23.12.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 330/1


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/2560 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2022

για τις ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 114 και 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Μια ισχυρή, ανοιχτή και ανταγωνιστική εσωτερική αγορά επιτρέπει τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και στις ξένες επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται σε αξιοκρατική βάση. Η Ένωση επωφελείται από ένα εξελιγμένο και αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, με στόχο τη διασφάλιση δίκαιων συνθηκών για όλες τις επιχειρήσεις που ασκούν οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά. Αυτό το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων εμποδίζει τα κράτη μέλη να χορηγούν κρατικές ενισχύσεις που στρεβλώνουν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

(2)

Ταυτόχρονα, τόσο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος ή ανήκουν στο κράτος, ενδέχεται να λαμβάνουν επιδοτήσεις από τρίτες χώρες, οι οποίες στη συνέχεια χρησιμοποιούνται, για παράδειγμα, για τη χρηματοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας, όπως η συμμετοχή σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων ή η εξαγορά επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων με στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία, όπως κρίσιμες υποδομές και καινοτόμες τεχνολογίες. Οι ξένες αυτές επιδοτήσεις δεν υπόκεινται επί του παρόντος στους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.

(3)

Ο παρών κανονισμός καλύπτει όλους τους οικονομικούς τομείς, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ένωση και των υποδομών ζωτικής σημασίας, όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/452 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(4)

Οι ξένες επιδοτήσεις μπορεί να στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά και να υπονομεύουν τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες στην Ένωση. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ειδικότερα να συμβαίνει στο πλαίσιο πράξεων συγκέντρωσης που συνεπάγονται αλλαγή ελέγχου για επιχειρήσεις της Ένωσης, όταν αυτές οι πράξεις συγκέντρωσης χρηματοδοτούνται πλήρως ή εν μέρει μέσω ξένων επιδοτήσεων, ή όταν σε οικονομικούς φορείς που επωφελούνται από ξένες επιδοτήσεις ανατίθενται συμβάσεις στην Ένωση.

(5)

Κανένα υφιστάμενο μέσο της Ένωσης δεν αντιμετωπίζει στρεβλώσεις που προκαλούνται από ξένες επιδοτήσεις. Τα μέσα εμπορικής άμυνας δίνουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ενεργεί σε περίπτωση εισαγωγής επιδοτούμενων αγαθών στην Ένωση, όχι όμως όταν οι ξένες επιδοτήσεις λαμβάνουν τη μορφή επιδοτούμενων επενδύσεων ή όταν αφορούν υπηρεσίες και χρηματοοικονομικές ροές. Βάσει της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα, η Ένωση έχει τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών μεταξύ κρατών κατά ορισμένων ξένων επιδοτήσεων που χορηγούνται από μέλη του ΠΟΕ και περιορίζονται σε αγαθά.

(6)

Είναι επομένως απαραίτητο να συμπληρωθούν τα υφιστάμενα μέσα της Ένωσης με ένα νέο εργαλείο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά που προκαλούνται από τις ξένες επιδοτήσεις, προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού. Ειδικότερα, το νέο εργαλείο συμπληρώνει τους κανόνες της Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, οι οποίοι αντιμετωπίζουν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά που προκαλούνται από επιδοτήσεις των κρατών μελών.

(7)

Είναι σημαντικό να θεσπιστούν κανόνες και διαδικασίες για τη διερεύνηση ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν πραγματικά ή δυνητικά την εσωτερική αγορά και, κατά περίπτωση, να αποκαθίστανται οι εν λόγω στρεβλώσεις. Οι ξένες επιδοτήσεις μπορεί να στρεβλώσουν την εσωτερική αγορά εάν μια επιχείρηση που ωφελείται από την ξένη επιδότηση ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ένωση. Η δέουσα εφαρμογή και επιβολή του παρόντος κανονισμού θα συμβάλουν στην ανθεκτικότητα της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με τις στρεβλώσεις που προκαλούνται από ξένες επιδοτήσεις και, ως εκ τούτου, θα συμβάλει στην ανοιχτή στρατηγική αυτονομία της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για όλες τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επιχειρήσεων που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από ένα κράτος, οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα στην Ένωση. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού επί των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) δεδομένης της σημασίας των οικονομικών δραστηριοτήτων που αυτές ασκούν και της συμβολής τους στην επίτευξη των βασικών πολιτικών στόχων της Ένωσης.

(8)

Για να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού σε όλη την εσωτερική αγορά, αλλά και συνέπεια κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή είναι η μοναδική αρμόδια αρχή για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να εξετάζει κάθε ξένη επιδότηση, στον βαθμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας, με δική της πρωτοβουλία και βασιζόμενη σε πληροφορίες από όλες τις διαθέσιμες πηγές. Για να διασφαλιστεί αποτελεσματικός έλεγχος, συγκεκριμένα στην περίπτωση μεγάλων συγκεντρώσεων (συγχωνεύσεων και εξαγορών) και διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων πάνω από ορισμένα κατώτατα όρια, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να ελέγχει τις ξένες επιδοτήσεις βάσει προηγούμενης κοινοποίησης από την επιχείρηση προς την Επιτροπή.

(9)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής με τις κρατικές ενισχύσεις, τις συγχωνεύσεις και τις δημόσιες συμβάσεις.

(10)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν θίγει το δικαίωμα κάθε κράτους μέλους να προστατεύει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του σύμφωνα με το άρθρο 346 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(11)

Ως ξένη επιδότηση στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να νοείται μια χρηματοδοτική συνεισφορά που παρέχεται άμεσα ή έμμεσα από τρίτη χώρα, η οποία αποφέρει όφελος και περιορίζεται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή κλάδους. Οι εν λόγω προϋποθέσεις είναι σωρευτικές.

(12)

Μια χρηματοδοτική συνεισφορά μπορεί να χορηγείται μέσω δημοσίων ή ιδιωτικών φορέων. Το κατά πόσον μια δημόσια οντότητα παρείχε χρηματοδοτική συνεισφορά θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη στοιχεία όπως τα χαρακτηριστικά της σχετικής οντότητας και το νομικό και οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί στην τρίτη χώρα στην οποία δραστηριοποιείται η οντότητα, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της κυβέρνησης στην οικονομία της εν λόγω χώρας. Χρηματοδοτικές συνεισφορές μπορεί επίσης να χορηγούνται μέσω ιδιωτικής οντότητας, εάν οι ενέργειες της εν λόγω ιδιωτικής οντότητας μπορούν να αποδοθούν στην τρίτη χώρα. Η έννοια της χρηματοδοτικής συνεισφοράς περιλαμβάνει ευρύ φάσμα μέτρων στήριξης, τα οποία δεν περιορίζονται σε χρηματικές μεταβιβάσεις, για παράδειγμα, τη χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων σε μια επιχείρηση χωρίς τη λήψη επαρκούς αμοιβής σύμφωνα με τους συνήθεις όρους της αγοράς.

(13)

Μια χρηματοδοτική συνεισφορά θα πρέπει να αποφέρει όφελος σε επιχείρηση η οποία ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά. Μια χρηματοδοτική συνεισφορά θα πρέπει να θεωρείται ότι αποφέρει όφελος σε μια επιχείρηση όταν το όφελος αυτό δεν θα μπορούσε να έχει αποκτηθεί υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Η ύπαρξη οφέλους θα πρέπει να προσδιορίζεται βάσει συγκριτικών δεικτών αναφοράς, όπως η επενδυτική πρακτική των ιδιωτών επενδυτών, τα επιτόκια χρηματοδότησης που μπορούν να εξασφαλιστούν στην αγορά, η συγκρίσιμη φορολογική μεταχείριση ή η επαρκής αμοιβή για ένα δεδομένο αγαθό ή μια δεδομένη υπηρεσία. Εάν δεν διατίθενται άμεσα συγκρίσιμοι δείκτες αναφοράς, μπορούν να προσαρμοστούν οι υφιστάμενοι ή να καθοριστούν εναλλακτικοί δείκτες αναφοράς βάσει γενικά αποδεκτών μεθόδων εκτίμησης. Οφέλη μπορεί να παρέχονται, για παράδειγμα, στο πλαίσιο της σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δημοσίων αρχών και δημοσίων επιχειρήσεων, εάν η σχέση αυτή, και ιδίως οποιαδήποτε χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές προς δημόσιες επιχειρήσεις, δεν συμμορφώνεται με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Η παροχή ή η αγορά αγαθών ή υπηρεσιών που πραγματοποιείται κατόπιν ανταγωνιστικής, διαφανούς και αμερόληπτης διαδικασίας υποβολής προσφορών τεκμαίρεται ότι συνάδει με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Μια χρηματοδοτική συνεισφορά σε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν αποφέρει όφελος όταν από την εκτίμηση του δείκτη αναφοράς προκύπτει ότι η επιχείρηση θα είχε αποκομίσει το όφελος αυτό υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Η μεταβιβαστική τιμολόγηση στο πλαίσιο των ανταλλασσόμενων αγαθών και υπηρεσιών εντός μιας επιχείρησης μπορεί να αποφέρει όφελος εάν η εν λόγω μεταβιβαστική τιμολόγηση δεν συνάδει με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Το όφελος που προκύπτει από χρηματοδοτική συνεισφορά μπορεί να μετακυλιστεί σε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ένωση.

(14)

Το όφελος πρέπει να παρέχεται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή κλάδους. Η εξατομίκευση της ξένης επιδότησης μπορεί να καθορίζεται από τον νόμο ή βάσει πραγματικών στοιχείων.

(15)

Η ξένη επιδότηση θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει χορηγηθεί από τη στιγμή που ο δικαιούχος αποκτά δικαίωμα να τη λάβει. Η πραγματική εκταμίευση της ξένης επιδότησης δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την υπαγωγή μιας ξένης επιδότησης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(16)

Η χρηματοδοτική συνεισφορά που παρέχεται αποκλειστικά για μη οικονομικές δραστηριότητες μιας επιχείρησης δεν συνιστά ξένη επιδότηση. Ωστόσο, εάν μια χρηματοδοτική συνεισφορά για μη οικονομική δραστηριότητα χρησιμοποιείται για διεπιδότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, μπορεί να ισοδυναμεί με ξένη επιδότηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Εάν μια επιχείρηση χρησιμοποιεί χρηματοδοτικές συνεισφορές, για παράδειγμα με τη μορφή ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων, ή τις χρηματοδοτικές συνεισφορές που λαμβάνει για την αντιστάθμιση επιβάρυνσης που επιβάλλεται από τις δημόσιες αρχές, για τη διεπιδότηση άλλων δραστηριοτήτων, η εν λόγω διεπιδότηση θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη ότι τα ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα παρέχονται χωρίς επαρκή αμοιβή ή ότι η επιβάρυνση αντισταθμίζεται υπερβολικά και, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με ξένη επιδότηση.

(17)

Όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη ξένης επιδότησης, η Επιτροπή θα πρέπει να προβαίνει σε ανά περίπτωση εκτίμηση ως προς το αν αυτή προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά. Σε αντίθεση με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται από κράτος μέλος, οι ξένες επιδοτήσεις δεν απαγορεύονται γενικά.

(18)

Είναι πιθανό η έλλειψη διαφάνειας σχετικά με πολλές ξένες επιδοτήσεις και η πολυπλοκότητα της εμπορικής πραγματικότητας να καθιστούν δυσχερή τον κατηγορηματικό προσδιορισμό ή την ποσοτικοποίηση των επιπτώσεων μιας δεδομένης ξένης επιδότησης στην εσωτερική αγορά. Για τον προσδιορισμό της στρέβλωσης, καθίσταται συνεπώς απαραίτητη η χρήση ενός μη εξαντλητικού συνόλου δεικτών. Κατά την εκτίμηση του βαθμού στον οποίο μια ξένη επιδότηση μπορεί να βελτιώσει την ανταγωνιστική θέση μιας επιχείρησης και όταν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω ξένη επιδότηση επηρεάζει πραγματικά ή δυνητικά αρνητικά τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα μπορούσε να λαμβάνει υπόψη ορισμένους δείκτες, συμπεριλαμβανομένου του ποσού και της φύσης της ξένης επιδότησης, του σκοπού και των προϋποθέσεων που συνδέονται με την ξένη επιδότηση, καθώς και της χρήσης της στην εσωτερική αγορά.

(19)

Κατά τη χρήση αυτών των δεικτών προκειμένου να καθορίσει εάν υπάρχει στρέβλωση στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα μπορούσε να λαμβάνει υπόψη διάφορα στοιχεία, όπως το μέγεθος της ξένης επιδότησης σε απόλυτες τιμές ή σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς ή την αξία της επένδυσης. Για παράδειγμα, πράξη συγκέντρωσης στο πλαίσιο της οποίας η ξένη επιδότηση καλύπτει σημαντικό μέρος της τιμής αγοράς της επιχείρησης-στόχου, είναι πιθανό να είναι στρεβλωτική. Παρομοίως, ξένες επιδοτήσεις που καλύπτουν σημαντικό μέρος της εκτιμώμενης αξίας σύμβασης που θα ανατεθεί σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης ενδέχεται να προκαλούν στρεβλώσεις. Εάν μια ξένη επιδότηση χορηγείται για λειτουργικές δαπάνες, φαίνεται πιθανότερο να προκαλεί στρεβλώσεις από ό,τι εάν χορηγείται για επενδυτικό κόστος. Οι ξένες επιδοτήσεις σε ΜΜΕ θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν στρεβλώσεις από τις ξένες επιδοτήσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις. Επιπλέον, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς, και ιδίως οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, όπως οι φραγμοί εισόδου. Οι ξένες επιδοτήσεις σε αγορές που χαρακτηρίζονται από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ή που οδηγούν σε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα με τη διατήρηση μη αποδοτικών στοιχείων ενεργητικού ή με την ενθάρρυνση επενδύσεων σε επεκτάσεις της παραγωγικής ικανότητας που διαφορετικά δεν θα είχαν εκτελεστεί ενδέχεται να προκαλούν στρεβλώσεις. Μια ξένη επιδότηση σε δικαιούχο που εμφανίζει χαμηλό βαθμό δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά, όπως μετράται για παράδειγμα ως προς τον κύκλο εργασιών που επιτυγχάνεται στην Ένωση, είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει στρεβλώσεις από μια ξένη επιδότηση σε δικαιούχο με σημαντικότερο επίπεδο δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά. Οι ξένες επιδοτήσεις που δεν υπερβαίνουν τα 4 εκατομμύρια EUR για περίοδο τριών συνεχών ετών θα πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να θεωρείται απίθανο ότι θα προκαλέσουν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Οι ξένες επιδοτήσεις προς μία και μόνη επιχείρηση που δεν υπερβαίνουν το ποσό ενίσχυσης ήσσονος σημασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής (4), ανά τρίτη χώρα για συνεχή περίοδο τριών ετών, θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού.

