οδηγία η οποία τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/17/ΕΚ (ΕΕ L 84, 5.4.2000, σ. 24).

2. Αναγκη απλοποιησησ, εκσυγχρονισμου και εναρμονισησ των διαταξεων τησ εκτησ οδηγιασ που αφορουν την υποχρεωση τιμολογησησ

Οι ισχύουσες διατάξεις της έκτης οδηγίας που αφορούν την υποχρέωση έκδοσης τιμολογίων, οι οποίες περιέχονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 22, δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο επαρκούς επεξεργασίας και αφήνουν στα κράτη μέλη μεγάλο περιθώριο εκτίμησης. Ωστόσο, η παράγραφος αυτή καταρτίσθηκε σε μια εποχή κατά την οποία το τιμολόγιο εκδιδόταν μόνο σε χαρτί και, ως εκ τούτου, η έννοια της ηλεκτρονικής τιμολόγησης ήταν εντελώς άγνωστη. Εξάλλου, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στην τιμολόγηση βασίζονται αποκλειστικά στην έννοια του τιμολογίου σε χαρτί και δεν θα είναι δυνατόν να μεταφερθούν ευχερώς σε ένα ηλεκτρονικό τιμολόγιο. Αυτή είναι η περίπτωση, επί παραδείγματι, της υποχρέωσης διατήρησης αντιγράφου των εγγράφων η οποία είναι δύσκολο να ερμηνευθεί όταν πρόκειται για τιμολόγιο το οποίο υποβάλλεται σε άλλη μορφή.

2.1. Υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου:

Αναφέρεται, καταρχήν, ότι κάθε υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται να εκδίδει ο ίδιος το τιμολόγιο. Συγχρόνως, προβλέπεται στο σημείο γ) της ίδιας παραγράφου ότι «τα κράτη μέλη καθορίζουν τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ένα έγγραφο δύναται να θεωρηθεί ότι επέχει θέση τιμολογίου», παρέχοντας τη δυνατότητα να θεωρείται το τιμολόγιο το οποίο εκδίδεται από τρίτο ή από τον ίδιο τον υποκείμενο στο φόρο έγκυρο τιμολόγιο [5].

[5] Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε εξάλλου από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1997 (Finanzamt Osnabrόck-Land contre Bernhard Langhorst).

Αν και δεν αναφέρονται ρητά στην κοινοτική νομοθεσία, οι μέθοδοι αυτοί εφαρμόζονται συχνά από καιρό.

Η υπεργολαβία των εργασιών τιμολόγησης αναγνωρίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη, αν και δεν προβλέπεται ρητά στην κοινοτική νομοθεσία. Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί περαιτέρω αυτό το σημείο στην παρούσα πρόταση οδηγίας.

Η αυτοτιμολόγηση συνιστά επίσης τεχνική η οποία χρησιμοποιείται τακτικά σε διάφορους τομείς. Παραδείγματος χάρη, στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, η τεχνική αυτή επιτρέπει στην πελάτη - ο οποίος παραλαμβάνει εξαρτήματα σε πολύ μεγάλη ποσότητα - να εκδώσει ο ίδιος το τιμολόγιο αφού ελέγξει την ποιότητα αυτών των εξαρτημάτων. Το σύστημα αυτό παρουσιάζει για τους συγκεκριμένους τομείς σημαντικό οικονομικό ενδιαφέρον και θα ήταν επιζήμιο να απαγορευθεί η χρήση του σε κοινοτικό επίπεδο, ακόμη περισσότερο δεδομένου ότι δε φαίνεται να προκαλεί ουσιαστικό πρόβλημα από την άποψη του κινδύνου φορολογικής απάτης. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι σκόπιμο να θεσπισθούν κοινές διατάξεις για την προσφυγή, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πρακτική της αυτοτιμολόγησης.

Όσον αφορά, τέλος, την περίπτωση κατά την οποία είναι υποχρεωτική η έκδοση τιμολογίου, η έκτη οδηγία προβλέπει ότι κάθε υποκείμενος στο φόρο οφείλει να εκδίδει τιμολόγιο για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιεί προς άλλον υποκείμενο στο φόρο ή προς μη υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο (καθώς και για τις σχετικές προκαταβολές). Μόνο καποιες περιπτωσεις πωλήσεων εξ αποστάσεως (οι οποίες ρυθμιζονται απο το αρθρο 28βΒ)(1)) ή παραδόσεων καινούριων μεταφορικών μέσων (αρθρο 28γΑ) απαιτείται τιμολόγιο για κάθε παράδοση που πραγματοποιείται προς έναν μη υποκείμενο στο φόρο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν, βάσει άλλων νομοθεσιών, άλλες περιπτώσεις για τις οποίες είναι υποχρεωτική η έκδοση τιμολογίου.

Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν γνωρίζει να υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες που να απορρέουν από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, δεν θεωρεί σκόπιμο να τις τροποποιήσει, στο παρόν στάδιο. Εξάλλου, αν κατά την άποψή της οι ενδείξεις πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εναρμόνισης, ο νέος αυτός υποχρεωτικός κατάλογος θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις υποχρεωτικής τιμολόγησης δυνάμει της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, και όχι στις άλλες περιπτώσεις που ενδεχομένως να προέβλεπαν ορισμένες εθνικές νομοθεσίες.

2.2. Το περιεχόμενο των τιμολογίων:

Όσον αφορά τις υποχρεωτικές ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται σε ένα τιμολόγιο, στην παράγραφο 3 του άρθρου 22 καθορίζεται μη περιοριστικός κατάλογος των ενδείξεων. Τα κράτη μέλη δύνανται ενδεχομένως να διευρύνουν αυτόν τον κατάλογο με τη συμπερίληψη άλλων στοιχείων που θα έκριναν χρήσιμα υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988 - συνεκδικασθείσες υποθέσεις 123 και 330/87).

Σύμφωνα με αυτή την παράγραφο, κάθε τιμολόγιο πρέπει να αναφέρει:

- την τιμή άνευ φόρου και τον αντίστοιχο φόρο,

- ενδεχομένως, τη φορολογική απαλλαγή,

- τον αριθμό του ενδοκοινοτικού φόρου προστιθέμενης αξίας του υποκείμενου στο φόρο και του μισθωτή στο πλαίσιο των εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 28β, τίτλοι Γ, Δ, Ε και ΣΤ [6],

[6] Παροχή υπηρεσιών ενδοκοινοτικών μεταφορών αγαθών, παροχή παρεπόμενων προς τις υπηρεσίες ενδοκοινοτικών μεταφορών υπηρεσιών, υπηρεσίες που παρέχονται από ενδιάμεσους και παροχή υπηρεσιών σε περίπτωση εμπειρογνωμοσύνης ή εργασιών που πραγματοποιούνται επί ενσώματων κινητών αγαθών.

- τον αριθμό του ενδοκοινοτικού φόρου προστιθέμενης αξίας του υποκείμενου στο φόρο και του αγοραστή στο πλαίσιο των εργασιών που προβλέπονται στο άρθρο 28γ, τίτλος Α, στοιχείο α) [7],

[7] Ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών.

- τα δεδομένα που απαριθμούνται στο άρθρο 28α, παράγραφος 2 όσον αφορά τις παραδόσεις καινούριων μεταφορικών μέσων [8],

[8] Δεδομένα που επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν πρόκειται για καινούριο «μεταφορικό μέσο» κατά την έννοια της έκτης οδηγίας το οποίο κατά συνέπεια φορολογείται στον τόπο αγοράς. Τα δεδομένα αυτά αφορούν, ειδικότερα, την ηλικία του οχήματος και τον αριθμό των χιλιομέτρων που διήνυσε.

- σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων για τις τριγωνικές συναλλαγές [9], τον αριθμό εγγραφής στο φόρο προστιθέμενης αξίας του υποκείμενου στο φόρο, ο οποίος πραγματοποίησε την ενδοκοινοτική αγορά και τη μετέπειτα παράδοση των αγαθών καθώς και τη ρητή αναφορά στο άρθρο 28γ, τίτλος Ε, παράγραφος 3.