(20)

Όπως και ορισμένα είδη κρατικών ενισχύσεων, ορισμένες κατηγορίες ξένων επιδοτήσεων, όπως οι απεριόριστες εγγυήσεις, δηλαδή εγγυήσεις χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς το ποσό ή τη διάρκεια της εγγύησης, ενδέχεται επίσης να προκαλούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά λόγω της φύσης τους. Το ίδιο ισχύει και για μια υπερβολικά συμφέρουσα προσφορά, της οποίας ο συμφέρων χαρακτήρας, όπως η τιμή της, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από άλλους παράγοντες. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις με τη μορφή χρηματοδότησης των εξαγωγών θα μπορούσαν να αποτελούν αιτία ιδιαίτερης ανησυχίας λόγω των στρεβλωτικών τους επιπτώσεων, εκτός εάν παρέχονται σύμφωνα με τον διακανονισμό του ΟΟΣΑ για τις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης. Δεδομένου ότι οι εν λόγω κατηγορίες ξένων επιδοτήσεων είναι πιθανότερο να προκαλούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά, δεν είναι απαραίτητο η Επιτροπή να διενεργεί λεπτομερή εκτίμηση βάσει δεικτών. Σε κάθε περίπτωση, μια επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι η επίμαχη ξένη επιδότηση δεν προκαλεί στρέβλωση στην εσωτερική αγορά υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης.

(21)

Τα κράτη μέλη, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με τις θετικές επιπτώσεις μιας ξένης επιδότησης, τις οποίες η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου εξισορρόπησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει τις θετικές επιπτώσεις της ξένης επιδότησης με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις εν λόγω θετικές επιπτώσεις που υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι θετικές επιπτώσεις θα πρέπει να σχετίζονται με την ανάπτυξη της σχετικής επιδοτούμενης οικονομικής δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλες θετικές επιπτώσεις, όπου ενδείκνυται, προκειμένου να αποφεύγεται το ενδεχόμενο η εξισορρόπηση να οδηγεί σε αδικαιολόγητες διακρίσεις. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάζει ευρύτερες θετικές επιπτώσεις αναφορικά με τους σχετικούς στόχους πολιτικής, ιδίως εκείνους της Ένωσης. Οι εν λόγω στόχοι πολιτικής μπορούν να περιλαμβάνουν, ιδίως, υψηλό επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικών προτύπων, καθώς και την προώθηση της έρευνας και της ανάπτυξης. Η Επιτροπή θα πρέπει να σταθμίζει ς τις εν λόγω θετικές επιπτώσεις έναντι των αρνητικών επιπτώσεων μιας ξένης επιδότησης όσον αφορά τη στρέβλωση στην εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού για τα σχετικά αγαθά και υπηρεσίες. Η εξισορρόπηση μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα να μην επιβληθούν επανορθωτικά μέτρα, όταν οι θετικές επιπτώσεις της ξένης επιδότησης υπερτερούν των αρνητικών. Στην περίπτωση των κατηγοριών ξένων επιδοτήσεων που θεωρείται πιθανότερο να στρεβλώσουν την εσωτερική αγορά, οι θετικές επιπτώσεις είναι λιγότερο πιθανό να υπερτερούν των αρνητικών. Εάν υπερισχύουν οι αρνητικές επιπτώσεις, το κριτήριο εξισορρόπησης μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό της κατάλληλης φύσης και του επιπέδου των δεσμεύσεων ή των επανορθωτικών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το κριτήριο εξισορρόπησης λαμβάνει υπόψη τα θετικά αποτελέσματα μιας ξένης επιδότησης, η εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου εξισορρόπησης δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αποτέλεσμα το οποίο για την επιχείρηση θα ήταν χειρότερο απ’ ό,τι εάν το κριτήριο εξισορρόπησης δεν είχε εφαρμοστεί. Όταν η Επιτροπή προβαίνει σε εφαρμογή κριτηρίου εξισορρόπησης, θα πρέπει να εκθέτει το σκεπτικό της στην απόφαση με την οποία περατώνεται η διεξοδική έρευνα.

(22)

Όταν η Επιτροπή εξετάζει μια ξένη επιδότηση με δική της πρωτοβουλία, θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει επανορθωτικά μέτρα σε μια επιχείρηση για την αποκατάσταση τυχόν στρέβλωσης που προκαλείται από ξένη επιδότηση στην εσωτερική αγορά. Στα εν λόγω επανορθωτικά μέτρα θα πρέπει να περιλαμβάνονται μέτρα διαρθρωτικού και μη διαρθρωτικού χαρακτήρα, καθώς και η επιστροφή της ξένης επιδότησης, και θα πρέπει να είναι κατάλληλα για την αποκατάσταση της εν λόγω στρέβλωσης και αναλογικά. Όταν η Επιτροπή εξετάζει εναλλακτικά επανορθωτικά μέτρα, τα οποία θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν πλήρως και αποτελεσματικά τη στρέβλωση, θα πρέπει να επιλέγει το λιγότερο επαχθές μέτρο για την υπό έρευνα επιχείρηση.

(23)

Η υπό έρευνα επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει δεσμεύσεις προς αποκατάσταση της στρέβλωσης που προκαλείται από την ξένη επιδότηση. Εάν η Επιτροπή θεωρήσει ότι οι προσφερόμενες δεσμεύσεις αποκαθιστούν πλήρως και αποτελεσματικά τη στρέβλωση, μπορεί να τις αποδεχτεί και να τις καταστήσει δεσμευτικές με απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να επιβάλει επανορθωτικά μέτρα.

(24)

Η υπό έρευνα επιχείρηση μπορεί να προσφερθεί να επιστρέψει την επιδότηση με τον ανάλογο τόκο. Η Επιτροπή θα πρέπει να αποδεχθεί την εν λόγω επιστροφή που προσφέρεται ως δέσμευση εάν μπορεί να βεβαιωθεί ότι αποκαθιστά πλήρως τη στρέβλωση, εκτελείται κατά τρόπο διαφανή και επαληθεύσιμο και είναι αποτελεσματική στην πράξη, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τον κίνδυνο καταστρατήγησης των στόχων του παρόντος κανονισμού.

(25)

Εάν η υπό έρευνα επιχείρηση δεν προσφέρει δεσμεύσεις που να αποκαθιστούν πλήρως και αποτελεσματικά την εντοπισθείσα στρέβλωση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να απαγορεύει την πράξη συγκέντρωσης ή την ανάθεση σύμβασης προτού αυτή πραγματοποιηθεί. Όταν η πράξη συγκέντρωσης έχει ήδη υλοποιηθεί, ιδίως σε περιπτώσεις όπου δεν απαιτείτο προηγούμενη κοινοποίηση επειδή δεν πληρούντο τα σχετικά κατώτατα όρια, η στρέβλωση μπορεί ωστόσο να είναι τόσο σημαντική ώστε να μην μπορεί να αποκατασταθεί με διαρθρωτικά μέτρα ή μέτρα συμπεριφοράς, ή με την επιστροφή της ξένης επιδότησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να αποφασίζει την αποκατάσταση της στρέβλωσης διατάσσοντας τις επιχειρήσεις να λύσουν τη συγκέντρωση.

(26)

Η υπό έρευνα επιχείρηση θα μπορούσε να προσφέρει ή η Επιτροπή θα μπορούσε να απαιτήσει, όπου αυτό κρίνεται αναλογικό και αναγκαίο, από τις υπό έρευνα επιχειρήσεις να ενημερώσουν την Επιτροπή για τη συμμετοχή τους σε μελλοντικές συγκεντρώσεις ή διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων στην Ένωση για κατάλληλο χρονικό διάστημα. Η υποβολή της εν λόγω ενημέρωσης ή η απάντηση ή η απουσία απάντησης από την Επιτροπή δεν μπορεί να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στην επιχείρηση ότι η Επιτροπή δεν θα ξεκινήσει αργότερα έρευνα για πιθανές ξένες επιδοτήσεις προς την επιχείρηση που συμμετέχει στη συγκέντρωση ή στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

(27)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία, με δική της πρωτοβουλία, να εξετάζει τυχόν πληροφορίες σχετικά με ξένες επιδοτήσεις. Τα κράτη μέλη και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση θα πρέπει να μπορούν να παρέχουν στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενες ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σημείο επαφής για τη διευκόλυνση της παροχής των εν λόγω πληροφοριών με εμπιστευτικό τρόπο. Όταν τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή σχετικές πληροφορίες για εικαζόμενες ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω κράτη μέλη λαμβάνουν απάντηση. Για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ξένων επιδοτήσεων και του εάν στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά και για την αποκατάσταση των εν λόγω στρεβλώσεων, ο παρών κανονισμός θεσπίζει διαδικασία που αποτελείται από δύο στάδια, δηλαδή έναν προκαταρκτικό έλεγχο και μια διεξοδική έρευνα. Μια επιχείρηση που υπόκειται σε οποιοδήποτε από τα εν λόγω δύο στάδια θα πρέπει να θεωρείται ως υπό έρευνα επιχείρηση.

(28)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλες εξουσίες έρευνας για τη λήψη όλων των απαραίτητων πληροφοριών. Επομένως, θα πρέπει να έχει την εξουσία να ζητεί πληροφορίες από οποιαδήποτε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές για τη μη έγκαιρη παροχή των ζητούμενων πληροφοριών ή για την παροχή ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί επίσης να απευθύνει ερωτήσεις στα κράτη μέλη ή σε τρίτες χώρες. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να πραγματοποιεί διερευνητικές επισκέψεις στις εγκαταστάσεις μιας επιχείρησης ή μιας ένωσης επιχειρήσεων που βρίσκονται στην Ένωση ή, εάν η οικεία τρίτη χώρα ενημερωθεί επισήμως και δεν φέρει αντιρρήσεις, στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης στην τρίτη χώρα. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική επιθεώρηση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να ζητεί από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων να συναινέσει σε αυτή. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, εάν η υπό έρευνα επιχείρηση ή η τρίτη χώρα που χορήγησε την επιδότηση δεν συνεργάζονται.

(29)

Επιπλέον, εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την πρόληψη ανεπανόρθωτης ζημίας του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να λαμβάνει προσωρινά μέτρα.

(30)

Όταν, ως αποτέλεσμα του προκαταρκτικού ελέγχου, η Επιτροπή διαθέτει επαρκείς ενδείξεις για την ύπαρξη ξένης επιδότησης που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να ξεκινά διεξοδική έρευνα για τη συλλογή πρόσθετων σχετικών πληροφοριών προς εκτίμηση της ξένης επιδότησης. Η υπό έρευνα επιχείρηση θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ασκεί τα δικαιώματα άμυνάς της.

(31)

Η Επιτροπή θα πρέπει να ολοκληρώσει τη διεξοδική έρευνα με την έκδοση απόφασης. Θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιδιώκει την περάτωση της διεξοδικής έρευνας εντός 18 μηνών, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης καθώς και το επίπεδο συνεργασίας των σχετικών επιχειρήσεων και τρίτων χωρών.

(32)

Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα μέσα ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των δεσμεύσεων και των επανορθωτικών μέτρων. Εάν μια επιχείρηση δεν συμμορφωθεί προς απόφαση με δεσμεύσεις, απόφαση με επανορθωτικά μέτρα ή απόφαση με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές επαρκώς αποτρεπτικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης μη συμμόρφωσης, όταν επιβάλλει τα εν λόγω πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές. Προκειμένου να ενισχύεται η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή είναι δυνατό να εφαρμόζει δεσμεύσεις ή επανορθωτικά μέτρα ταυτόχρονα με πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές.

(33)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία να ανακαλεί απόφαση και να εκδίδει νέα, όταν η απόφαση βασίστηκε σε ελλιπείς, εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες, όταν μια επιχείρηση ενεργεί αντίθετα προς τις δεσμεύσεις της ή τα επανορθωτικά μέτρα που επιβλήθηκαν ή όταν οι δεσμεύσεις ή τα επανορθωτικά μέτρα δεν ήταν αποτελεσματικά.

(34)

Δεδομένου του δυνητικά σημαντικού αντικτύπου των συγκεντρώσεων στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία, μετά την κοινοποίηση, να εξετάζει πληροφορίες σχετικά με ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές στο πλαίσιο προτεινόμενης συγκέντρωσης. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να πραγματοποιούν τη συγκέντρωση πριν από την ολοκλήρωση του ελέγχου της Επιτροπής. Η εξέταση από την Επιτροπή θα πρέπει να ακολουθεί την ίδια διαδικασία με εκείνη του ελέγχου μιας ξένης επιδότησης με πρωτοβουλία της Επιτροπής, με την επιφύλαξη προσαρμογών ώστε να αντικατοπτρίζονται οι ιδιαιτερότητες των συγκεντρώσεων.

(35)

Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της αποτελεσματικής προστασίας της εσωτερικής αγοράς και της ανάγκης περιορισμού της διοικητικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό. Επομένως, μόνον οι συγκεντρώσεις που πληρούν τα συνδυασμένα κατώτατα όρια, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, με βάση το μέγεθος του κύκλου εργασιών στην Ένωση και το μέγεθος των ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών, θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτική προηγούμενη κοινοποίηση.

(36)

Κάτω από τα κατώτατα όρια κοινοποίησης, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να απαιτήσει την κοινοποίηση δυνητικά επιδοτούμενων συγκεντρώσεων που δεν έχουν ακόμη πραγματοποιηθεί ή την κοινοποίηση δυνητικά επιδοτούμενων προσφορών πριν από την ανάθεση σύμβασης, εφόσον θεωρεί ότι η συγκέντρωση ή η προσφορά χρήζουν εκ των προτέρων ελέγχου με δεδομένο τον αντίκτυπό τους στην Ένωση. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε έλεγχο, με δική της πρωτοβουλία, συγκεντρώσεων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί ή συμβάσεων που έχουν ήδη ανατεθεί.

(37)

Κατά τον έλεγχο μιας συγκέντρωσης, η εκτίμηση του κατά πόσον υπάρχει στρέβλωση στην εσωτερική αγορά θα πρέπει να περιορίζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συγκέντρωσης, ενώ κατά την εκτίμηση θα πρέπει να εξετάζονται μόνο εκείνες οι ξένες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν κατά την τριετία πριν από τη συγκέντρωση.

(38)

Στο πλαίσιο του μηχανισμού εκ των προτέρων ελέγχου για τις συγκεντρώσεις, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να ζητούν διαβουλεύσεις με την Επιτροπή πριν από την κοινοποίηση με βάση την καλή πίστη, με σκοπό να λάβουν καθοδήγηση σχετικά με το αν πληρούνται τα όρια κοινοποίησης.

(39)

Όταν μια συγκέντρωση κοινοποιείται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου (5) και τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να προσπαθεί να περιορίσει τον διοικητικό φόρτο για τα κοινοποιούντα μέρη δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναφέρουν τις συγκεκριμένες πληροφορίες που υποβάλλονται στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του παρόντος κανονισμού, τις οποίες η Επιτροπή έχει επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιεί σε διαδικασίες δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004.

(40)

Η ανάγκη αντιμετώπισης των ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά είναι ιδιαίτερα σημαντική στις δημόσιες συμβάσεις, δεδομένης της οικονομικής τους σημασίας στην εσωτερική αγορά και του γεγονότος ότι χρηματοδοτούνται από χρήματα των φορολογουμένων. Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει την εξουσία, μετά την κοινοποίηση και πριν από την ανάθεση σύμβασης, να εξετάζει πληροφορίες σχετικά με ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές στον συμμετέχοντα οικονομικό φορέα στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Θα πρέπει να είναι υποχρεωτικές οι εκ των προτέρων κοινοποιήσεις πάνω από ένα κατώτατο όριο που ορίζεται στον παρόντα κανονισμό ώστε να καλύπτονται οικονομικά σημαντικές περιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα ελαχιστοποιείται η διοικητική επιβάρυνση και δεν εμποδίζεται η συμμετοχή των ΜΜΕ στις δημόσιες συμβάσεις. Αυτή η υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης άνω ενός κατώτατου ορίου θα πρέπει επίσης να ισχύει για τους ομίλους οικονομικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), στο άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) και στο άρθρο 37 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Η Επιτροπή έχει επίσης το δικαίωμα να ζητεί την εκ των προτέρων κοινοποίηση ξένης χρηματοδοτικής συνεισφοράς κατά τη διάρκεια διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, ακόμη και όταν η εκτιμώμενη αξία της είναι χαμηλότερη από τα κατώτατα όρια κοινοποίησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να προσπαθεί να περιορίζει τις παρεμβάσεις στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, λαμβάνοντας υπόψη πόσο πλησιάζει η ημερομηνία της ανάθεσης της σύμβασης όταν αποφασίζει αν θα ζητήσει την εν λόγω εκ των προτέρων κοινοποίηση.

(41)

Η ισορροπία μεταξύ της ανάπτυξης ευρωπαϊκής αγοράς αμυντικού εξοπλισμού και εξοπλισμού ασφάλειας, η οποία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση μιας ευρωπαϊκής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης στον τομέα της άμυνας, και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας των κρατών μελών, απαιτεί ειδικό καθεστώς για τις συμβάσεις άμυνας και ασφάλειας που καλύπτονται από την οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Ως εκ τούτου, οι διαδικασίες για την ανάθεση τέτοιων δημοσίων συμβάσεων δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε απαιτήσεις κοινοποίησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι δυνατή η εξέταση των ξένων επιδοτήσεων στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων με αυτεπάγγελτο έλεγχο. Επιπλέον, οι δημόσιες συμβάσεις που καλύπτονται από την οδηγία 2009/81/ΕΚ και εξαιρούνται από αυτή ή για τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 346 ΣΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψιν, παραδείγματος χάριν, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα εφαρμογής των εν λόγω εξαιρέσεων θα πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε τα αποτελέσματά τους να μην επεκτείνονται πέραν του απολύτως αναγκαίου για την προστασία των νόμιμων συμφερόντων, την προάσπιση των οποίων επιτρέπουν τα εν λόγω άρθρα και την ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 296 ΣΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων στον τομέα της άμυνας, δεν θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

(42)

Οι συμφωνίες-πλαίσιο είναι μια αποτελεσματική τεχνική σύναψης δημοσίων συμβάσεων που χρησιμοποιείται ευρέως από τις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς. Η ευελιξία που παρέχεται στους αγοραστές μετά τη σύναψη της συμφωνίας-πλαισίου δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τον παρόντα κανονισμό. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση κοινοποίησης των ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να περιορίζεται στη διαδικασία που προηγείται της σύναψης των ίδιων των συμφωνιών-πλαισίων και δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία-πλαίσιο.

(43)

Λαμβάνοντας υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων που διεξάγονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 ή το άρθρο 28 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή το άρθρο 45 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, η Επιτροπή θα πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να δίνει προτεραιότητα στις εν λόγω διαδικασίες κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού ελέγχου και της διεξοδικής έρευνας, ώστε να καταλήγει σε ένα ουσιώδες συμπέρασμα το συντομότερο δυνατόν. Το ίδιο θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως σε παρόμοιες διαδικασίες που διεξάγονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/23/ΕΕ.

(44)

Λόγω των ιδιαιτεροτήτων των διαδικασιών πολλαπλών σταδίων στις δημόσιες συμβάσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να ξεκινά προκαταρκτικό έλεγχο με βάση τις σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε κοινοποίηση κατά την υποβολή της αίτησης συμμετοχής. Για να εξασφαλίζεται η πληρότητα των πληροφοριών και η ταχύτητα της έρευνας, θα πρέπει να υποβάλλεται επικαιροποιημένη κοινοποίηση μαζί με την τελική προσφορά. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες πριν από την υποβολή της τελικής προσφοράς.

(45)

Ο παρών κανονισμός δεν αφορά την πρόσβαση οικονομικών φορέων τρίτων χωρών στην αγορά δημοσίων συμβάσεων της Ένωσης. Το εν λόγω θέμα καλύπτεται από το σχετικό ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες.

(46)

Όταν ξένη χρηματοδοτική συνεισφορά κοινοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η εκτίμηση θα πρέπει να περιορίζεται στην εν λόγω διαδικασία.

(47)

Κατά περίπτωση, η Επιτροπή θα πρέπει να αναζητεί τρόπους ώστε να εξασφαλίζεται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(48)

Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι τηρούνται οι αρχές που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, ιδίως η αναλογικότητα, η απαγόρευση των διακρίσεων, η ίση μεταχείριση, η διαφάνεια και ο ανταγωνισμός, όσον αφορά όλους τους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία δημοσίων συμβάσεων, ανεξάρτητα από τις έρευνες που έχουν ξεκινήσει και εκκρεμούν σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ όσον αφορά τις εφαρμοστέες υποχρεώσεις στους τομείς του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου.

(49)

Οι αναθέτουσες αρχές ή οι αναθέτοντες φορείς μπορούν να αποφασίζουν να αναθέτουν σύμβαση τμηματικά, σύμφωνα ιδίως με το άρθρο 46 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και το άρθρο 65 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ και τηρώντας την απαγόρευση της τεχνητής κατάτμησης. Οι ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές θα πρέπει να κοινοποιούνται από τους προσφέροντες που υποβάλλουν αίτηση για τμήματα αξίας μεγαλύτερης από το ισχύον όριο.

(50)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των οικονομικών φορέων να βασίζονται στις ικανότητες άλλων φορέων σύμφωνα με τις οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ.

(51)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα να απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να προσθέτουν, να αποσαφηνίζουν ή να συμπληρώνουν τις σχετικές πληροφορίες ή έγγραφα, όπως προβλέπεται στην οδηγία 2014/23/ΕΕ, στην οδηγία 2014/24/ΕΕ ή στην οδηγία 2014/25/ΕΕ ή όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία για την εφαρμογή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα αιτήματα αυτά υποβάλλονται σε πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.

(52)

Οι αγοραστές στον δημόσιο τομέα εμφανίζουν την ισχυρή τάση να συγκεντρώνουν τις αγορές τους ώστε να επιτυγχάνουν οικονομίες κλίμακας και βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Τέτοιου είδους κεντρικές αρχές προμηθειών είναι αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς κατά την έννοια των οδηγιών 2009/81/ΕΚ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμο η Επιτροπή να είναι σε θέση να εξετάζει τις ξένες επιδοτήσεις στο πλαίσιο συμβάσεων που ανατίθενται από τέτοιου είδους αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς.

(53)

Ξένες επιδοτήσεις που επιτρέπουν σε έναν οικονομικό φορέα να υποβάλει προσφορά η οποία είναι υπερβολικά συμφέρουσα σε σχέση με τα σχετικά έργα, αγαθά ή υπηρεσίες, θα πρέπει να θεωρείται ότι δημιουργεί πραγματικά ή δυνητικά στρέβλωση στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω στρεβλώσεις θα πρέπει να αξιολογούνται με βάση ένα μη εξαντλητικό σύνολο δεικτών. Οι δείκτες θα πρέπει να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο η ξένη επιδότηση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό βελτιώνοντας την ανταγωνιστική θέση μιας επιχείρησης και επιτρέποντάς της να υποβάλει μια υπερβολικά συμφέρουσα προσφορά. Θα πρέπει να δίνεται η ευκαιρία στους οικονομικούς φορείς να αποδεικνύουν ότι η προσφορά δεν είναι υπερβολικά συμφέρουσα, μεταξύ άλλων προσκομίζοντας τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 69 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή στο άρθρο 84 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών. Η απαγόρευση της ανάθεσης θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνον όταν δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από άλλους παράγοντες ο συμφέρων χαρακτήρας της προσφοράς που επωφελείται από ξένες επιδοτήσεις, όταν η σύμβαση θα κατακυρωνόταν στον προσφέροντα και όταν η επιχείρηση που υπέβαλε την προσφορά δεν προσέφερε δεσμεύσεις που θεωρήθηκαν κατάλληλες και επαρκείς για την πλήρη και αποτελεσματική αποκατάσταση της στρέβλωσης. Επομένως, η απαγόρευση της ανάθεσης αφορά τη συγκεκριμένη διαδικασία υποβολής της υπερβολικά συμφέρουσας προσφοράς. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι ένας οικονομικός φορέας επωφελήθηκε από ξένη επιδότηση που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά επιτρέποντάς του να υποβάλει υπερβολικά συμφέρουσα προσφορά, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως στοιχείο που οδηγεί σε αποκλεισμό σύμφωνα με τους προαιρετικούς λόγους αποκλεισμού που προβλέπονται στο άρθρο 38 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, στο άρθρο 57 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή στο άρθρο 80 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ στο πλαίσιο της ίδιας ή άλλης διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης που διεξάγεται σύμφωνα με τις εν λόγω οδηγίες.

(54)

Μια υπερβολικά συμφέρουσα προσφορά θα μπορούσε επίσης να προκύπτει από ξένες επιδοτήσεις που χορηγούνται σε υπεργολάβο ή προμηθευτή λόγω του ανταγωνιστικού αντικτύπου της στην προσφορά που υποβάλλεται σε αναθέτουσα αρχή ή αναθέτοντα φορέα. Ωστόσο, για να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος, μόνο οι κύριοι υπεργολάβοι ή οι κύριοι προμηθευτές, δηλαδή εκείνοι των οποίων τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες σχετίζονται με βασικά στοιχεία της σύμβασης ή υπερβαίνουν ένα ορισμένο ποσοστό της αξίας της σύμβασης, θα πρέπει να κοινοποιούν ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές. Τα στοιχεία της σύμβασης μπορούν να θεωρούνται βασικά στοιχεία, ιδίως με βάση τη συγκεκριμένη συνάφεια του στοιχείου με την ποιότητα της προσφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής τεχνογνωσίας, της τεχνολογίας, του εξειδικευμένου προσωπικού, των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή παρόμοιων πλεονεκτημάτων που διαθέτει ο υπεργολάβος ή ο προμηθευτής, ιδίως όταν τα εν λόγω στοιχεία χρησιμεύουν για την εκπλήρωση του μεγαλύτερου μέρους τουλάχιστον ενός από τα κριτήρια επιλογής σε μια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης. Προκειμένου να εξασφαλίζονται σταθερά πραγματικά στοιχεία για τον έλεγχο, ο προκαταρκτικός έλεγχος θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κύριους υπεργολάβους και προμηθευτές που είναι ήδη γνωστοί κατά το στάδιο υποβολής της πλήρους κοινοποίησης ή δήλωσης ή επικαιροποιημένης κοινοποίησης ή δήλωσης στην περίπτωση διαδικασιών πολλαπλών σταδίων. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τη δυνατότητα των οικονομικών φορέων να χρησιμοποιούν νέους υπεργολάβους κατά την εκτέλεση των συμβάσεών τους. Ως εκ τούτου, η αλλαγή υπεργολάβων και προμηθευτών μετά την υποβολή της πλήρους κοινοποίησης ή δήλωσης ή επικαιροποιημένης κοινοποίησης ή δήλωσης ή κατά την εκτέλεση της σύμβασης δεν θα πρέπει να δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις κοινοποίησης, αλλά η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κινεί αυτεπάγγελτο έλεγχο εάν διαθέτει πληροφορίες, μεταξύ άλλων από οποιοδήποτε κράτος μέλος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση, ότι οι εν λόγω υπεργολάβοι και προμηθευτές θα μπορούσαν να έχουν επωφεληθεί από ξένες επιδοτήσεις.