[9] Πρόκειται για τριγωνική συναλλαγή όταν μια επιχείρηση Α που έχει την έδρα της σε κράτος μέλος A πωλεί αγαθά σε επιχείρηση Β που έχει την έδρα της σε κράτος μέλος Β η οποία στη συνέχεια τα πωλεί σε επιχείρηση Γ η οποία έχει την έδρα της σε κράτος μέλος Γ και όταν το αγαθό αυτό μεταφέρεται απευθείας από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Γ. Σε αυτή την περίπτωση και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η επιχείρηση Β απαλλάσσεται της υποχρέωσης εγγραφής στο φόρο προστιθέμενης αξίας στο κράτος μέλος Γ, και, ως εκ τούτου, η επιχείρηση Γ ορίζεται ως υπόχρεος του φόρου.

Δίχως να αμφισβητείται η χρησιμότητα των υποχρεωτικών αυτών ενδείξεων, δεν κρίνεται ικανοποιητική η ύπαρξη ενός τέτοιου στοιχειώδους καταλόγου, εξ ορισμού ελλιπή, ο οποίος όπως ορθώς τονίζεται στην έκθεση που υπεβλήθη στην Επιτροπή από τον σύμβουλο, συνεπάγεται τεράστιες διαφορές μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά τις υποχρεωτικές ενδείξεις και, ως εκ τούτου, προκαλεί δυσκολίες στους επιχειρηματίες που ασκούν δραστηριότητες σε πολλά κράτη της Κοινότητας.

2.3. Η ηλεκτρονική τιμολόγηση:

Ακόμη και η έννοια της ηλεκτρονικής τιμολόγησης απουσιάζει εντελώς από την έκτη οδηγία ΦΠΑ.

Το σημείο γ) του άρθρου 22, παράγραφος 3 επιτρέπει, ωστόσο, την αποδοχή από τα κράτη μέλη του είδους αυτού του τιμολογίου. Εντούτοις, είναι σαφές ότι η πρόβλεψη αυτή δεν είναι επαρκής δεδομένου ότι περιορίζεται στην παροχή δυνατότητας για τα κράτη μέλη.

Από τα ανωτέρω συνάγεται όχι μόνο η ύπαρξη πλήρους ελευθερίας ως προς τη θέσπιση νομοθετικού πλαισίου και συνεπώς τη δυνατότητα άσκησης ή την απαγόρευση αυτής της πρακτικής αλλά επίσης η τεράστια ποικιλία όρων υπό τους οποίους είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί. Ελλείψει ελάχιστων προϋποθέσεων που επιβάλλονται σε επίπεδο Κοινότητας, ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο για ορισμένα κράτη μέλη να αποδεχθούν την ανάπτυξη των νέων αυτών τεχνολογιών τιμολόγησης σε διασυνοριακό επίπεδο, ακόμη περισσότερο που το τιμολόγιο βρίσκεται στο κέντρο του συστήματος ελέγχου του φόρου προστιθέμενης αξίας.

Η έλλειψη εναρμόνισης των όρων που επιβάλλονται στην ηλεκτρονική τιμολόγηση συνιστά σημαντικό εμπόδιο στη χρησιμοποίησή της σε ευρεία κλίμακα, στο μέτρο που ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις ενδεχομένως να επιθυμούν να αναθέσουν όλες τις εργασίες τιμολόγησης σε μια μόνο από τις θυγατρικές εταιρείες τους (ή σε τρίτο πρόσωπο) που ενεργεί για λογαριασμό πολλών υποκαταστημάτων σε διάφορα κράτη της Κοινότητας και, συνεπώς, υπόκεινται σε διαφορετικές νομοθεσίες.

Πράγματι, ο αυξανόμενος βαθμός ειδίκευσης των δραστηριοτήτων διαφόρων κλάδων επιχειρήσεων στην Ευρώπη οδήγησε, προσφάτως, μεγάλους ομίλους στην απόφαση να αναθέτουν σε ένα μόνο από τα υποκαταστήματά τους την ευθύνη της κατάρτισης τιμολογίων για λογαριασμό του συνόλου των επιχειρήσεων του ομίλου ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης των διαφόρων υποκαταστημάτων. Η ύπαρξη δεκαπέντε διαφορετικών νομοθεσιών στον τομέα της τιμολόγησης παρεμποδίζει σημαντικά τη διάδοση αυτής της πρακτικής η οποία, αν συνεχισθεί θα συμβάλει στη μείωση του κόστους διαχείρισης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, και συνεπώς στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι των επιχειρήσεων τρίτων χωρών.

Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις κατέστησαν εξάλλου επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας σχετικού κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου. Πέραν της ανάπτυξης της τεχνολογίας EDI [10], η οποία επιτρέπει την ηλεκτρονική τιμολόγηση με ασφαλή τρόπο και είναι σήμερα αποδεκτή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αν και εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, παρακολουθούμε σήμερα την ανάπτυξη μιας περισσότερο ευέλικτης τεχνολογίας, προσιτής τόσο στις μικρές όσο και στις μεσαίες επιχειρήσεις, η οποία βασίζεται στη χρησιμοποίηση του Διαδικτύου. Αναπόφευκτα, προκύπτουν ερωτήματα όσον αφορά την τεχνική ασφάλεια στο μέτρο που η διαβίβαση δεδομένων μέσω μη προστατευμένου δικτύου όπως το Διαδίκτυο εμπεριέχει κινδύνους από την άποψη της γνησιότητας της προέλευσης των τιμολογίων ή της ακεραιότητας του περιεχομένου τους. Εξάλλου, προκύπτει μεταβολή κλίμακας, δεδομένου ότι η ηλεκτρονική τιμολόγηση - η οποία αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εξαίρεση - πρόκειται να καταστεί κανόνας ακόμη περισσότερο που η χρησιμοποίησή της συμβάλλει ουσιαστικά στη μείωση του κόστους. Στη μελέτη η οποία υπεβλήθη στην Επιτροπή υπογραμμίζεται ότι το κόστος ενός ηλεκτρονικού τιμολογίου κυμαίνεται από 0,28 έως 0,47 ευρώ έναντι του κόστους του παραδοσιακού τιμολογίου: από 1,13 έως 1,65 ευρώ.

[10] Ηλεκτρονική Μεταβίβαση Δεδομένων.

Τέλος, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η ραγδαία αυτή αλλαγή των εμπορικών πρακτικών δεν συνιστά σε καμία περίπτωση απειλή για τις φορολογικές αρχές αλλά, αντίθετα, σε περίπτωση που τεθεί υπό έλεγχο, αναμένεται να συμβάλει στην προώθηση αποτελεσματικότερου φορολογικού ελέγχου. Χάρις στο νέο λογισμικό φορολογικού ελέγχου που διατίθεται σήμερα στην αγορά, καθίσταται ευκολότερη και ταχύτερη η επαλήθευση των ηλεκτρονικών τιμολογίων σε σχέση με τους ογκώδεις φακέλους των τιμολογίων σε χαρτί.

2.4. Αποθήκευση τιμολογίων:

Όσον αφορά την αποθήκευση των τιμολογίων, η έκτη οδηγία προβλέπει σήμερα την υποχρέωση τήρησης εις διπλούν όλων των εκδιδόμενων εγγράφων. Η υποχρέωση αυτή δεν έχει πλέον νόημα στο πλαίσιο του συστήματος ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Συνεπώς, είναι αναγκαία η μετατροπή αυτής της υποχρέωσης σε ευρύτερη υποχρέωση αποθήκευσης πληροφοριακών στοιχείων, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου μέσου.