(55)

Σύμφωνα με τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά σύμφωνα με την άποψη της αναθέτουσας αρχής ή αναθέτοντος φορέα προσδιορίζεται βάσει της τιμής ή του κόστους, με χρήση προσέγγισης οικονομικής αποτελεσματικότητας, όπως της κοστολόγησης του κύκλου ζωής, και μπορεί να περιλαμβάνει τη βέλτιστη σχέση τιμής-ποιότητας, η οποία θα πρέπει να εκτιμάται βάσει κριτηρίων, μεταξύ άλλων ποιοτικών, περιβαλλοντικών ή κοινωνικών πτυχών που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης.

(56)

Στο πλαίσιο των ένδικων βοηθημάτων που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ένα εθνικό δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το οποίο κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, έχει δικαίωμα ή, στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του παρόντος κανονισμού. Εντούτοις, υπό το πρίσμα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου], το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να υποβάλει ερώτημα ως προς το κύρος της απόφασης της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακύρωσης κατά της απόφασης αυτής, ιδίως αν η απόφαση αυτή τον αφορούσε άμεσα και ατομικά, αλλά δεν το είχε πράξει εντός της προθεσμίας του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

(57)

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του μηχανισμού εκ των προτέρων ελέγχου για τις συγκεντρώσεις και τις αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων, καθώς και την ανάγκη ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τις εν λόγω συγκεκριμένες συναλλαγές, η συγκέντρωση ή η προσφορά δημοσίων συμβάσεων που κοινοποιείται και αποτελεί αντικείμενο εκτίμησης βάσει των αντίστοιχων διαδικασιών δεν θα πρέπει να ελεγχθεί εκ νέου από την Επιτροπή με δική της πρωτοβουλία. Είναι δυνατόν, ωστόσο, οι χρηματοδοτικές συνεισφορές για τις οποίες ενημερώθηκε η Επιτροπή μέσω της διαδικασίας κοινοποίησης να είναι σχετικές και εκτός της εν λόγω συγκέντρωσης ή της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων.

(58)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται αποτελεσματικά με την Επιτροπή κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Για να διευκολυνθεί η συνεργασία αυτή, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να δημιουργήσει μηχανισμό συνεργασίας.

(59)

Προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τις ξένες επιδοτήσεις, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να δρομολογεί έρευνες σχετικά με συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, συγκεκριμένους τύπους οικονομικής δραστηριότητας ή τη χρήση συγκεκριμένων μέσων ξένης επιδότησης. Η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις εν λόγω έρευνες αγοράς για την επανεξέταση ορισμένων συναλλαγών στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(60)

Όταν η Επιτροπή υποψιάζεται την ύπαρξη επανειλημμένων ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά ή όταν αρκετές δράσεις επιβολής βάσει του παρόντος κανονισμού εντοπίζουν ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά που χορηγεί η ίδια τρίτη χώρα, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να προβαίνει σε διάλογο με την οικεία τρίτη χώρα για τη διερεύνηση επιλογών που να αποσκοπούν στη διακοπή ή στην τροποποίηση των ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά με σκοπό την εξάλειψη των στρεβλωτικών τους επιπτώσεων στην εσωτερική αγορά. Όταν διμερής συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και τρίτης χώρας προβλέπει μηχανισμό διαβούλευσης που καλύπτει ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, αυτός ο μηχανισμός διαβούλευσης θα μπορούσε να χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση του διαλόγου με την τρίτη χώρα. Ο διάλογος με την τρίτη χώρα δεν θα πρέπει να εμποδίζει την Επιτροπή να κινεί ή να συνεχίζει ελέγχους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να τηρεί ενήμερο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις σχετικές εξελίξεις.

(61)

Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι σκόπιμο να περιοριστεί η περίοδος εντός της οποίας η Επιτροπή είναι δυνατό να διερευνήσει μια ξένη επιδότηση σε 10 έτη από την ημερομηνία χορήγησης της εν λόγω ξένης επιδότησης.

(62)

Για τους ίδιους λόγους, είναι σκόπιμο να θεσπισθούν προθεσμίες παραγραφής για την επιβολή και την εκτέλεση των προστίμων ή των περιοδικών χρηματικών ποινών.

(63)

Για λόγους διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου, είναι σκόπιμο η Επιτροπή να δημοσιεύει ή να καθιστά δημόσιες όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει, βάσει του παρόντος κανονισμού, είτε πλήρως είτε σε συνοπτική μορφή.

(64)

Η Επιτροπή, κατά τη δημοσίευση των αποφάσεών της, θα πρέπει να τηρεί τους κανόνες για το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας όλων των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων, σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10) και τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), όποιος από τους δύο εφαρμόζεται στην εν λόγω επεξεργασία.

(65)

Όταν πληροφορίες που χαρακτηρίζονται από την επιχείρηση ως εμπιστευτικές ή επιχειρηματικό απόρρητο δεν φαίνεται να καλύπτονται από υποχρεώσεις επαγγελματικού απορρήτου, είναι σκόπιμο να υπάρχει ένας μηχανισμός βάσει του οποίου η Επιτροπή έχει δικαίωμα να αποφασίζει σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες αυτές μπορούν να κοινολογηθούν. Κάθε απόφαση με την οποία απορρίπτεται ισχυρισμός περί εμπιστευτικότητας των πληροφοριών θα πρέπει να αναφέρει μια χρονική περίοδο, στο τέλος της οποίας τα στοιχεία θα κοινολογούνται, ούτως ώστε ο ερωτηθείς να μπορεί να κάνει χρήση οποιασδήποτε δικαστικής προστασίας έχει στη διάθεσή του, περιλαμβανομένου κάθε προσωρινού μέτρου.

(66)

Οι επιχειρήσεις που τελούν υπό έρευνα δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει απόφαση και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο. Ενώ διασφαλίζεται η διατήρηση των δικαιωμάτων άμυνας των υπό έρευνα επιχειρήσεων, είναι σημαντικό να προστατεύεται το επιχειρηματικό απόρρητο.

(67)

Εάν συμφωνεί ο πάροχος των πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που αποκτά δυνάμει του παρόντος κανονισμού κατά την εφαρμογή άλλων πράξεων της Ένωσης.

(68)

Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται η προστασία του απορρήτου των διαβαθμισμένων πληροφοριών σύμφωνα, ιδίως, με τη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνελθόντων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών οι οποίες ανταλλάσσονται προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (12), την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής (13), και την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής (14).

(69)

Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από την Ένωση θα πρέπει να συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ένωσης, τη συμφωνία του ΠΟΕ, αλλά και να είναι συνεπής με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί βάσει άλλων εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών στις οποίες η Ένωση ή τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμπληρώνει την προσπάθεια της Ένωσης να βελτιώσει τους πολυμερείς κανόνες για την αντιμετώπιση των στρεβλωτικών επιδοτήσεων.

(70)

Οι περιορισμοί στις ελευθερίες που προβλέπονται στα άρθρα 34, 49, 56 και 63 ΣΛΕΕ μπορούν να δικαιολογηθούν από την ανάγκη αποφυγής του αθέμιτου ανταγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω περιορισμοί, όπως και άλλοι περιορισμοί θεμελιωδών ελευθεριών, συμμορφώνονται με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως η αναλογικότητα και η ασφάλεια δικαίου, αλλά και με τα θεμελιώδη δικαιώματα.

(71)

Είναι ενδεχόμενο η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού να αλληλοεπικαλύπτεται με τομεακούς κανόνες, ιδίως στον τομέα των θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και των τομεακών μέσων που αφορούν τις ξένες επιδοτήσεις, συγκεκριμένα του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4057/86 του Συμβουλίου (15), του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1035 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)κανονισμού και του κανονισμού (EE) 2019/712 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17).

(72)

Πράξεις της Επιτροπής βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο θα πρέπει, κατά το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, να έχει πλήρη δικαιοδοσία όσον αφορά τις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή.

(73)

Προκειμένου να ενισχυθεί η προβλεψιμότητα του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιεύει και να επικαιροποιεί τακτικά κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ύπαρξης στρέβλωσης που προκαλείται από ξένη επιδότηση στην εσωτερική αγορά, την εφαρμογή του κριτηρίου εξισορρόπησης, την άσκηση της εξουσίας της να ζητεί προηγούμενη κοινοποίηση κάθε συγκέντρωσης ή ξένης χρηματοδοτικής συνεισφοράς που λαμβάνει οικονομικός φορέας κατά διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης και την εκτίμηση της στρέβλωσης κατά τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης. Κατά την έκδοση των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, η Επιτροπή θα πρέπει να διεξάγει κατάλληλες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα κράτη μέλη. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στα πρώτα στάδια της εφαρμογής του, η Επιτροπή θα πρέπει να προσπαθήσει να παρέχει δημόσιες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων πριν από τη δημοσίευση των κατευθυντήριων γραμμών.

(74)

Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) και να αφορούν: αποφάσεις που περατώνουν τις διεξοδικές έρευνες, την επιβολή προσωρινών μέτρων, αποφάσεις για συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά παράβαση της υποχρέωσης κοινοποίησης ή κατά παράβαση απόφασης με δεσμεύσεις ή απόφασης απαγόρευσης της συγκέντρωσης ή της ανάθεσης της σύμβασης στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, την ανάκληση ορισμένων αποφάσεων και τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που αφορούν τη μορφή, το περιεχόμενο, τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και τα συναφή στοιχεία που αφορούν τον προκαταρκτικό έλεγχο και τη διεξοδική έρευνα.

(75)

Η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει απλουστευμένη διαδικασία βάσει της οποίας θα αντιμετωπίζει ορισμένες συγκεντρώσεις ή διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων με βάση το γεγονός ότι φαίνεται λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω ξένων επιδοτήσεων.

(76)

Προκειμένου να εξασφαλίζονται ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και μακροπρόθεσμα, με στόχο να διασφαλίζεται κατάλληλη κάλυψη των υποθέσεων που διερευνώνται τόσο μέσω κοινοποιήσεων όσο και αυτεπαγγέλτως, μειώνοντας παράλληλα τον διοικητικό φόρτο, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά την τροποποίηση των κατώτατων ορίων κοινοποίησης για τις συγκεντρώσεις και τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθώς και όσον αφορά τη σύμπτυξη των προθεσμιών για τον προκαταρκτικό έλεγχο και τις διεξοδικές έρευνες για κοινοποιηθείσες συγκεντρώσεις ή κοινοποιηθείσες χρηματοδοτικές συνεισφορές στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας τροποποίησης των κατώτατων ορίων κοινοποίησης για τις συγκεντρώσεις και τις δημόσιες συμβάσεις μέσω νομοθετικής πρότασης, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της επανεξέτασης που προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό, τα εν λόγω κατώτατα όρια μπορούν να τροποποιηθούν με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη μία φορά κατά τη διάρκεια της περιόδου εξουσιοδότησης δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Όσον αφορά τις χρηματοδοτικές συνεισφορές στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η εξουσία έκδοσης τέτοιου είδους πράξης θα πρέπει να ασκείται κατά τρόπο ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των ΜΜΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (19). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(77)

Όταν μια πράξη συγκέντρωσης χρήζει κοινοποίησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι χρηματοδοτικές συνεισφορές προς οποιοδήποτε από τα μέρη της συγκέντρωσης που χορηγήθηκαν την τριετία πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται σε χρηματοδοτική συνεισφορά που χορηγείται σε οικονομικό φορέα την τριετία πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

ΓΕΝΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση εναρμονισμένου πλαισίου για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που προκαλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από ξένες επιδοτήσεις, με σκοπό την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού. Ο παρών κανονισμός καθορίζει κανόνες και διαδικασίες για τη διερεύνηση ξένων επιδοτήσεων οι οποίες προκαλούν στρέβλωση στην εσωτερική αγορά και για την αντιμετώπιση των εν λόγω στρεβλώσεων. Τέτοιου είδους στρεβλώσεις μπορεί να προκύπτουν σε σχέση με οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα, και ιδίως σε συγκεντρώσεις και διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

2.   Αντικείμενο του παρόντος κανονισμού είναι οι ξένες επιδοτήσεις που χορηγούνται σε επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επιχειρήσεων που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, οι οποίες ασκούν οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά. Μεταξύ άλλων, η επιχείρηση που αποκτά τον έλεγχο ή συγχωνεύεται με επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση ή η επιχείρηση που συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων στην Ένωση θεωρείται ότι ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

ως «επιχείρηση», στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, νοείται ο «οικονομικός φορέας» όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 14) της οδηγίας 2009/81/ΕΚ, στο άρθρο 5 σημείο 2) της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 10) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στο άρθρο 2 σημείο 6) της οδηγίας 2014/25/ΕΕ·

2)

ως «σύμβαση», στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων και εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, νοείται η «δημόσια σύμβαση» όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, η «σύμβαση» όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 2) της οδηγίας 2009/81/ΕΚ και οι «συμβάσεις αγαθών, έργων και υπηρεσιών» όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, καθώς και οι «συμβάσεις παραχώρησης» όπως ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 1) της οδηγίας 2014/23/ΕΕ·

3)

ως «διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων» νοείται:

α)

κάθε είδους διαδικασία ανάθεσης που καλύπτεται από την οδηγία 2014/24/ΕΕ για τη σύναψη δημόσιας σύμβασης ή την οδηγία 2014/25/ΕΕ για τη σύναψη σύμβασης αγαθών, έργων και υπηρεσιών ·

β)

η διαδικασία για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης έργων ή υπηρεσίας που καλύπτεται από την οδηγία 2014/23/ΕΕ·

γ)

οι διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων που εμπίπτουν στην οδηγία 2009/81/ΕΚ, εκτός εάν εξαιρούνται από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 346 ΣΛΕΕ·

δ)

οι διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/25/ΕΕ·

4)

ως «αναθέτουσα αρχή» στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων νοείται η αναθέτουσα αρχή όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 17 της οδηγίας 2009/81/ΕΚ, στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 1 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ·

5)

ως «αναθέτων φορέας» στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων νοείται ο αναθέτων φορέας όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 17 της οδηγίας 2009/81/ΕΚ, στο άρθρο 7 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ και στο άρθρο 4 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ·

6)

ως «διαδικασία με πολλαπλά στάδια» νοείται διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων βάσει των άρθρων 28 έως 32 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και των άρθρων 46 έως 52 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ -είτε η κλειστή διαδικασία, μια ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση, διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, ανταγωνιστικός διάλογος ή σύμπραξη καινοτομίας, είτε παρόμοια διαδικασία κατά την οδηγία 2014/23/ΕΕ.