3. Οι προτεινομενεσ τροποποιησεισ

3.1. Άρθρο πρώτο σημείο 1:

3.1.1. Υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου (άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο a)):

Θα πρέπει, καταρχήν, να σημειωθεί ότι δεν έχουν επέλθει μεταβολές όσον αφορά τον καθορισμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες είναι υποχρεωτική η τιμολόγηση σε κοινοτικό επίπεδο. Για τις ανάγκες μόνο του φόρου προστιθέμενης αξίας, οι περιπτώσεις που προβλέπονται από την έκτη οδηγία είναι επαρκείς. Ωστόσο, δεν αποκλείεται άλλες νομοθεσίες να απαιτήσουν την υποχρέωση κατάρτισης τιμολογίου ή εγγράφου που επέχει θέση τιμολογίου σε άλλες περιπτώσεις. Οι κοινοτικοί όροι που επιβάλλονται στην τιμολόγηση και, ιδίως, ο υποχρεωτικός κατάλογος ενδείξεων, θα ήταν δυνατόν να εφαρμοσθεί μόνο στις περιπτώσεις που η ίδια η κοινοτική νομοθεσία επιβάλλει υποχρέωση τιμολόγησης για τους σκοπούς το φόρου προστιθέμενης αξίας. Στις λοιπές περιπτώσεις (επί παραδείγματι στην περίπτωση τιμολογίων που εκδίδονται σε ιδιώτες εκτός των πωλήσεων εξ αποστάσεως ή των καινούριων μεταφορικών μέσων), τα ίδια τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίσουν αυτούς τους όρους. Πράγματι σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν θα είναι πιθανώς αναγκαίο να επιβληθούν όλες οι ενδείξεις που αναγράφονται στην παρούσα νομοθεσία δεδομένου ότι δεν είναι όλες αναγκαίες και θα αποτελούσαν περιττό εμπόδιο για τους επιχειρηματίες.

Αντίθετα, προβλέπεται εφεξής ρητά ότι η υποχρέωση τιμολόγησης πρέπει να είναι δυνατόν να ανατίθεται σε τρίτο πρόσωπο (υπεργολαβία) ή σε πελάτη (αυτοτιμολόγηση). Συνεπώς, η Επιτροπή προτείνει ο υποκείμενος στο φόρο που πραγματοποιεί τη συναλλαγή να είναι εφεξής υπεύθυνος για την έκδοση των τιμολογίων αλλά όχι υποχρεωμένος - με τη στενή έννοια - να το εκδίδει ο ίδιος. Είναι σκόπιμο, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως του ποιος είναι αυτός που καταρτίζει το τιμολόγιο, ο μόνος υπεύθυνος για την έκδοσή του πρέπει να είναι ο υποκείμενος στον φόρο που πραγματοποιεί τη συναλλαγή. Εξάλλου, είναι απαραίτητο εν πρώτοις να υπάρχει ρητή συμφωνία την οποία είναι δυνατόν να επικαλούνται τα δυο μέρη αν ζητηθεί από τη φορολογική διοίκηση, όπως επίσης μια μεθοδολογία για σιωπηρή ή ρητή αποδοχή κάθε τιμολογίου από τον φορολογούμενο που πραγματοποιεί την παράδοση.

Όσον αφορά την αυτοτιμολόγηση, είναι δυνατόν να επιβληθούν ενδεχομένως και άλλοι όροι από τα κράτη μέλη. Η τεχνική αυτή τιμολόγησης, αν και έχει σαφές εμπορικό συμφέρον, ενέχει συγχρόνως ορισμένους κινδύνους δεδομένου ότι προβλέπει την έκδοση τιμολογίων από τον κάτοχο του δικαιώματος προς έκπτωση, γεγονός που διαταράσσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ πελάτη και προμηθευτή, που βρίσκεται στη βάση του συστήματος ελέγχου του φόρου προστιθέμενης αξίας. Ο κίνδυνος υπερτιμολόγησης από τον πελάτη με στόχο την αφαίρεση φόρου που δεν είχε ποτέ καταβληθεί δεν θα πρέπει να υπερεκτιμηθεί. Εξάλλου ο κίνδυνος αυτός εξακολουθεί να είναι υψηλός στο πλαίσιο της ενδοκοινοτικής παράδοσης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή, ο πελάτης είναι συγχρόνως υπόχρεος του φόρου προστιθέμενης αξίας.

Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ότι οι όροι αυτοί δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των πελατών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Δεν θα πρέπει, συνεπώς, να είναι δυνατή η επιβολή περισσότερο περιοριστικών όρων στην διασυνοριακή αυτοτιμολόγηση απ' ότι στην αυτοτιμολόγηση στο εσωτερικό ενός κράτους μέλους.

Εντούτοις, στην περίπτωση που ο τρίτος ή ο πελάτης που εκδίδει το τιμολόγιο για λογαριασμό του υποκείμενου στο φόρο είναι εγκατεστημένος σε τρίτο κράτος με το οποίο δεν υφίσταται νομικό πλαίσιο που να επιτρέπει την αμοιβαία συνδρομή, είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί η πρόβλεψη αυστηρότερων όρων (εξαιτίας των συμπληρωματικών δυσκολιών λήψης πληροφοριών από τον πελάτη ή τον τρίτο). Πρόκειται βεβαίως για απλή δυνατότητα των κρατών μελών.

Όσον αφορά τέλος τα έγγραφα που επέχουν θέση τιμολογίου, η παρούσα πρόταση παρέχει σαφή βάση της περιοδικής τιμολόγησης και της αποστολής πιστωτικών και χρεωστικών σημειωμάτων.

Είναι σκόπιμο να επιτραπεί ρητά η πρακτική της περιοδικής τιμολόγησης, η οποία μπορεί να αποδειχθεί συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως, στην περίπτωση παραδείγματος χάρη τακτικής παράδοσης μεγάλου αριθμού εξαρτημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι το προβλεπόμενο χρονικό διάστημα δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

Όσον αφορά τα πιστωτικά και τα χρεωστικά σημειώματα, η Επιτροπή προτείνει την πλήρη εξομοίωσή τους, για τους σκοπούς του φόρου προστιθέμενης αξίας, με τα τιμολόγια που αφορούν. Συνεπώς, ισχύουν γι' αυτά όλες οι διατάξεις της παραγράφου 3 (υποχρεωτικές ενδείξεις, δυνατότητα ηλεκτρονικής διαβίβασης και υποχρέωση αποθήκευσης).

3.1.2. Το περιεχόμενο των τιμολογίων (άρθρο 22, παράγραφος 3, σημείο β)):

Όσον αφορά τις ενδείξεις που πρέπει να αναγράφονται στα τιμολόγια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εναρμόνιση αυτών των ενδείξεων έχει καταστεί σήμερα αναγκαία λόγω της εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης των οικονομιών και της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Ως αποτέλεσμα των δυο αυτών τάσεων, είναι όλο και περισσότερο σύνηθες για μια υπηρεσία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος να εκδίδει τιμολόγια για λογαριασμό διαφόρων υποκείμενων στο φόρο που είναι εγκατεστημένοι σε διάφορες χώρες ή, απλούστερα, για ένα υποκείμενο στο φόρο, εγκατεστημένο σε κράτος μέλος να έχει την υποχρέωση έκδοσης τιμολογίων σύμφωνα με τις νομοθεσίες διαφόρων κρατών μελών (δεδομένου ότι ασκεί φορολογητέες δραστηριότητες σε διάφορες χώρες).

Η εναρμόνιση αυτή περιορίζεται ωστόσο, στους αναγκαίους όρους όσον αφορά το φόρο προστιθέμενης αξίας και, ως εκ τούτου, οι φορολογικές διοικήσεις δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν άλλες ενδείξεις για τους σκοπούς του φόρου προστιθέμενης αξίας. Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι ο κατάλογος θα εφαρμόζεται στην περίπτωση που η έκδοση τιμολογίου είναι υποχρεωτική δυνάμει της νομοθεσίας για το φόρο προστιθέμενης αξίας. Εν πάση περιπτώσει, η τήρηση των ενδείξεων που επιβάλλονται από την παρούσα πρόταση θα πρέπει συνεπώς να αρκεί για να δικαιολογηθεί το δικαίωμα προς έκπτωση. Αντίθετα, η παρούσα πρόταση δεν θα ήταν δυνατό να συνεπάγεται την απαγόρευση άλλων υποχρεωτικών ενδείξεων για μη φορολογικούς σκοπούς, των οποίων η εναρμόνιση δεν θα συνιστούσε αντικείμενο πρωτοβουλίας της Επιτροπής στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας.

Ο κατάλογος που προτείνει η Επιτροπή περιλαμβάνει δώδεκα γενικές ενδείξεις. Ωστόσο, θα πρέπει να εξετασθεί υπό το φως άλλων ειδικών διατάξεων που περιέχονται στην έκτη οδηγία. Αυτή είναι η περίπτωση, παραδείγματος χάρη, του άρθρου 26αB, παράγραφος 9 που απαγορεύει κάθε ένδειξη του απαιτητού φόρου (δεδομένου ότι δεν εκπίπτει) για τα αγαθά που υπόκεινται στο φορολογικό καθεστώς του περιθωρίου κέρδους. Είναι αυτονόητο ότι η διάταξη αυτή ισχύει ακόμη.

Ο κατάλογος αυτός των ενδείξεων είναι υποχρεωτικός για τους επιχειρηματίες σε όλα τα κράτη μέλη και καμία άλλη ένδειξη δεν είναι υποχρεωτική (για τους σκοπούς του φόρου προστιθέμενης αξίας). Φυσικά δεν αποκλείονται άλλες ενδείξεις που επιθυμούν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, ιδίως στην περίπτωση που ο πελάτης θα χρειαζόταν συμπληρωματικές πληροφορίες.

Ο κατάλογος δεν περιλαμβάνει βεβαίως το σύνολο των ενδείξεων που απαιτούνται σήμερα από έκαστο των δεκαπέντε κρατών μελών. Αντίθετα, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας εξισορρόπησης των αναγκών των φορολογικών αρχών στον τομέα του ελέγχου με τις ανάγκες των επιχειρηματιών που οφείλουν να εφαρμόσουν ορθά τη νομοθεσία σχετικά με το φόρο προστιθέμενης αξίας. Ένας πολύ σύντομος κατάλογος θα προκαλούσε προβλήματα για τις φορολογικές αρχές και αβεβαιότητα για τους υποκείμενους στο φόρο ενώ ένας εξαιρετικά μακρύς κατάλογος θα συνιστούσε εμπόδιο για τους επιχειρηματίες.

Η Επιτροπή εκτιμά ότι θα πρέπει να είναι επίσης, δυνατό για τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον υποχρεωτικό αυτό κατάλογο στην περίπτωση τιμολογίων για ασήμαντα ποσά ή σε άλλες περιπτώσεις που θα καθορίσουν τα ίδια υπό την προϋπόθεση της διαγραφής και όχι της προσθήκης ορισμένων ενδείξεων.

Είναι, επίσης, σκόπιμο να υπενθυμισθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν πάντα τη δυνατότητα, δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 9, στοιχείο α) και στο άρθρο 25, παράγραφος 4, να προβλέψουν ορισμένα μέτρα απλοποίησης. Οι διατάξεις αυτές παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα κατάργησης ορισμένων υποχρεωτικών ενδείξεων όταν ο υποκείμενος στο φόρο εκτελεί συναλλαγές που απαλλάσσονται του φόρου δυνάμει των άρθρων 13 και 15, όταν απολαύει καθεστώτος τελωνειακής ατέλειας που χορηγείται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όταν είναι κατ' αποκοπή φορολογούμενος γεωργός ή όταν δεν εκτελεί καμία ενδοκοινοτική συναλλαγή.

Προβλέπεται επίσης ρητά ότι κατά την ταυτόχρονη αποστολή τιμολογίων κατά παρτίδες στον ίδιο αποδέκτη, οι υποχρεωτικές αυτές ενδείξεις αναφέρονται μόνο μια φορά εφόσον είναι κοινές σε όλα τα τιμολόγια. Η πρακτική αυτή συνηθίζεται αρκετά στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής τιμολόγησης δεδομένου ότι καθιστά δυνατή την απλοποίηση της διαδικασίας τιμολόγησης, αναφέροντας μια μόνο φορά κοινά στοιχεία (όπως το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό εγγραφής στο φόρο προστιθέμενης αξίας).

Επίσης, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να επιβάλλουν όρους όσον αφορά την υπογραφή των τιμολογίων, με εξαίρεση αυτούς που αναφέρονται στο στοιχείο γ) και των οποίων η μοναδική σκοπιμότητα είναι η εγγύηση της τεχνικής ασφάλειας της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Τα τιμολόγια δεν είναι απαραίτητο να υπογραφούν για να καταστούν νομικά μέσα. Εξάλλου θα ήταν δύσκολο για τους επιχειρηματίες να υποβάλλονται σε μια τέτοια υποχρέωση σε ορισμένα κράτη μέλη δεδομένου ότι αυτό όχι μόνο θα επηρέαζε την παρουσίαση των τιμολογίων σε χαρτί αλλά θα συνεπάγετο επίσης την επιβάρυνση των τεχνικών όρων της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και, ως εκ τούτου, την υπονόμευση της παρούσας προσπάθειας εναρμόνισής τους.

Όσον αφορά το νόμισμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, επιλέχθηκε μια πολύ ευέλικτη προσέγγιση. Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι μπορούν να προκληθούν προβλήματα από τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε νομίσματος, εθνικού [11] ή κοινοτικού, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι το ποσό του φόρου θα πρέπει να μετατρέπεται στο εθνικό νόμισμα εφαρμόζοντας τις μεθόδους μετατροπής που προβλέπονται στο άρθρο 11Γ, παράγραφος 2.

[11] Το ευρώ θεωρείται φυσικά το εθνικό νόμισμα των χωρών της ζώνης ευρώ, ακριβώς όπως το εθνικό νόμισμα που εξακολουθεί να συνυπάρχει με το ευρώ κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Σχετικά με τη γλώσσα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, η αρχή της επικουρικότητας συνεπάγεται, αντίθετα, ότι εναπόκειται στα ίδια τα κράτη μέλη να καθορίζουν ενδεχομένως τη γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί κατά την τιμολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα ισχύει μόνο για τιμολόγια τα οποία θα εκδίδουν οι επιχειρηματίες και όχι γι' αυτά που λαμβάνουν.

Τέλος, η Επιτροπή εκτιμά ότι η παρούσα εναρμόνιση του περιεχομένου των τιμολογίων στο πλαίσιο της Κοινότητας θα διευκολύνει την προώθηση, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, τυποποιημένων και ηλεκτρονικών μορφών για την τιμολόγηση καθώς και τη διαλειτουργικότητά τους.

3.1.3. Ηλεκτρονική τιμολόγηση (άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο γ)):

Το μελλοντικό νομικό πλαίσιο για την τιμολόγηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Για το σκοπό αυτό, στο άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο γ) ορίζεται η γενική αρχή σύμφωνα με την οποία τα τιμολόγια είναι δυνατόν να εκδίδονται με οποιοδήποτε μέσο, υλικό ή ηλεκτρονικό υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως του πελάτη προ της πραγματοποιήσεως της συναλλαγής, προκειμένου να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο ο ουδέτερος χαρακτήρας τους.

Η αποδοχή αυτής της αρχής, βάσει της οποίας δεν καθορίζεται κατάλογος αποδεκτών τεχνολογιών ή μεθόδων, αποτελεί το μοναδικό τρόπο οικοδόμησης ουδέτερου από τεχνολογικής άποψης και συνεπώς διαχρονικού νομικού πλαισίου. Σήμερα, η πλέον διαδεδομένη τεχνολογία είναι αναμφισβήτητα η τεχνολογία EDI [12]. Ωστόσο, διατίθενται και άλλες τεχνολογίες βασισμένες στο Διαδίκτυο, οι οποίες είναι αποδεκτές από ορισμένες φορολογικές διοικήσεις.

[12] Ηλεκτρονική Ανταλλαγή Δεδομένων.

Μετά τη θέσπιση της γενικής αυτής αρχής, στο στοιχείο γ) καθορίζεται το νομικό πλαίσιο για την αποδοχή των τιμολογίων που διαβιβάζονται διά της ηλεκτρονικής οδού.