Άρθρο 3

Ύπαρξη ξένης επιδότησης

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ξένη επιδότηση θεωρείται ότι υφίσταται όταν τρίτη χώρα παρέχει άμεσα ή έμμεσα χρηματοδοτική συνεισφορά η οποία αποφέρει όφελος σε επιχείρηση που ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην εσωτερική αγορά και η οποία περιορίζεται, από τον νόμο ή στην πράξη, σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ή κλάδους.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η χρηματοδοτική συνεισφορά περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

α)

τη μεταβίβαση κεφαλαίων ή υποχρεώσεων, όπως εισφορές κεφαλαίων, επιχορηγήσεις, δάνεια, εγγυήσεις δανείων, φορολογικά κίνητρα, τον συμψηφισμό ζημιών εκμετάλλευσης, αντιστάθμιση οικονομικών βαρών που επιβάλλονται από τις δημόσιες αρχές, άφεση, μετοχοποίηση ή αναδιάταξη χρέους·

β)

την παραίτηση από έσοδα που διαφορετικά θα οφείλονταν, όπως φορολογικές απαλλαγές ή χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων χωρίς επαρκή αποζημίωση· ή

γ)

την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών ή την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών·

χρηματοδοτική συνεισφορά που παρέχεται από τρίτη χώρα περιλαμβάνει χρηματοδοτική συνεισφορά που παρέχεται από:

α)

την κεντρική διοίκηση και τις δημόσιες αρχές σε όλα τα άλλα επίπεδα·

β)

ξένη δημόσια οντότητα, οι ενέργειες της οποίας μπορούν να αποδοθούν στην τρίτη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία όπως τα χαρακτηριστικά της οντότητας και το νομικό και οικονομικό περιβάλλον που επικρατεί στο κράτος στο οποίο δραστηριοποιείται η οντότητα, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της κυβέρνησης στην οικονομία· ή

γ)

ιδιωτική οντότητα οι ενέργειες της οποίας μπορούν να αποδοθούν στην τρίτη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.

Άρθρο 4

Στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά

1.   Θεωρείται ότι υφίσταται στρέβλωση στην εσωτερική αγορά όταν ξένη επιδότηση ενδέχεται να βελτιώνει την ανταγωνιστική θέση μιας επιχείρησης στην εσωτερική αγορά και όταν, με τον τρόπο αυτό, η εν λόγω ξένη επιδότηση επηρεάζει πραγματικά ή δυνητικά αρνητικά τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Η στρέβλωση στην εσωτερική αγορά καθορίζεται βάσει δεικτών, στους οποίους μπορεί να περιλαμβάνονται ιδίως οι ακόλουθοι:

α)

το ποσό της ξένης επιδότησης·

β)

η φύση της ξένης επιδότησης·

γ)

η κατάσταση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων του μεγέθους της και των σχετικών αγορών ή τομέων·

δ)

το επίπεδο και η εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης στην εσωτερική αγορά·

ε)

ο σκοπός και οι προϋποθέσεις που συνδέονται με την ξένη επιδότηση, καθώς και η χρήση της στην εσωτερική αγορά.

2.   Όταν το συνολικό ποσό μιας ξένης επιδότησης σε μια επιχείρηση δεν υπερβαίνει τα 4 εκατομμύρια EUR για οποιαδήποτε συνεχή περίοδο τριών ετών, η εν λόγω ξένη επιδότηση θεωρείται ότι δεν είναι πιθανό να προκαλέσει στρέβλωση στην εσωτερική αγορά.

3.   Όταν το συνολικό ποσό μιας ξένης επιδότησης σε μια επιχείρηση δεν υπερβαίνει το ποσό της ενίσχυσης ήσσονος σημασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 ανά τρίτη χώρα για οποιαδήποτε συνεχή περίοδο τριών ετών, η εν λόγω ξένη επιδότηση δεν θεωρείται ότι στρεβλώνει την εσωτερική αγορά.

4.   Ξένη επιδότηση μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν στρεβλώνει την εσωτερική αγορά στον βαθμό που αποσκοπεί στην επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα.

Άρθρο 5

Κατηγορίες ξένων επιδοτήσεων που είναι πιθανότερο να προκαλούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά

1.   Ξένη επιδότηση είναι πιθανότερο να προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά όταν εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α)

ξένη επιδότηση που χορηγείται σε προβληματική επιχείρηση, ήτοι επιχείρηση η οποία πιθανότατα θα τεθεί εκτός λειτουργίας βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα ελλείψει επιδότησης, εκτός εάν υπάρχει σχέδιο αναδιάρθρωσης που μπορεί να οδηγήσει στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της εν λόγω επιχείρησης και το εν λόγω σχέδιο περιλαμβάνει σημαντική ίδια συνεισφορά της επιχείρησης·

β)

ξένη επιδότηση υπό μορφή απεριόριστης εγγύησης για τα χρέη ή τις υποχρεώσεις της επιχείρησης, δηλαδή χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς το ποσό ή τη διάρκεια της εν λόγω εγγύησης·

γ)

μέτρο χρηματοδότησης των εξαγωγών που δεν συνάδει με τον διακανονισμό του ΟΟΣΑ για τις εξαγωγικές πιστώσεις που τυγχάνουν δημόσιας στήριξης·

δ)

ξένη επιδότηση που διευκολύνει άμεσα μια συγκέντρωση·

ε)

ξένη επιδότηση που επιτρέπει σε επιχείρηση να υποβάλει μια υπερβολικά συμφέρουσα προσφορά, βάσει της οποίας η σχετική σύμβαση θα μπορούσε να ανατεθεί στην επιχείρηση.

2.   Σε μια υπό έρευνα επιχείρηση παρέχεται η δυνατότητα να παρέχει σχετικές πληροφορίες για το κατά πόσον μια ξένη επιδότηση που εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 δεν στρεβλώνει την εσωτερική αγορά υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης.

Άρθρο 6

Κριτήριο εξισορρόπησης

1.   Η Επιτροπή μπορεί, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει, να εξισορροπεί τις αρνητικές επιπτώσεις μιας ξένης επιδότησης όσον αφορά τη στρέβλωση στην εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5, με τις θετικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της σχετικής επιδοτούμενης οικονομικής δραστηριότητας στην εσωτερική αγορά, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη άλλες θετικές επιπτώσεις της ξένης επιδότησης, όπως τα ευρύτερα θετικά αποτελέσματα σε σχέση με τους σχετικούς στόχους πολιτικής, ιδίως εκείνους της Ένωσης.

2.   Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση βάσει της παραγράφου 1 όταν αποφασίζει εάν θα επιβάλει επανορθωτικά μέτρα ή θα αποδεχθεί δεσμεύσεις, καθώς και για τη φύση και το επίπεδο των εν λόγω επανορθωτικών μέτρων ή δεσμεύσεων.

Άρθρο 7

Δεσμεύσεις και επανορθωτικά μέτρα

1.   Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει επανορθωτικά μέτρα, για να αποκαταστήσει τη στρέβλωση στην εσωτερική αγορά που προκαλείται πραγματικά ή δυνητικά από ξένη επιδότηση, εκτός εάν έχει αποδεχθεί τις δεσμεύσεις που προτείνει η υπό έρευνα επιχείρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να αποδέχεται δεσμεύσεις που προτείνει η υπό έρευνα επιχείρηση, εφόσον οι δεσμεύσεις αυτές αποκαθιστούν πλήρως και αποτελεσματικά τη στρέβλωση στην εσωτερική αγορά. Με την αποδοχή αυτών των δεσμεύσεων, η Επιτροπή τις καθιστά υποχρεωτικές για την υπό έρευνα επιχείρηση με την έκδοση σχετικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3. Η τήρηση από την επιχείρηση των δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί παρακολουθείται, κατά περίπτωση.

3.   Οι δεσμεύσεις ή τα επανορθωτικά μέτρα είναι αναλογικά και αποκαθιστούν πλήρως και αποτελεσματικά τη στρέβλωση που προκαλείται πραγματικά ή δυνητικά από την ξένη επιδότηση στην εσωτερική αγορά.

4.   Οι δεσμεύσεις ή τα επανορθωτικά μέτρα μπορεί να αποτελούνται, μεταξύ άλλων, από τα ακόλουθα:

α)

την παροχή πρόσβασης υπό δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους σε υποδομές, συμπεριλαμβανομένων ερευνητικών εγκαταστάσεων, παραγωγικών δυνατοτήτων ή βασικών εγκαταστάσεων, οι οποίες εξαγοράστηκαν ή υποστηρίχθηκαν από τις ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά, εκτός εάν η εν λόγω πρόσβαση προβλέπεται ήδη από νομοθεσία της Ένωσης·

β)

τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας ή της παρουσίας στην αγορά, μεταξύ άλλων μέσω προσωρινού περιορισμού της εμπορικής δραστηριότητας·

γ)

την αποφυγή ορισμένων επενδύσεων·

δ)

την παραχώρηση αδειών υπό δίκαιους, εύλογους και αμερόληπτους όρους για περιουσιακά στοιχεία που εξαγοράσθηκαν ή αναπτύχθηκαν με τη βοήθεια ξένων επιδοτήσεων·

ε)

τη δημοσίευση αποτελεσμάτων έρευνας και ανάπτυξης·

στ)

την εκποίηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων·

ζ)

την απαίτηση οι επιχειρήσεις να λύσουν την εν λόγω συγκέντρωση·

η)

την επιστροφή της ξένης επιδότησης με τον ανάλογο τόκο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (20)·

θ)

την απαίτηση οι οικείες επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τη διοικητική τους δομή.

5.   Η Επιτροπή επιβάλλει, κατά περίπτωση, απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένης της περιοδικής υποβολής εκθέσεων σχετικά με την εφαρμογή των δεσμεύσεων και των επανορθωτικών μέτρων που απαριθμούνται στην παράγραφο 4.

6.   Όταν η υπό έρευνα επιχείρηση προτείνει την επιστροφή της ξένης επιδότησης με τον ανάλογο τόκο, η Επιτροπή αποδέχεται την εν λόγω επιστροφή ως δέσμευση μόνο εάν μπορεί να βεβαιωθεί ότι η επιστροφή είναι διαφανής, επαληθεύσιμη και αποτελεσματική, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τον κίνδυνο καταστρατήγησης.

Άρθρο 8

Ενημέρωση για μελλοντικές συγκεντρώσεις και διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων

Στις αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με τα άρθρα 11, 25 και 31, και εφόσον κρίνεται αναλογικό και αναγκαίο, η υπό έρευνα επιχείρηση μπορεί να υποχρεώνεται να ενημερώνει την Επιτροπή, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, σχετικά με τη συμμετοχή της σε συγκεντρώσεις ή διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων κοινοποίησης σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 29.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΞΕΝΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

Άρθρο 9

Αυτεπάγγελτος έλεγχος ξένων επιδοτήσεων

1.   Η Επιτροπή μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να εξετάζει πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή, συμπεριλαμβανομένου κράτους μέλους, φυσικού ή νομικού προσώπου ή ένωσης, σχετικά με ξένες επιδοτήσεις που φέρονται ότι στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά.

2.   Οι αυτεπάγγελτοι έλεγχοι στον τομέα των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων περιορίζονται στις ανατεθείσες συμβάσεις.

Τέτοιου είδους έλεγχοι δεν έχουν ως αποτέλεσμα την ακύρωση της απόφασης ανάθεσης σύμβασης ή την καταγγελία σύμβασης.

Άρθρο 10

Προκαταρκτικός έλεγχος

1.   Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 9 καταδεικνύουν την πιθανότητα να υπάρχει ξένη επιδότηση που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή αναζητεί όλες τις πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες για να εκτιμήσει, σε προκαταρκτική βάση, κατά πόσον η υπό εξέταση χρηματοδοτική συνεισφορά συνιστά ξένη επιδότηση και εάν στρεβλώνει την εσωτερική αγορά. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή μπορεί ιδίως:

α)

να ζητεί πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 13· και

β)

να διενεργεί ελέγχους εντός και εκτός της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 14 ή το άρθρο 15.

2.   Όταν κράτος μέλος έχει ενημερώσει την Επιτροπή ότι προβλέπεται ή έχει κινηθεί σχετική εθνική διαδικασία, η Επιτροπή ενημερώνει το εν λόγω κράτος μέλος σχετικά με την έναρξη του προκαταρκτικού ελέγχου. Ειδικότερα, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη που έχουν ενημερώσει με κοινοποίηση την Επιτροπή σχετικά με εθνική διαδικασία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/452 για την έναρξη του προκαταρκτικού ελέγχου. Όταν ο προκαταρκτικός έλεγχος κινηθεί σε σχέση με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, η Επιτροπή ενημερώνει επίσης την οικεία αναθέτουσα αρχή ή τον οικείο αναθέτοντα φορέα.

3.   Όταν η Επιτροπή, βάσει του προκαταρκτικού ελέγχου, έχει επαρκείς ενδείξεις ότι χορηγήθηκε σε επιχείρηση ξένη επιδότηση η οποία προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά:

α)

εκδίδει απόφαση για την έναρξη διεξοδικής έρευνας («απόφαση για την έναρξη διεξοδικής έρευνας»), η οποία συνοψίζει τα σχετικά πραγματικά και νομικά ζητήματα και περιλαμβάνει την προκαταρκτική εκτίμηση ως προς την ύπαρξη ξένης επιδότησης και την πραγματική ή δυνητική στρέβλωση στην εσωτερική αγορά·

β)

ενημερώνει την υπό έρευνα επιχείρηση·

γ)

ενημερώνει τα κράτη μέλη και, όταν κινηθεί διεξοδική έρευνα σε σχέση με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, την οικεία αναθέτουσα αρχή ή τον οικείο αναθέτοντα φορέα· και

δ)

δημοσιεύει ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλώντας για τη γραπτή υποβολή απόψεων εντός προθεσμίας που καθορίζεται από την Επιτροπή.