Οι νέες διατάξεις αποκλείουν οποιοδήποτε σύστημα προηγούμενης έγκρισης, δεδομένου ότι θα εμπόδιζε ουσιαστικά την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Θα ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό μόνο ένα απλό σύστημα προηγούμενης έγκρισης - το οποίο θα μπορούσαν να επιλέξουν όλα τα κράτη μέλη - υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι δεσμευτικό. Σε καμία περίπτωση οι φορολογικές διοικήσεις δεν θα είχαν το δικαίωμα καταρχήν απόρριψης ή επιβολής ανασταλτικής προθεσμίας στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Η Επιτροπή τάσσεται σαφώς κατά ενός τέτοιου συστήματος προηγούμενης έγκρισης δεδομένου ότι δεν το θεωρεί μακροπρόθεσμα αναγκαίο. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η ηλεκτρονική τιμολόγηση είναι σχετικά πρόσφατη πρακτική σε ορισμένα κράτη μέλη και ότι συνεπώς το σύστημα προηγούμενης έγκρισης ενδεχομένως να ήταν αναγκαίο κατά το πρώτο στάδιο της εφαρμογής της. Επιπροσθέτως, η εμπειρία έχει δείξει ότι τα κράτη μέλη τα οποία έχουν προχωρήσει στην εφαρμογή της ηλεκτρονικής τιμολόγησης ξεκίνησαν, ως επί το πλείστον, με την εφαρμογή συστήματος προηγούμενης έγκρισης, που στη συνέχεια μετέτρεψαν σε σύστημα απλής προηγούμενης γνωστοποίησης, το οποίο πολλά από αυτά σχεδιάζουν να καταργήσουν. Σε τελική ανάλυση, ένα τέτοιο σύστημα προηγούμενης έγκρισης ενδεχομένως να αποδειχθεί άχρηστο. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προτείνει να μην υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του μετά την 31η Δεκεμβρίου 2005.

Πέραν αυτών των καθαρά διαδικαστικών θεμάτων, η βάση του προτεινόμενου νομικού πλαισίου συνίσταται σε ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εγγύηση της τεχνικής ασφάλειας της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και την προστασία των συμφερόντων τόσο των φορολογικών διοικήσεων όσο και των επιχειρηματιών που έχουν επίγνωση της ανάγκης ασφαλών ηλεκτρονικών τιμολογίων.

Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:

- η εγγύηση της γνησιότητας της προέλευσης του τιμολογίου κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ο αποδέκτης ότι το τιμολόγιο προέρχεται όντως από το άτομο που το εξέδωσε,

- η εγγύηση της ακεραιότητας του περιεχομένου του τιμολογίου (το σύνολο των ενδείξεων περιλαμβανομένου του αριθμού του τιμολογίου).

Για την ικανοποίηση των δυο αυτών προϋποθέσεων, κάθε ηλεκτρονικό τιμολόγιο πρέπει να αποτελεί αντικείμενο προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2) της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές [13]. Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, η προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις: συνδέεται μονοσήμαντα με τον υπογράφοντα, είναι ικανή να ταυτοποιήσει τον υπογράφοντα, δημιουργείται με μέσα τα οποία ο υπογράφων μπορεί να διατηρήσει υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο και συνδέεται με τα δεδομένα στα οποία αναφέρεται κατά τρόπο ώστε να μπορεί να εντοπισθεί οποιαδήποτε επακόλουθη αλλοίωση των εν λόγω δεδομένων.

[13] ΕΕ L 13, 19.1.2000, σ. 12.

Στην περίπτωση διαβίβασης τιμολογίων με ηλεκτρονικά μέσα από χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομικό πλαίσιο αμοιβαίας συνδρομής, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν πρόσθετους όρους για την αποδοχή αυτών των τιμολογίων για τους σκοπούς του ΦΠΑ.

Τέλος, την ευθύνη της εξασφάλισης ότι όλοι οι υποκείμενοι στο φόρο που διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους συμμορφούνται προς αυτούς τους όρους έχουν οι διάφορες φορολογικές αρχές, οι οποίες για το σκοπό αυτό πρέπει να χρησιμοποιούν όλα τα κατάλληλα μέσα ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων των σχετικών με την αμοιβαία συνδρομή, στην περίπτωση που η έκδοση των τιμολογίων ανατεθεί με υπεργολαβία σε τρίτο μέρος που δεν είναι εγκατεστημένο στη χώρα τους.

Στόχος του καταλόγου αυτού των υποχρεώσεων δεν είναι μόνο η εξασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου τεχνικής ασφάλειας για τις φορολογικές αρχές αλλά, επίσης, η παροχή σαφούς μηνύματος στους επιχειρηματίες που επιθυμούν να θεσπίσουν κριτήρια για την επιλογή του λογισμικού της τιμολόγησης. Με αυτόν τον τρόπο, θα καταστεί δυνατή η κατάρτιση συμβατών προγραμμάτων λογισμικού και η μείωση του σχετικού κόστους. Επίσης, θα διευκολυνθεί το έργο της τυποποίησης που διεξάγεται επί του παρόντος σε αυτόν τον τομέα τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Οι επιχειρηματίες που το επιθυμούν θα έχουν φυσικά ακόμη το δικαίωμα να επιβάλλουν αυστηρότερους όρους. Επί παραδείγματι, θα έχουν τη δυνατότητα να συνοδεύουν την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή από αναγνωρισμένο πιστοποιητικό καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την ηλεκτρονική υπογραφή νομικά ισοδύναμη προς την ιδιόχειρη υπογραφή. Το πιστοποιητικό αυτό μπορεί επίσης να περιλαμβάνει λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον αριθμό εγγραφής στο ΦΠΑ του υποκείμενου στο φόρο. Ωστόσο, η Επιτροπή εκτιμά ότι η πρακτική αυτή δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική δεδομένου ότι θα συνιστά πρόσθετο και δαπανηρό περιορισμό για την ηλεκτρονική τιμολόγηση, που δεν είναι σε καμία περίπτωση απαραίτητο εφόσον δεν είναι υποχρεωτική η υπογραφή των τιμολογίων σε χαρτί.

Επίσης, θα καταστεί δυνατό για τους επιχειρηματίες να προωθήσουν περαιτέρω την κατοχύρωση της ασφάλειας του περιεχομένου του διαβιβασθέντος μυνήματος, με τη χρησιμοποίηση των τεχνικών κρυπτοθέτησης [14]. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση αυτών των τεχνικών θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτική εφόσον στόχος της κρυπτοθέτησης είναι βασικά η εξασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών, που δεν είναι όμως απαραίτητη στην περίπτωση της διαδικασίας τιμολόγησης.

[14] Η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Κατοχύρωση της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες - Προς ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις ψηφιακές υπογραφές και την κρυπτοθέτηση» (COM(97) 503 της 8ης Οκτωβρίου 1997) παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτές τις τεχνικές.

3.1.4. Αποθήκευση των τιμολογίων (άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο δ)):

Η έννοια της υποχρέωσης «τήρησης ενός αντιγράφου» αντικαθίσταται, καταρχήν, από τη γενικότερη υποχρέωση «αποθήκευσης των τιμολογίων που εκδίδονται και παραλαμβάνονται με στόχο την προσαρμογή αυτής της υποχρέωσης στην ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης.

Εντούτοις, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η φύλαξη των εγγράφων είναι υποχρεωτική μπορεί να καθορισθεί μόνο από τα ίδια τα κράτη μέλη εφόσον αυτό εξαρτάται από καθαρά εθνικές διαδικασίες στο πλαίσιο της νομοθεσίας για τον φορολογικό έλεγχο.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι εναπόκειται στους επιχειρηματίες να καθορίσουν τον τόπο φύλαξης των εν λόγω εγγράφων που ενδεχομένως να βρίσκεται εκτός της εθνικής επικράτειας, ιδίως στην περίπτωση έκδοσης των τιμολογίων από τρίτο μέρος εγκατεστημένο σε άλλη χώρα.

Ωστόσο, η ελευθερία αυτή περιορίζεται από τις ακόλουθες δυο προϋποθέσεις:

- οι επιχειρηματίες πρέπει να έχουν οποτεδήποτε άμεση πρόσβαση από τις εγκαταστάσεις τους σε όλες τις πληροφορίες που περιέχονται στο τιμολόγιο προκειμένου να είναι σε θέση να απαντούν στις αιτήσεις για παροχή πληροφοριών που θα τους απευθύνουν οι φορολογικές αρχές των χωρών τους. Η προϋπόθεση αυτή μπορεί μόνο να ικανοποιηθεί στην περίπτωση της ηλεκτρονικής αποθήκευσης, δεδομένου ότι ένα σύστημα αρχειοθέτησης εκτός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης θα καθιστούσε αδύνατη την άμεση πρόσβαση,

- θα πρέπει να εξασφαλίζεται η ακεραιότητα και το ευανάγνωστο αυτών των δεδομένων (του συνόλου των ενδείξεων, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού του τιμολογίου) κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου της αποθήκευσης.

Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία τα τιμολόγια αποστέλλονται σε ηλεκτρονική μορφή, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο αποτελεσματικός έλεγχος καθώς και η ακεραιότητα των δεδομένων, θα πρέπει να διεξαχθεί η αποθήκευση σε ηλεκτρονική μορφή και να αποθηκευθεί συγχρόνως η ηλεκτρονική υπογραφή που τα συνοδεύει.

Στην περίπτωση που το μέσο στο οποίο είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες, ήτοι, συγκεκριμένα, το ηλεκτρονικό μέσο (παραδείγματος χάρη, σκληρός δίσκος ή CD) βρίσκεται σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται νομικό πλαίσιο για την αμοιβαία συνδρομή όσον αφορά το φόρο προστιθέμενης αξίας αντίστοιχο με αυτό που υπάρχει στην Κοινότητα, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα, αν το κρίνουν αναγκαίο, να επιβάλουν συμπληρωματικούς όρους.

3.1.5. Ο ορισμός της ηλεκτρονικής διαβίβασης και αποθήκευσης τιμολογίων (άρθρο 22, παράγραφος 3, στοιχείο ε))

Στο στοιχείο ε) ορίζεται η έννοια της ηλεκτρονικής αποστολής και αποθήκευσης τιμολογίων «με ηλεκτρονικά μέσα» για τους σκοπούς της εφαρμογής των σημείων γ) και δ). Ο ορισμός που χρησιμοποιείται βασίζεται στον αντίστοιχο ορισμό που περιέχεται στην οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 1998 [15] για την τροποποίηση της οδηγίας 98/34/ΕΚ σχετικά με την καθιέρωση διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών.

[15] ΕΕ L 217, 5.8.1998, σ. 18.

3.2. Άρθρο πρώτο, σημείο 2:

Σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 8, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν και άλλες υποχρεώσεις, που κρίνουν αναγκαίες για την εξασφάλιση της είσπραξης του ακριβούς ποσού του φόρου και για την αποτροπή τυχόν καταστρατηγήσεων.

Συνεπώς, προτείνεται η τροποποίηση αυτής της παραγράφου προκειμένου να καταστεί σαφές ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων κατά τη διαδικασία τιμολόγησης δεδομένου ότι οι σχετικές υποχρεώσεις έχουν πλέον εναρμονισθεί.

4. Συμπερασμα

Οι διατάξεις της παρούσας πρότασης συνιστούν συνεκτική και ολοκληρωμένη προσέγγιση για την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό των όρων που εφαρμόζονται στην τιμολόγηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μέσω της θέσπισης ενός περισσότερο εναρμονισμένου νομικού πλαισίου.

Ωστόσο, η εναρμόνιση περιορίζεται στα θέματα της τιμολόγησης που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση. Στο μέτρο του δυνατού, η πρόταση δίνει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καθορίσουν τους όρους που δεν απαιτείται να καθορισθούν σε κοινοτικό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, τηρείται πλήρως η αρχή της επικουρικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η ελαστικότητα αυτή η οποία δίνεται στα κράτη μέλη περιορίζεται απο τις ελευθερίες, οι οποίες διακηρύσσονται στη Συνθήκη, και έτσι πρέπει να σέβεται την αρχή της αναλογικότητος όπως αυτή υιοθετείται από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Επίσης, η διαδικασία εναρμόνισης περιορίζει στους όρους που επιβάλλονται στην τιμολόγηση στο πλαίσιο της σχετικής νομοθεσίας του φόρου προστιθέμενης αξίας. Είναι προφανές ότι υφίστανται και άλλοι οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να απλοποιηθούν ή να τροποποιηθούν με την παρούσα πρόταση τροποποίησης της έκτης οδηγίας. Στόχος της πρότασης είναι να εξασφαλισθεί ότι οι επιβαλλόμενοι όροι είναι ικανοποιητικοί για τους σκοπούς του ΦΠΑ και επιτρέπουν τη χορήγηση του δικαιώματος προς έκπτωση. Ωστόσο, η πρόταση αυτή δεν επηρεάζει την ενδεχόμενη ανάγκη απλοποίησης, σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, των λοιπών υποχρεώσεεων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση.

Εντούτοις, δεδομένου ότι ο φόρος προστιθέμενης αξίας βρίσκεται στη βάση του κανονιστικού πλαισίου της τιμολόγησης, η παρούσα πρόταση πρέπει να συμβάλει στην ουσιαστική απλοποίηση των υποχρεώσεων των επιχειρηματιών και, ιδίως, αυτών που διεξάγουν διασυνοριακές συναλλαγές.

Εξάλλου, με την παρούσα πρόταση αναμένεται να προωθηθεί η ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και, συνεπώς, του ηλεκτρονικού εμπορίου, παρέχοντας συγχρόνως στις φορολογικές αρχές επαρκείς εγγυήσεις όσον αφορά την ασφάλεια.

Η παρούσα πρόταση εντάσσεται συνεπώς πλήρως στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της Επιτροπής σε θέματα φόρου προστιθέμενης αξίας [16] η οποία αποσκοπεί, βραχυπρόθεσμα, στην προώθηση της απλούστευσης και του εκσυγχρονισμού του κοινοτικού συστήματος φόρου προστιθέμενης αξίας.

[16] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο - Στρατηγική που αποβλέπει στη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος ΦΠΑ στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (COM(2000) 348 της 7ης Ιουνίου 2000).

Τέλος, η παρούσα πρόταση δεν επηρεάζει τους ιδίους πόρους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που προέρχονται από το φόρο προστιθέμενης αξίας.

2000/0289 (CNS)

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ με στόχο την απλοποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93,

την πρόταση της Επιτροπής [17],

[17] ΕΕ C

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [18],

[18] ΕΕ C

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [19],

[19] ΕΕ C

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) Οι υφιστάμενοι όροι που επιβάλλονται στην τιμολόγηση και οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 22, παράγραφος 3, όπως παρατίθεται στο άρθρο 28η της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους του κύκλου εργασιών - κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση [20], όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/17/ΕΚ [21], είναι σχετικά περιορισμένοι, επιτρέποντας στα κράτη μέλη να καθορίσουν τα ίδια τους βασικούς όρους. Επίσης, οι ισχύοντες όροι δεν είναι πλέον προσαρμοσμένοι στις νέες τεχνολογίες και μεθόδους τιμολόγησης.

[20] ΕΕ L 145, 13.6.1977, σ. 1.

[21] ΕΕ L 84, 5.4.2000, σ. 24.

(2) Στην έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη δεύτερη φάση της πρωτοβουλίας SLIM [22] (Απλοποίηση της Νομοθεσίας για την Εσωτερική Αγορά) συνιστάται η μελέτη των απαραίτητων στοιχείων για την κατάρτιση ενός τιμολογίου φόρου προστιθέμενης αξίας καθώς και των νομικών και τεχνικών απαιτήσεων όσον αφορά την ηλεκτρονική τιμολόγηση.

[22] COM(97) 618 τελικό της 24ης Νοεμβρίου 1997.

(3) Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Ecofin του Ιουνίου 1998 υπογραμμίζεται ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου απαιτεί τη δημιουργία νομικού πλαισίου για τη χρησιμοποίηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, προκειμένου να διατηρηθεί η δυνατότητα διενέργειας ελέγχου από τις φορολογικές αρχές.

(4) Για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, είναι συνεπώς αναγκαία η κατάρτιση, σε κοινοτικό επίπεδο, εναρμονισμένου καταλόγου των υποχρεωτικών ενδείξεων των τιμολογίων όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας και η θέσπιση κοινών ρυθμίσεων που θα διέπουν τη χρησιμοποίηση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης και της ηλεκτρονικής αποθήκευσης των τιμολογίων, καθώς και την αυτοτιμολόγηση και την υπεργολαβία των εργασιών τιμολόγησης. Η γνησιότητα της προέλευσης των εν λόγω ηλεκτρονικών τιμολογίων πρέπει να εξασφαλίζεται μέσω της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής, κατά την έννοια του σημείου 2) του άρθρου 2 της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1999 σχετικά με το κοινοτικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές [23].