4.   Εάν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια προκαταρκτικού ελέγχου, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ανεπαρκείς ενδείξεις για την έναρξη διεξοδικής έρευνας, είτε επειδή δεν υπάρχει ξένη επιδότηση είτε επειδή υπάρχουν ανεπαρκείς ενδείξεις πραγματικής ή δυνητικής στρέβλωσης στην εσωτερική αγορά, περατώνει τον προκαταρκτικό έλεγχο, ενημερώνει την υπό έρευνα επιχείρηση και τα κράτη μέλη που ενημερώθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθώς και την οικεία αναθέτουσα αρχή ή τον οικείο αναθέτοντα φορέα, όταν ο προκαταρκτικός έλεγχος κινήθηκε σε σχέση με διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.

Άρθρο 11

Διεξοδική έρευνα

1.   Κατά τη διεξοδική έρευνα, η Επιτροπή προβαίνει σε περαιτέρω εκτίμηση της ξένης επιδότησης που προσδιορίστηκε στην απόφαση για την έναρξη διεξοδικής έρευνας, και αναζητά όλες τις πληροφορίες που θεωρεί απαραίτητες σύμφωνα με τα άρθρα 13, 14 και 15.

2.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, δυνάμει των άρθρων 4 έως 6, ότι ξένη επιδότηση προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά, μπορεί να εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων («απόφαση με επανορθωτικά μέτρα»). Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

3.   Όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, δυνάμει των άρθρων 4 έως 6, ότι ξένη επιδότηση προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά και η υπό έρευνα επιχείρηση προσφέρει δεσμεύσεις τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί κατάλληλες και επαρκείς για την πλήρη και αποτελεσματική αποκατάσταση της στρέβλωσης, μπορεί να εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης προκειμένου να καταστήσει τις εν λόγω δεσμεύσεις υποχρεωτικές για την επιχείρηση («απόφαση με δεσμεύσεις»). Η απόφαση αποδοχής της επιστροφής ξένης επιδότησης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 6 θεωρείται απόφαση με δεσμεύσεις. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων («απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων») όταν διαπιστώνει ότι:

α)

δεν επιβεβαιώνεται η προκαταρκτική εκτίμηση, όπως ορίζεται στην απόφασή της για την έναρξη διεξοδικής έρευνας· ή

β)

η στρέβλωση στην εσωτερική αγορά αντισταθμίζεται από θετικά αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 6.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

5.   Η Επιτροπή προσπαθεί κατά το δυνατόν να λαμβάνει απόφαση εντός προθεσμίας 18 μηνών από την έναρξη της διεξοδικής έρευνας.

Άρθρο 12

Προσωρινά μέτρα

1.   Για τη διαφύλαξη του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και την πρόληψη ανεπανόρθωτης ζημίας, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης που διατάσσει προσωρινά μέτρα, όταν:

α)

υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι μια χρηματοδοτική συνεισφορά αποτελεί ξένη επιδότηση και προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά· και

β)

υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία στον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

2.   Τα προσωρινά μέτρα μπορούν ιδίως, αλλά όχι αποκλειστικά, να συνίστανται στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχεία α), γ) και δ). Δεν είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

3.   Τα προσωρινά μέτρα εφαρμόζονται είτε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η οποία μπορεί να ανανεωθεί εφόσον είναι αναγκαίο και σκόπιμο, είτε έως ότου ληφθεί η τελική απόφαση.

Άρθρο 13

Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

1.   Για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή μπορεί να ζητεί πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από μια υπό έρευνα επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την προσφορά της στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης.

3.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητεί τις πληροφορίες αυτές από άλλες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τις προσφορές τους σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

4.   Στην αίτηση παροχής πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3:

α)

δηλώνεται η νομική βάση και ο σκοπός της, προσδιορίζεται ποιες πληροφορίες απαιτούνται και ορίζεται η κατάλληλη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

β)

περιέχεται δήλωση ότι, εάν οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι εσφαλμένες, ελλιπείς ή παραπλανητικές, μπορεί να επιβληθούν τα πρόστιμα ή οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 17·

γ)

περιέχεται δήλωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, η έλλειψη συνεργασίας επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει απόφαση βάσει των διαθέσιμων σε αυτή στοιχείων.

5.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, τα κράτη μέλη της παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού. Η παράγραφος 4 στοιχείο α) εφαρμόζεται αναλογικά.

6.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητεί από την τρίτη χώρα να παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Η παράγραφος 4 στοιχεία α) και γ) εφαρμόζεται αναλογικά.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας. Όταν η εξέταση δεν διεξάγεται στις εγκαταστάσεις της Επιτροπής ή τηλεφωνικά ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα, πριν την εξέταση η Επιτροπή:

α)

ενημερώνει το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η εξέταση· ή

β)

λαμβάνει τη συγκατάθεση της τρίτης χώρας στο έδαφος της οποίας πρόκειται να πραγματοποιηθεί η εξέταση.

Άρθρο 14

Έλεγχοι εντός της Ένωσης

1.   Προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί τους αναγκαίους ελέγχους σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων.

2.   Όταν η Επιτροπή διενεργεί τέτοιου είδους έλεγχο, οι υπάλληλοι που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργειά της έχουν την εξουσία να:

α)

εισέρχονται σε εγκαταστάσεις, εκτάσεις γης και μεταφορικά μέσα της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων·

β)

εξετάζουν βιβλία και άλλα επαγγελματικά έγγραφα, ανεξάρτητα από το μέσο στο οποίο είναι αποθηκευμένα, να έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία στην οποία έχει πρόσβαση ο υποκείμενος στον έλεγχο φορέας, καθώς και να παίρνουν ή να ζητούν σε οποιαδήποτε μορφή αντίγραφα ή αποσπάσματα από τα εν λόγω βιβλία ή έγγραφα·

γ)

ζητούν από κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων εξηγήσεις για τα πραγματικά περιστατικά ή τα έγγραφα που συνδέονται με το αντικείμενο και τον σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ)

σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και βιβλία ή έγγραφα για τη χρονική περίοδο και στον βαθμό που απαιτείται για τον έλεγχο.

3.   Η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων υποβάλλεται στους ελέγχους που διατάζει η Επιτροπή με απόφασή της. Οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου ασκούν τις εξουσίες τους αφού προηγουμένως επιδείξουν απόφαση της Επιτροπής στην οποία:

α)

προσδιορίζεται το αντικείμενο και ο σκοπός του ελέγχου·

β)

περιέχεται δήλωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, η έλλειψη συνεργασίας επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει απόφαση βάσει των διαθέσιμων σε αυτή στοιχείων·

γ)

αναφέρεται η δυνατότητα επιβολής των προστίμων ή των περιοδικών χρηματικών ποινών που προβλέπονται στο άρθρο 17· και

δ)

τονίζεται το δικαίωμα ελέγχου της απόφασης από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

4.   Η Επιτροπή ενημερώνει για τη διενέργεια του ελέγχου καθώς και για την ημερομηνία έναρξής της, σε εύθετο χρόνο πριν από αυτή, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος.

5.   Οι υπάλληλοι και τα λοιπά άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί ή διοριστεί από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να διενεργηθεί ο έλεγχος οφείλουν, κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους ή της Επιτροπής, να παρέχουν την ενεργό συνδρομή τους στους υπαλλήλους και στα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή. Για τον σκοπό αυτό απολαύουν των εξουσιών που καθορίζονται στην παράγραφο 2.

6.   Σε περίπτωση που οι υπάλληλοι ή τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή διαπιστώσουν ότι μια επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντιώνεται στη διενέργεια ελέγχου που έχει διαταχθεί κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διενεργείται ο έλεγχος τους παρέχει κάθε αναγκαία συνδρομή και ζητεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, προκειμένου να μπορέσουν να διενεργήσουν τον έλεγχο. Αν για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο απαιτείται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, άδεια δικαστικής αρχής, ζητείται η άδεια αυτή. Η εν λόγω άδεια μπορεί επίσης να ζητηθεί ως προληπτικό μέτρο.

7.   Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ένα κράτος μέλος πραγματοποιεί στο έδαφός του κάθε είδους έλεγχο ή άλλο μέτρο διερεύνησης βάσει της εθνικής του νομοθεσίας προκειμένου να εξακριβώσει εάν υφίσταται ξένη επιδότηση η οποία προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά.

Άρθρο 15

Έλεγχοι εκτός της Ένωσης

Για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή μπορεί να διενεργεί ελέγχους στο έδαφος τρίτης χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση της εν λόγω τρίτης χώρας έχει ενημερωθεί επισήμως και δεν έχει εγείρει καμία αντίρρηση για τον έλεγχο. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητεί από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων τη συγκατάθεσή της για τον έλεγχο. Το άρθρο 14 παράγραφοι 1, 2 και 3 στοιχεία α) και β) εφαρμόζονται αναλογικά.

Άρθρο 16

Άρνηση συνεργασίας

1.   Η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει απόφαση δυνάμει του άρθρου 10, του άρθρου 11, του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ή του άρθρου 31 παράγραφος 2, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, όταν μια υπό έρευνα επιχείρηση ή μια τρίτη χώρα που χορήγησε την ξένη επιδότηση:

α)

παράσχει ελλιπείς, εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 13·

β)

δεν παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται εντός της προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή·

γ)

αρνηθεί να υποβληθεί στην επιθεώρηση της Επιτροπής εντός ή εκτός της Ένωσης που διατάσσεται βάσει του άρθρου 14 ή του άρθρου 15· ή

δ)

άλλως παρεμποδίζει τον προκαταρκτικό έλεγχο ή τη διεξοδική έρευνα.

2.   Όταν επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, κράτος μέλος ή τρίτη χώρα έχει παράσχει εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες στην Επιτροπή, οι πληροφορίες αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη.

3.   Όταν επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένης δημόσιας επιχείρησης η οποία ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από το κράτος, δεν παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να προσδιοριστεί εάν μια χρηματοδοτική συνεισφορά τής αποφέρει όφελος, η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αποκτήσει τέτοιο όφελος.

4.   Με την εφαρμογή των διαθέσιμων στοιχείων, το αποτέλεσμα της διαδικασίας μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκό για την επιχείρηση από ό, τι εάν είχε συνεργαστεί.

Άρθρο 17

Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές

1.   Η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση, να επιβάλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές όταν η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

παρέχει ελλιπείς, εσφαλμένες, ή παραπλανητικές πληροφορίες, κατά την απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 13, ή δεν παρέχει πληροφορίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας·

β)

παρουσιάζει κατά τρόπο ελλιπή τα απαιτούμενα βιβλία ή άλλα έγγραφα επαγγελματικού περιεχομένου κατά τη διάρκεια ελέγχων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 14·

γ)

απαντώντας σε ερώτημα που της έχει τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ):

i)

δίνει εσφαλμένη ή παραπλανητική απάντηση·

ii)

παραλείπει να διορθώσει εντός της προθεσμίας που έθεσε η Επιτροπή ανακριβή, ελλιπή ή παραπλανητική απάντηση που έδωσε μέλος του προσωπικού της· ή

iii)

παραλείπει ή αρνείται να δώσει πλήρη απάντηση για ζητήματα που άπτονται του αντικειμένου και του σκοπού της επιθεώρησης που διατάσσεται με απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 3·

δ)

αρνείται να υποβληθεί στους ελέγχους που διατάσσονται βάσει του άρθρου 14 ή έχει διαρρήξει σφραγίδες οι οποίες ετέθησαν σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 στοιχείο δ)· ή

ε)

δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις πρόσβασης στον φάκελο ή με τους όρους δημοσιοποίησης που επιβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 4.

2.   Τα πρόστιμα που επιβάλλονται βάσει της παραγράφου 1 δεν υπερβαίνουν το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.

3.   Οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται βάσει της παραγράφου 1 δεν υπερβαίνουν το 5 % του μέσου ημερήσιου συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε εργάσιμη ημέρα καθυστέρησης, υπολογισμένο από την ημερομηνία που ορίζεται στην απόφαση, έως ότου η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων υποβάλει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες, όπως απαίτησε η Επιτροπή, ή έως ότου υποβληθεί σε έλεγχο.

4.   Πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), η Επιτροπή ορίζει τελική προθεσμία δύο εβδομάδων για να λάβει τις πληροφορίες που λείπουν από την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων.

5.   Όταν η επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με απόφαση με δεσμεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, με απόφαση με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 12 ή με απόφαση με επανορθωτικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί, με απόφαση, να επιβάλει:

α)

πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος· ή

β)

περιοδικές χρηματικές ποινές που δεν υπερβαίνουν το 5 % του μέσου ημερήσιου συνολικού κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης, εκκινώντας από την ημέρα της απόφασης της Επιτροπής για την επιβολή των εν λόγω χρηματικών ποινών, έως ότου η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η οικεία επιχείρηση συμμορφώνεται με την απόφαση.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να επιβάλλει τέτοια πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές σε περίπτωση που μια επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 11, 25 ή 31, η οποία υποχρεώνει την επιχείρηση να ενημερώσει την Επιτροπή για τη μελλοντική της συμμετοχή σε συγκεντρώσεις ή διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 8.

6.   Όταν καθορίζει το ύψος του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, ενώ λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι αρχές της αναλογικότητας και της καταλληλότητας.

7.   Στην περίπτωση κατά την οποία η οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εκπληρώσει την υποχρέωση για την τήρηση της οποίας επιβλήθηκε περιοδική χρηματική ποινή, η Επιτροπή δύναται να καθορίσει το οριστικό ύψος της περιοδικής αυτής ποινής σε επίπεδο κατώτερο από εκείνο της αρχικής απόφασης που επέβαλε την περιοδική ποινή.

Άρθρο 18

Ανάκληση

1.   Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλεί απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφοι 2, 3 ή 4, το άρθρο 25 παράγραφος 3 και το άρθρο 31 παράγραφοι 1, 2 ή 3, και να εκδίδει νέα εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

η επιχείρηση στην οποία απευθυνόταν η αρχική απόφαση ενεργεί κατά παράβαση των δεσμεύσεών της ή των επανορθωτικών μέτρων που επιβλήθηκαν·

β)

η αρχική απόφαση βασίστηκε σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες·

γ)

τα επανορθωτικά μέτρα ή οι δεσμεύσεις δεν έχουν αποτέλεσμα.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

2.   Η ανάκληση και η έκδοση νέας απόφασης από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επηρεάζει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα που αναθέτει σύμβαση. Επίσης, δεν θίγει σύμβαση που έχει ήδη συναφθεί μετά την εν λόγω απόφαση ανάθεσης.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

ΣΥΓΚΕΝΤΡΏΣΕΙΣ

Άρθρο 19

Στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά από ξένες επιδοτήσεις σε συγκεντρώσεις

Όταν εκτιμάται εάν ξένη επιδότηση σε συγκέντρωση στρεβλώνει την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 ή του άρθρου 5, η εν λόγω εκτίμηση περιορίζεται στο πλαίσιο της εκάστοτε συγκέντρωσης. Κατά την εκτίμηση λαμβάνονται υπόψη μόνον οι ξένες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν κατά τα τρία έτη πριν τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής.

Άρθρο 20

Συγκεντρώσεις και όρια κοινοποίησης

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, συγκέντρωση θεωρείται ότι υπάρχει όταν προκύπτει μόνιμη μεταβολή του ελέγχου:

α)

είτε από τη συγχώνευση δύο ή περισσότερων προηγουμένως ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων·

β)

είτε από την απόκτηση, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ελέγχουν ήδη μία τουλάχιστον επιχείρηση ή από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, με την αγορά τίτλων ή στοιχείων του ενεργητικού, με σύμβαση ή με άλλο τρόπο, άμεσου ή έμμεσου ελέγχου του συνόλου ή τμημάτων μίας ή περισσότερων άλλων επιχειρήσεων.

2.   Η δημιουργία κοινής επιχείρησης που εκπληροί μόνιμα όλες τις λειτουργίες μιας αυτόνομης οικονομικής ενότητας αποτελεί συγκέντρωση κατά την έννοια της παραγράφου 1.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, «συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης» θεωρείται ότι υπάρχει όταν, σε συγκέντρωση:

α)

τουλάχιστον μία από τις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις, είτε η εξαγοραζόμενη είτε η κοινή επιχείρηση, είναι εγκατεστημένη στην Ένωση και παράγει συνολικό κύκλο εργασιών στην Ένωση τουλάχιστον 500 εκατομμυρίων EUR· και

β)

οι ακόλουθες επιχειρήσεις, εισέπραξαν από τρίτες χώρες συνδυασμένες συνολικές χρηματοδοτικές συνεισφορές άνω των 50 εκατομμυρίων EUR κατά τα τρία έτη πριν τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής:

i)

σε περίπτωση εξαγοράς, η αποκτούσα ή οι αποκτούσες και η εξαγοραζόμενη επιχείρηση·

ii)

σε περίπτωση συγχώνευσης, οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις·

iii)

σε περίπτωση κοινής επιχείρησης, οι επιχειρήσεις που δημιουργούν την κοινή επιχείρηση και η κοινή επιχείρηση.

4.   Δεν θεωρείται ότι υπάρχει συγκέντρωση όταν:

α)

πιστωτικοί ή άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί ή ασφαλιστικές εταιρείες, στις συνήθεις δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνεται η εμπορία και η διαπραγμάτευση τίτλων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτων, κατέχουν προσωρινά τίτλους μιας επιχείρησης που απέκτησαν με σκοπό τη μεταπώλησή τους, εφόσον δεν ασκούν τα δικαιώματα ψήφου που παρέχουν οι τίτλοι αυτοί με σκοπό να καθορίσουν την ανταγωνιστική συμπεριφορά της επιχείρησης ή εφόσον ασκούν τα δικαιώματα ψήφου με μοναδικό σκοπό να προετοιμάσουν τη διάθεση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης ή των περιουσιακών της στοιχείων ή τη διάθεση αυτών των τίτλων, η δε διάθεση αυτή πραγματοποιείται εντός ενός έτους από την ημερομηνία απόκτησης των τίτλων·

β)

τον έλεγχο ασκεί πρόσωπο εντεταλμένο από δημόσια αρχή δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους περί εκκαθάρισης, πτώχευσης, παύσης πληρωμών, πτωχευτικού συμβιβασμού ή ανάλογων διαδικασιών·

γ)

οι πράξεις της παραγράφου 1 στοιχείο β) πραγματοποιούνται από τις χρηματοδοτικές επιχειρήσεις συμμετοχών του άρθρου 2 παράγραφος 15 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα ψήφου επί της συμμετοχής ασκούνται, ιδίως όσον αφορά το διορισμό των μελών των οργάνων διεύθυνσης και εποπτείας των επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχουν, μόνο για τη διατήρηση της πλήρους αξίας των επενδύσεων αυτών και όχι για τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων.

Η προθεσμία ενός έτους που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α) μπορεί να παρατείνεται από την Επιτροπή κατόπιν αιτήσεως, εφόσον οι οικείοι οργανισμοί ή εταιρείες αποδεικνύουν ότι δεν ήταν ευλόγως δυνατή η διάθεση εντός της ορισθείσας προθεσμίας·

5.   Ο έλεγχος συνίσταται σε δικαιώματα, συμβάσεις ή άλλα μέσα, τα οποία, είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλα, και λαμβανομένων υπόψη των σχετικών πραγματικών ή νομικών περιστάσεων, παρέχουν τη δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μιας επιχείρησης, και ιδίως:

α)

σε δικαιώματα κυριότητας ή χρήσης επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης·

β)

σε δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν καθοριστική επιρροή επί της σύνθεσης, των ψηφοφοριών ή των αποφάσεων των οργάνων μιας επιχείρησης.

6.   Ο έλεγχος αποκτάται από πρόσωπα ή επιχειρήσεις τα οποία:

α)

είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι των συμβάσεων αυτών· ή

β)

χωρίς να είναι υποκείμενα των δικαιωμάτων ή δικαιούχοι των συμβάσεων, μπορούν να ασκούν τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές.

Άρθρο 21

Προηγούμενη κοινοποίηση των συγκεντρώσεων

1.   Οι συγκεντρώσεις που χρήζουν κοινοποίησης κοινοποιούνται στην Επιτροπή πριν από την πραγματοποίησή τους και μετά τη σύναψη της συμφωνίας, τη δημοσίευση της δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή την απόκτηση ελέγχουσας συμμετοχής.

2.   Οι οικείες επιχειρήσεις μπορούν επίσης να κοινοποιούν την προτεινόμενη συγκέντρωση όταν αποδεικνύουν στην Επιτροπή την ύπαρξη καλόπιστης προθέσεως για σύναψη συμφωνίας ή, σε περίπτωση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς, εφόσον έχουν δημοσιοποιήσει πρόθεση ανάλογης προσφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η σχεδιαζόμενη συμφωνία ή δημόσια προσφορά εξαγοράς θα καταλήξει σε συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Οι πράξεις συγκέντρωσης που συνίστανται σε συγχώνευση κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή σε από κοινού απόκτηση του ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 στοιχείο β), κοινοποιούνται από κοινού από τους συμμετέχοντες στις πράξεις αυτές. Στις λοιπές περιπτώσεις, η κοινοποίηση γίνεται από το πρόσωπο ή την επιχείρηση που αποκτά τον έλεγχο του συνόλου ή τμημάτων μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων.

4.   Όταν οι οικείες επιχειρήσεις παραλείψουν να τηρήσουν την υποχρέωσή τους προς κοινοποίηση, η Επιτροπή μπορεί, ζητώντας την κοινοποίησή της, να ελέγξει μια πράξη συγκέντρωσης που χρήζει κοινοποίησης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από τις προθεσμίες του άρθρου 24 παράγραφοι 1 και 4.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει την προηγούμενη κοινοποίηση οποιασδήποτε συγκέντρωσης, η οποία δεν χρήζει κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 20, ανά πάσα στιγμή πριν από την υλοποίησή της, εάν υποψιάζεται ότι ξένες επιδοτήσεις ενδέχεται να έχουν χορηγηθεί στις οικείες επιχειρήσεις κατά την τριετία πριν από τη συγκέντρωση. Η συγκέντρωση αυτή θα θεωρείται συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 22

Υπολογισμός του κύκλου εργασιών

1.   Ο συνολικός κύκλος εργασιών περιλαμβάνει τα ποσά που εισπράττουν οι οικείες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου οικονομικού έτους από την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στις συνήθεις δραστηριότητές τους, αφού αφαιρεθούν οι εκπτώσεις επί των πωλήσεων καθώς και ο φόρος προστιθέμενης αξίας και άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών. Ο συνολικός κύκλος εργασιών μιας επιχείρησης δεν περιλαμβάνει την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ επιχειρήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Ο κύκλος εργασιών στην Ένωση περιλαμβάνει προϊόντα που πωλούνται και υπηρεσίες που παρέχονται σε επιχειρήσεις ή καταναλωτές στην Ένωση.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, εφόσον η συγκέντρωση πραγματοποιείται με την απόκτηση τμημάτων μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, ασχέτως αν τα τμήματα αυτά έχουν ή όχι νομική προσωπικότητα, λαμβάνεται υπόψη, όσον αφορά τον πωλητή ή τους πωλητές, μόνον ο κύκλος εργασιών ο σχετικός με τα τμήματα που αποτελούν αντικείμενο της συγκέντρωσης.

Ωστόσο, δύο ή περισσότερες πράξεις, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός περιόδου δύο ετών μεταξύ των ιδίων προσώπων ή επιχειρήσεων αντιμετωπίζονται ως μία μόνο συγκέντρωση που προκύπτει κατά την ημερομηνία της πιο πρόσφατης πράξης.

3.   Χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα αντί του κύκλου εργασιών:

α)

για τα πιστωτικά ιδρύματα και τους λοιπούς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, το συνολικό ποσό των ακόλουθων κατηγοριών εσόδων, όπως ορίζονται από την οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου (22), αφού αφαιρεθούν, κατά περίπτωση, ο φόρος προστιθέμενης αξίας και οι άλλοι φόροι που συνδέονται άμεσα με τα εν λόγω προϊόντα:

i)

έσοδα από τόκους και εξομοιούμενα έσοδα·

ii)

έσοδα από τίτλους:

έσοδα από μετοχές, μερίδια και άλλους τίτλους μεταβλητής αποδόσεως,

έσοδα από συμμετοχές,

έσοδα από μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις·

iii)

έσοδα προμηθειών·

iv)

καθαρά κέρδη από χρηματοπιστωτικές πράξεις·

v)

άλλα έσοδα εκμετάλλευσης·

β)

για τις ασφαλιστικές εταιρείες, η αξία των ακαθάριστων ασφαλίστρων που περιλαμβάνει όλα τα εισπραχθέντα και προς είσπραξη ποσά δυνάμει των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν συναφθεί από αυτές ή για λογαριασμό τους, περιλαμβανομένων των ασφαλίστρων που έχουν εκχωρηθεί στους αντασφαλιστές και μετά την έκπτωση των φόρων και λοιπών τελών που εισπράττονται βάσει του ποσού των ασφαλίστρων ή του συνολικού μεγέθους του ποσού αυτού.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α), για ένα πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ο κύκλος εργασιών στην Ένωση περιλαμβάνει τα στοιχεία εισοδήματος, όπως ορίζονται στο εν λόγω σημείο, τα οποία λαμβάνονται από το υποκατάστημα ή τμήμα του εν λόγω ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση.

Για το σκοπό του στοιχείου β), όσον αφορά τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο κύκλος εργασιών στην Ένωση περιλαμβάνει ακαθάριστα ασφάλιστρα που λαμβάνονται από κατοίκους της Ένωσης.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για να υπολογισθεί ο συνολικός κύκλος εργασιών της οικείας επιχείρησης προστίθενται οι αντίστοιχοι κύκλοι εργασιών:

α)

της οικείας επιχείρησης·

β)

των επιχειρήσεων στις οποίες η επιχείρηση διαθέτει άμεσα ή έμμεσα:

i)

πάνω από το ήμισυ του κεφαλαίου ή της περιουσίας της επιχείρησης·

ii)

τη δυνατότητα να ασκεί πάνω από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου·

iii)

την εξουσία να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του εποπτικού ή διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν κατά νόμο τις εν λόγω επιχειρήσεις· ή

iv)

το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις των εν λόγω επιχειρήσεων·

γ)

των επιχειρήσεων που διαθέτουν στην οικεία επιχείρηση οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

δ)

των επιχειρήσεων στις οποίες μια επιχείρηση όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ) διαθέτει οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο β)·

ε)

των επιχειρήσεων στις οποίες δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις όπως αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) διαθέτουν οποιοδήποτε από τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που αναφέρονται στο στοιχείο β).

5.   Όταν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που απαριθμούνται στην παράγραφο 4 στοιχείο β), για τον υπολογισμό του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων:

α)

λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και τυχόν τρίτων επιχειρήσεων, αυτός δε ο κύκλος εργασιών κατανέμεται εξίσου μεταξύ των συμμετεχουσών επιχειρήσεων·

β)

δεν λαμβάνεται υπόψη ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών μεταξύ της κοινής επιχείρησης και καθεμιάς από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή κάθε άλλης επιχείρησης που συνδέεται με μία από αυτές κατά την έννοια της παραγράφου 4 στοιχεία β) έως ε).

Άρθρο 23

Συγκέντρωση χρηματοδοτικών συνεισφορών

Η συνολική χρηματοδοτική συνεισφορά στην οικεία επιχείρηση υπολογίζεται προσθέτοντας τις αντίστοιχες χρηματοδοτικές συνεισφορές που παρείχαν τρίτες χώρες σε όλες τις επιχειρήσεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 και στο άρθρο 22 παράγραφος 4 στοιχεία α) έως ε).

Άρθρο 24

Αναστολή συγκεντρώσεων και προθεσμίες

1.   Συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης δεν πραγματοποιείται πριν από την κοινοποίησή της.

Επιπλέον:

α)

όταν η Επιτροπή λάβει πλήρη κοινοποίηση, η συγκέντρωση δεν πραγματοποιείται για περίοδο 25 εργάσιμων ημερών μετά την εν λόγω παραλαβή.

β)

όταν η Επιτροπή ξεκινά διεξοδική έρευνα το αργότερο 25 εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης, η συγκέντρωση δεν πραγματοποιείται για περίοδο 90 εργάσιμων ημερών μετά την έναρξη της διεξοδικής έρευνας. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά 15 εργάσιμες ημέρες, όταν οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις προσφέρουν δεσμεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 με σκοπό να αποκατασταθεί η στρέβλωση στην εσωτερική αγορά.