[23] ΕΕ L 13, 19.1.2000, σ. 12.

(5) Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει πλέον να ζητούν από τους επιχειρηματίες να αποστέλλουν τα τιμολόγιά τους ή συνοπτικό έγγραφο αυτών σε χαρτί όταν οι εν λόγω επιχειρηματίες διαβιβάζουν τα σχετικά τιμολόγια με ηλεκτρονικά μέσα.

(6) Η αποθήκευση των τιμολογίων πρέπει να είναι σύμφωνη με τους όρους της οδηγίας 95/46/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των προσώπων όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη διακίνηση τέτοιων δεδομένων [24].

[24] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.

(7) Είναι συνεπώς αναγκαίο να τροποποιηθεί η οδηγία 77/388/ΕΟΚ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Στο άρθρο 28η της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ, το άρθρο 22 τροποποιείται ως εξής:

1) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. α) Κάθε υποκείμενος στο φόρο οφείλει να εξασφαλίζει την έκδοση τιμολογίου ή εγγράφου που επέχει θέση τιμολογίου, από τον ίδιο ή από τρίτο μέρος, εξ ονόματός του και για λογαριασμό του, για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιεί προς άλλον υποκείμενο στο φόρο ή προς μη υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο. Κάθε υποκείμενος στο φόρο οφείλει επίσης να εξασφαλίζει την έκδοση τιμολογίου ή εγγράφου που επέχει θέση τιμολογίου, εξ ονόματός του και για λογαριασμό του, για τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που προβλέπονται στο άρθρο 28β, τίτλος B, παράγραφος 1 και για τις παραδόσεις αγαθών που προβλέπονται στο άρθρο 28γ, τίτλος Α.

Επίσης, κάθε υποκείμενος στο φόρο οφείλει να εξασφαλίζει την έκδοση από τον ίδιο ή από τρίτο μέρος, εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, τιμολογίου για τις προκαταβολές που καταβάλλονται σε αυτόν προ της πραγματοποίησης των παραδόσεων αγαθών που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο καθώς και για τις προκαταβολές που καταβάλλονται σε αυτόν από άλλο υποκείμενο στο φόρο ή από μη υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο προ της περατώσεως της παροχής υπηρεσιών.

Κάθε πιστωτικό ή χρεωστικό σημείωμα εξομοιούται με τιμολόγιο και πρέπει να πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις.

Είναι δυνατόν να καταρτίζονται περιοδικά τιμολόγια υπό την προϋπόθεση ότι η συχνότητα έκδοσής τους δεν υπερβαίνει το μήνα.

Η κατάρτιση τιμολογίων, εξ ονόματος του υποκείμενου στο φόρο, από τρίτο μέρος ή από τον πελάτη του επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ύπαρξης, από την αρχή, ρητής συμφωνίας μεταξύ των δυο μερών, την οποία δύνανται να επικαλεσθούν όταν ζητηθεί από τη φορολογική αρχή και με την προυπόθεση ότι υφίσταται μία ρητή ή σιωπηρή αποδοχή του κάθε τιμολογίου από τον προμηθευτή.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν στους υποκείμενους στο φόρο που διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους άλλους όρους έκδοσης των τιμολογίων, εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους, από τους πελάτες τους. Οι όροι αυτοί πρέπει να είναι, εν πάση περιπτώσει, οι ίδιοι ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης του πελάτη.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, εξάλλου, είναι δυνατόν να προβλεφθούν συμπληρωματικοί όροι στην περίπτωση που το τρίτο μέρος ή ο πελάτης που εκδίδει τα τιμολόγια εξ ονόματος και για λογαριασμό του υποκείμενου στο φόρο, είναι εγκατεστημένος σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται συμφωνία που διέπει την αμοιβαία συνδρομή, παρεμφερή με αυτή που υφίσταται στο πλαίσιο της Κοινότητας.

β) Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, μόνον οι ακόλουθες ενδείξεις είναι υποχρεωτικές για τους σκοπούς του φόρου προστιθέμενης αξίας όσον αφορά τα τιμολόγια που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου α):

- η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου,

- ο μοναδικός αριθμός,

- ενδεχομένως, ο αριθμός εγγραφής στο φόρο προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο γ), του υποκείμενου στο φόρο και του πελάτη του,

- το όνομα και η πλήρης διεύθυνση του υποκείμενου στο φόρο και του πελάτη του,

- η περιγραφή των αγαθών και των υπηρεσιών,

- η ποσότητα των παραδιδόμενων αγαθών και των παρεχομένων υπηρεσιών,

- η ημερομηνία παράδοσης των αγαθών ή παροχής υπηρεσιών,

- ο τόπος παράδοσης των αγαθών ή παροχής υπηρεσιών,

- η φορολογητέα βάση για κάθε συντελεστή,

- ο ισχύων συντελεστής,

- το ποσό του οφειλόμενου φόρου,

- το συνολικό πληρωτέο ποσό,

- σε περίπτωση απαλλαγής, η αναφορά στη διάταξη της παρούσας οδηγίας που δικαιολογεί αυτή την απαλλαγή,

- σε περίπτωση παράδοσης καινούριων μεταφορικών μέσων, τα δεδομένα που απαριθμούνται στο άρθρο 28α, παράγραφος 2,

- σε περίπτωση εφαρμογής του καθεστώτος του περιθωρίου κέρδους, η αναφορά στα άρθρα 26 ή 26α,

- σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 28γ, τίτλος Ε, σημείο 3, ρητή αναφορά στις διατάξεις αυτές καθώς και ο αριθμός εγγραφής στον φόρο προστιθέμενης αξίας βάσει του οποίου ο υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας διεξήγαγε την ενδοκοινοτική αγορά και τη μετέπειτα παράδοση αγαθών και ο αριθμός με τον οποίο ο αποδέκτης αυτής της παράδοσης αγαθών έχει εγγραφεί στον φόρο προστιθέμενης αξίας.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, στις περιπτώσεις που καθορίζουν, να εξαιρέσουν τιμολόγια με μικρότερα ποσά, από ορισμένες υποχρεωτικές ενδείξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο.

Τα κράτη μέλη συμφωνούν, στην περίπτωση παρτίδων που περιλαμβάνουν σειρά τιμολογίων τα οποία αποστέλλονται ταυτόχρονα στον ίδιο αποδέκτη, οι κοινές ενδείξεις σε διάφορα τιμολόγια να αναφέρονται μια μόνο φορά.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου γ), τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν κανένα όρο σχετικό με την υπογραφή των τιμολογίων.

Τα κράτη μέλη συμφωνούν ότι τα ποσά που αναφέρονται στα τιμολόγια είναι δυνατόν να εκφράζονται σε οποιοδήποτε νόμισμα, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό του οφειλόμενου φόρου μετατρέπεται στο εθνικό νόμισμα.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν συμπληρωματικούς όρους σχετικά με τη γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την κατάρτιση των τιμολογίων από ή για λογαριασμό των υποκείμενων στο φόρο οι οποίοι διεξαγάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους.

γ) Τα τιμολόγια που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου α) είναι δυνατόν να διαβιβάζονται σε χαρτί ή υπό τον όρο της προηγούμενης ειδοποίησης του πελάτου προ της πραγματοποίησης της συναλλαγής, με ηλεκτρονικά μέσα.

Όσον αφορά τα τιμολόγια που διαβιβάζονται με ηλεκτρονικά μέσα, η γνησιότητα της προέλευσής τους και η ακεραιότητα του περιεχομένου τους πρέπει να εξασφαλίζεται μέσω της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2) της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου*.

Τα κράτη μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να απαιτούν από τους υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους καμία άλλη υποχρέωση ή διατύπωση σχετική με τη χρησιμοποίηση συστήματος διαβίβασης τιμολογίων με ηλεκτρονικά μέσα. Ωστόσο, έχουν το δικαίωμα, έως την 31η Δεκεμβρίου 2005, να υποβάλουν τη χρησιμοποίηση του εν λόγω συστήματος στην υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ενημερώνουν την Επιτροπή όταν καταργήσουν την υποχρέωση της γνωστοποίησης.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, πρόσθετοι όροι είναι δυνατόν να προβλεφθούν για την έκδοση, από τους υποκείμενους στο φόρο που διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους, τιμολογίων από χώρα με την οποία δεν υφίσταται συμφωνία που διέπει την αμοιβαία συνδρομή, παρεμφερή με αυτή που υφίσταται στο πλαίσιο της Κοινότητας.

δ) Κάθε υποκείμενος στο φόρο οφείλει να μεριμνήσει για την αποθήκευση των τιμολογίων που εκδίδονται από τον ίδιο ή από τρίτο μέρος, στο όνομά του και για λογαριασμό του, καθώς και των τιμολογίων που λαμβάνει.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι υποκείμενοι στο φόρο που διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους υποβάλλονται στην υποχρέωση αποθήκευσης και πρέπει να ενημερώνουν την Επιτροπή περί τούτου.

Η αποθήκευση αυτή είναι δυνατόν να διεξάγεται οπουδήποτε και με κάθε μέσο υπό τον όρο της δυνατότητας διαρκούς και άμεσης πρόσβασης του υποκείμενου στο φόρο σε όλες τις πληροφορίες που αποθηκεύονται με αυτόν τον τρόπο και της εξασφάλισης της ακεραιότητας και του ευανάγνωστου των δεδομένων κατά το χρόνο της αποθήκευσης. Κάθε τιμολόγιο που διαβιβάζεται με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει, εξάλλου, να αποθηκεύεται συνοδευόμενο από την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή.

Υπό την προυπόθεση της προηγούμενης ειδοποιήσεως της Επιτροπής, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν συμπληρωματικούς όρους όσον αφορά την αποθήκευση, από τους υποκείμενους στο φόρο που διεξάγουν συναλλαγές στο έδαφός τους, τιμολογίων σε χώρα με την οποία δεν υφίσταται συμφωνία που διέπει την αμοιβαία συνδρομή, παρεμφερή με αυτή που υφίσταται στο πλαίσιο της Κοινότητας.

ε) Για τους σκοπούς των στοιχείων γ) και δ) με τον όρο «διαβίβαση και αποθήκευση τιμολογίου με ηλεκτρονικά μέσα» νοείται η διαβίβαση και η αποθήκευση που διεξάγονται μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και η αποθήκευση δεδομένων μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή άλλων ηλεκτρομαγνητικών μέσων.

___________

* ΕΕ L 13, 19.1.2000, σ. 12."

2) Στην παράγραφο 8, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

"Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων πέραν αυτών που καθορίζονται στην παράγραφο 3."

Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία πριν από την 1η Ιουλίου 2001. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ, ΙΔΙΩΣ, ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΜΕ)

Τιτλοσ τησ προτασησ

Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 77/388/ΕΟΚ με στόχο την απλοποίηση, τον εκσυγχρονισμό και την εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση όσον αφορά το φόρο προστιθέμενης αξίας.

Αριθμοσ αναφορασ του εγγραφου

Η προταση

1. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, γιατί είναι απαραίτητη η κοινοτική νομοθεσία σε αυτόν τον τομέα και ποιοί είναι οι κύριοι στόχοι;

Για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της Ενιαίας Αγοράς, είναι αναγκαία η εναρμόνιση των όρων που επιβάλλονται στην τιμολόγηση, σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική μορφή. Ειδικότερα, η ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων συνεπάγεται την ταχεία αύξηση των περιπτώσεων κατά τις οποίες ένας επιχειρηματίας βρίσκεται αντιμέτωπος με διαφορετικές φορολογικές νομοθεσίες κατά τη διαδικασία τιμολόγησης. Όπως τονίσθηκε στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας SLIM II (Απλοποίηση της Νομοθεσίας για την Ενιαία Αγορά), η ύπαρξη δεκαπέντε διαφορετικών νομοθεσιών προκαλεί σημαντικές δυσκολίες για τους επιχειρηματίες. Η δημιουργία εναρμονισμένου νομικού πλαισίου για την ηλεκτρονική τιμολόγηση θα συμβάλει, εξάλλου, στην ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ευρώπη.

Συνεπώς, είναι απαραίτητη η ανάληψη δράσης σε κοινοτικό επίπεδο. Η παρούσα πρόταση οδηγίας είναι, συνεπώς, πλήρως σύμφωνη με την αρχή της επικουρικότητας ακόμη περισσότερο που, όταν αυτό είναι δυνατό, προωθείται η μεταβίβαση στις εθνικές αρχές της ευθύνης καθορισμού των όρων που δεν είναι απαραίτητο να τεθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

Οι επιπτωσεισ στισ επιχειρησεισ

2. Ποιούς αφορά η πρόταση;

- Ποιούς τομείς επιχειρήσεων; Αφορά όλους τους τομείς.

- Τις επιχειρήσεις ποιού μεγέθους (ποιό μέρος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων); Αφορά όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων.

- Υπάρχουν στην Κοινότητα ιδιαίτερες γεωγραφικές ζώνες όπου είναι εγκατεστημένες αυτές οι επιχειρήσεις; Όχι.

3. Τι μέτρα πρέπει να λάβουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση;

Οι επιχειρήσεις οφείλουν, ενδεχομένως, να προσαρμόσουν το λογισμικό τιμολόγησης προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο νέος κατάλογος υποχρεωτικών ενδείξεων στα τιμολόγια.

4. Ποιές οικονομικές συνέπειες είναι πιθανό να έχει η πρόταση:

- στην απασχόληση;

Η παρούσα πρόταση, μέσω της απλοποίησης και της εναρμόνισης των απαιτούμενων όρων, θα συμβάλει στη μείωση του κόστους τιμολόγησης των επιχειρήσεων.

Θα προωθήσει, εξάλλου, την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου.

Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να προσδιορισθεί με σαφήνεια ο αντίκτυπος του συγκεκριμένου μέτρου στην απασχόληση.

- Στις επενδύσεις και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων;

Ως αποτέλεσμα της προώθησης της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου και της μείωσης του κόστους των επιχειρήσεων, η παρούσα πρόταση θα έχει θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις και στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.

- στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων;

Προωθώντας την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και μειώνοντας το κόστος των επιχειρήσεων, η παρούσα πρόταση θα έχει εξαιρετικά θετικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό.

5. Στην πρόταση λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (μειωμένες ή διαφορετικές απαιτήσεις κ.λπ.);

Δεδομένου ότι δεν τροποποιήθηκε το άρθρο 22, παράγραφος 9, όλα τα υφιστάμενα μέτρα απλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 24 παραμένουν ως έχουν.

Διαβουλευση

6. Οργανώσεις που διατύπωσαν τη γνώμη τους επί της πρότασης και παράθεση των βασικών στοιχείων της θέσης τους.

Στην ομάδα SLIM-ΦΠΑ, εκπροσωπήθηκαν οι ακόλουθοι οργανισμοί: η Ευρωπαϊκή Φορολογική Συνομοσπονδία, η Eurocommerce, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ορκωτών Λογιστών, η Ευρωπαϊκή Ένωση Βιοτεχνίας και Μικρών Επιχειρήσεων (UEAPME) και η Συνομοσπονδία της Βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (UNICE).

Οι οργανώσεις αυτές ετάχθησαν υπέρ της απλοποίησης και του εκσυγχρονισμού των όρων που επεβλήθησαν στην τιμολόγηση στην Ευρώπη.

Η τελική έκθεση για την τιμολόγηση που υπεβλήθη στην Επιτροπή τον Αύγουστο του 1999, διανεμήθηκε ευρέως μεταξύ των επιχειρηματιών, κυρίως μέσω της ιστοσελίδας του Διαδικτύου της ΓΔ Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης. Συνεπώς, υπεβλήθησαν πολλές παρατηρήσεις στις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω έκθεση, εκ των οποίων οι περισσότερες ήταν ευνοϊκές. Οι παρατηρήσεις αυτές διατυπώθηκαν είτε σε διμερή βάση είτε μέσω της συμμετοχής της Επιτροπής σε σχετικές συσκέψεις.