γ)

όταν η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α) ή β), η συγκέντρωση μπορεί να υλοποιηθεί μετά την απόφαση αυτή.

Η χρονική περίοδος που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) αρχίζει την εργάσιμη ημέρα μετά την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης ή την έκδοση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής.

2.   Η παράγραφος 1 δεν αποκλείει την πραγματοποίηση δημόσιας προσφοράς εξαγοράς ή σειράς συναλλαγών σε τίτλους, περιλαμβανομένων των μετατρέψιμων σε άλλους τίτλους εισηγμένους σε αγορά, όπως η χρηματιστηριακή, μέσω των οποίων αποκτάται έλεγχος από τους διάφορους πωλητές, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

η συγκέντρωση κοινοποιείται αμελλητί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 21· και

β)

ο αποκτών δεν ασκεί τα δικαιώματα ψήφου που απορρέουν από τους εν λόγω τίτλους ή τα ασκεί μόνο για να διατηρήσει την πλήρη αξία της επένδυσής του βάσει παρεκκλίσεως που παρέχει η Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

3.   Η Επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση, να χορηγήσει απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 ή 2. Η αίτηση για τη χορήγηση απαλλαγής αναφέρει τους λόγους της αίτησης αυτής. Όταν αποφασίζει επί της αίτησης, η Επιτροπή λαμβάνει ιδίως υπόψη τις επιπτώσεις της αναστολής σε μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη συγκέντρωση ή σε τρίτους, καθώς και τον κίνδυνο στρέβλωσης στην εσωτερική αγορά που ενέχει η συγκέντρωση. Μια τέτοια απαλλαγή μπορεί να γίνει υπό ορισμένους όρους και υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει στρέβλωση στην εσωτερική αγορά. Η απαλλαγή μπορεί να ζητείται και να χορηγείται οποτεδήποτε, είτε πριν από την κοινοποίηση είτε μετά τη συναλλαγή.

4.   Οι προθεσμίες της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου παρατείνονται εάν οι οικείες επιχειρήσεις υποβάλουν σχετικό αίτημα το αργότερο 15 εργάσιμες ημέρες μετά την έναρξη της διεξοδικής έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 10. Οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν να υποβάλουν μόνο μία τέτοια αίτηση.

Οι προθεσμίες της παραγράφου 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου μπορεί να παραταθούν ανά πάσα στιγμή μετά την έναρξη της διεξοδικής έρευνας, από την Επιτροπή με τη σύμφωνη γνώμη των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.

Η συνολική διάρκεια των παρατάσεων με βάση την παρούσα παράγραφο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες.

5.   Η Επιτροπή μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να αναστείλει τις προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 όταν οι επιχειρήσεις δεν παρέχουν τις πλήρεις πληροφορίες που απαίτησε βάσει του άρθρου 13 ή αρνήθηκαν να υποβληθούν σε επιθεώρηση που διατάσσεται με απόφαση δυνάμει του άρθρου 14.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3, χωρίς να δεσμεύεται από τις προθεσμίες των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου, όταν:

α)

διαπιστώνει ότι μια συγκέντρωση υλοποιήθηκε κατά παράβαση των δεσμεύσεων που συνδέονται με απόφαση του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α) · ή

β)

έχει ανακληθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1.

7.   Κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται κατά παράβαση της παραγράφου 1 θεωρείται έγκυρη μόνο μετά την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3.

8.   Το παρόν άρθρο ουδόλως θίγει το κύρος των συναλλαγών σε τίτλους, περιλαμβανομένων και τίτλων μετατρέψιμων σε άλλους τίτλους που είναι εισηγμένοι σε αγορά όπως η χρηματιστηριακή, εκτός εάν ο αγοραστής ή ο πωλητής γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η σχετική συναλλαγή πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση της παραγράφου 1.

Άρθρο 25

Διαδικαστικοί κανόνες που ισχύουν για τον προκαταρκτικό έλεγχο και τη διεξοδική έρευνα κοινοποιηθεισών συγκεντρώσεων

1.   Τα άρθρα 10, 11 παράγραφοι 1, 3 και 4, τα άρθρα 12 έως 16 και 18 εφαρμόζονται στις κοινοποιηθείσες συγκεντρώσεις.

2.   Η Επιτροπή μπορεί να ξεκινήσει διεξοδική έρευνα βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 3 το αργότερο 25 εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης.

3.   Μετά τη διεξοδική έρευνα, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή μιας από τις ακόλουθες αποφάσεις:

α)

απόφαση με δεσμεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3·

β)

απόφαση για μη προβολή αντιρρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4· ή

γ)

απόφαση με την οποία απαγορεύεται η συγκέντρωση, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η ξένη επιδότηση προκαλεί στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 6.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Οι αποφάσεις της παραγράφου 3 λαμβάνονται εντός 90 εργάσιμων ημερών μετά την έναρξη της διεξοδικής έρευνας, παρατείνονται δε ανάλογα με την περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 1 στοιχείο β) και παράγραφοι 4 και 5. Εάν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός της προθεσμίας αυτής, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιήσουν τη συγκέντρωση.

5.   Σε κάθε αίτηση παροχής πληροφοριών προς μια επιχείρηση, η Επιτροπή διευκρινίζει εάν οι προθεσμίες αναστέλλονται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 σε περίπτωση που η επιχείρηση παραλείψει να παράσχει πλήρεις πληροφορίες στην καθορισμένη προθεσμία.

6.   Η Επιτροπή, εάν διαπιστώσει ότι μια συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 1 ή που κοινοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 5 έχει ήδη υλοποιηθεί και ότι ξένες επιδοτήσεις προς αυτή τη συγκέντρωση στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά κατά την έννοια των άρθρων 4, 5 και 6, μπορεί να θεσπίσει ένα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)

να απαιτεί από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να λύσουν τη συγκέντρωση, ιδίως με τη διάλυση της συγχώνευσης ή τη διάθεση όλων των μετοχών ή στοιχείων του ενεργητικού που έχουν αποκτήσει, να αποκαταστήσουν την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης· ή, όταν η εν λόγω αποκατάσταση δεν είναι δυνατή μέσω της λύσης της συγκεντρώσεως, οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο για την κατά το δυνατόν επίτευξη αυτής της επανόδου στην προτέρα κατάσταση·

β)

να διατάσσει τη λήψη κάθε άλλου κατάλληλου μέτρου για να εξασφαλίσει τη λύση της συγκέντρωσης από τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις, ή τη λήψη άλλων μέτρων αποκατάστασης, που απαιτεί η απόφασή της.

Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου είτε με απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου είτε με χωριστή απόφαση.

Η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει με εκτελεστική πράξη υπό τη μορφή απόφασης οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β) της παρούσας παραγράφου, όταν διαπιστώνει ότι έχει πραγματοποιηθεί συγκέντρωση κατά παράβαση απόφασης ειλημμένης σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου με την οποία διαπιστώνεται ότι, ελλείψει των δεσμεύσεων, η συγκέντρωση πληροί το κριτήριο που ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

7.   Η Επιτροπή μπορεί επίσης να εκδώσει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης με την οποία διατάσσονται προσωρινά μέτρα του άρθρου 12, όταν:

α)

έχει πραγματοποιηθεί συγκέντρωση κατά παράβαση του άρθρου 21·

β)

έχει πραγματοποιηθεί συγκέντρωση κατά παράβαση απόφασης με δεσμεύσεις βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου.

Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

Άρθρο 26

Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές που εφαρμόζονται σε συγκεντρώσεις

1.   Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές όπως ορίζεται στο άρθρο 17.

2.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει επίσης στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που οι εν λόγω επιχειρήσεις, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παρέχουν εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες σε κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 21 ή σε συμπληρωματική αυτής κοινοποίηση.

3.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει επίσης στις συμμετέχουσες επιχειρήσεις πρόστιμα που δεν υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που οι εν λόγω επιχειρήσεις, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

παραλείπουν να κοινοποιήσουν συγκέντρωση που χρήζει κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 20 πριν από την πραγματοποίησή της, εκτός εάν εξουσιοδοτούνται ρητώς να το πράξουν από το άρθρο 24·

β)

πραγματοποιούν κοινοποιηθείσα συγκέντρωση κατά παράβαση του άρθρου 24·

γ)

πραγματοποιούν κοινοποιηθείσα συγκέντρωση που απαγορεύεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ)·

δ)

καταστρατήγησαν ή αποπειράθηκαν να καταστρατηγήσουν τις απαιτήσεις κοινοποίησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 27

Ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων

Ως ξένες επιδοτήσεις που προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν στρέβλωση στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων νοούνται ξένες επιδοτήσεις που επιτρέπουν σε έναν οικονομικό φορέα να υποβάλει προσφορά η οποία είναι αδικαιολόγητα συμφέρουσα σε σχέση με τα οικεία έργα, αγαθά ή υπηρεσίες. Η εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 4 του κατά πόσον υφίσταται στρέβλωση στην εσωτερική αγορά, καθώς και κατά πόσον μια προσφορά είναι αδικαιολόγητα συμφέρουσα σε σχέση με τα οικεία έργα, αγαθά ή υπηρεσίες, περιορίζεται στην εξεταζόμενη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Κατά την εκτίμηση λαμβάνονται υπόψη μόνον ξένες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν κατά τα τρία έτη πριν από την κοινοποίηση.

Άρθρο 28

Κατώτατα όρια κοινοποίησης στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων

1.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι προκύπτει ξένη χρηματοδοτική συνεισφορά σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης που χρήζει κοινοποίησης όταν:

α)

η εκτιμώμενη αξία αυτής της δημόσιας σύμβασης ή συμφωνίας-πλαισίου, εκτός ΦΠΑ, υπολογισμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, του άρθρου 5 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και του άρθρου 16 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, ή συγκεκριμένης σύμβασης στο πλαίσιο του δυναμικού συστήματος αγορών, είναι ίση ή μεγαλύτερη των 250 εκατομμυρίων EUR· και

β)

ο οικονομικός φορέας, περιλαμβανομένων των θυγατρικών του εταιρειών χωρίς εμπορική αυτονομία, των εταιρειών χαρτοφυλακίου του και, κατά περίπτωση, των κύριων υπεργολάβων και προμηθευτών του που συμμετέχουν στον ίδιο διαγωνισμό στη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, έλαβε συνολικές χρηματοδοτικές συνεισφορές κατά τα τρία έτη πριν την κοινοποίηση ή, κατά περίπτωση, την επικαιροποιημένη κοινοποίηση, ίσες ή μεγαλύτερες από 4 εκατομμύρια EUR ανά τρίτη χώρα.

2.   Όταν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας αποφασίζει να διαιρέσει τη σύμβαση σε τμήματα, θεωρείται ότι προκύπτει ξένη χρηματοδοτική συνεισφορά που χρήζει γνωστοποίησης στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ υπερβαίνει το κατώτατο όριο της παραγράφου 1 στοιχείο α) και η αξία του τμήματος ή η συνολική αξία όλων των τμημάτων τα οποία αφορά η προσφορά είναι ίση ή μεγαλύτερη από 125 εκατομμύρια EUR, η δε ξένη χρηματοδοτική συνεισφορά είναι ίση ή μεγαλύτερη από το κατώτατο όριο της παραγράφου 1 στοιχείο β).

3.   Οι διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/81/ΕΚ δεν εμπίπτουν στο παρόν κεφάλαιο.

4.   Οι διαδικασίες για την ανάθεση συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στο άρθρο 50 στοιχείο δ) της οδηγίας 2014/25/ΕΕ καλύπτονται από τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 του παρόντος κανονισμού και εξαιρούνται από την εφαρμογή του κεφαλαίου 4 του παρόντος κανονισμού.

5.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 29 παράγραφος 1, όταν τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες μπορούν να παρασχεθούν μόνο από συγκεκριμένο οικονομικό φορέα, σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, το άρθρο 32 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και το άρθρο 50 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, η δε εκτιμώμενη αξία της σύμβασης είναι ίση ή μεγαλύτερη από την αξία που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, οι οικονομικοί φορείς που υποβάλλουν προσφορά ή αίτηση συμμετοχής ενημερώνουν την Επιτροπή για όλες τις ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές, εάν πληρείται η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου. Με την επιφύλαξη της δυνατότητας να κινηθεί έλεγχος δυνάμει του κεφαλαίου 2 του παρόντος κανονισμού, η ενημέρωση αυτή δεν θεωρείται κοινοποίηση και δεν υπόκειται σε έρευνες δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.

6.   Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας αναφέρει στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή, όταν διεξάγεται διαδικασία χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, στα έγγραφα της προμήθειας, ότι οι οικονομικοί φορείς υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 29. Ωστόσο, η απουσία τέτοιας δήλωσης δεν θίγει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

Άρθρο 29

Προηγούμενη κοινοποίηση ή δήλωση ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων

1.   Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κοινοποίηση οικονομικών συνεισφορών σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2, οι οικονομικοί φορείς που συμμετέχουν σε διαδικασία δημόσιας σύμβασης, κοινοποιούν στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα όλες τις ξένες οικονομικές συνεισφορές όπως ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο β). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι οικονομικοί φορείς αναφέρουν σε δήλωση όλες τις ξένες χρηματοοικονομικές συνεισφορές που έλαβαν και επιβεβαιώνουν ότι οι ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές που έλαβαν δεν χρήζουν κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο β). Σε ανοικτή διαδικασία, η γνωστοποίηση ή η δήλωση υποβάλλεται μόνο μία φορά μαζί με την προσφορά. Σε διαδικασία με πολλαπλά στάδια, η κοινοποίηση ή η δήλωση υποβάλλεται δύο φορές, πρώτα με την αίτηση συμμετοχής και στη συνέχεια ως επικαιροποιημένη κοινοποίηση ή δήλωση με την υποβληθείσα ή την τελική προσφορά.

2.   Μόλις υποβληθεί η κοινοποίηση ή η δήλωση, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας διαβιβάζει αμελλητί την κοινοποίηση ή τη δήλωση στην Επιτροπή.

3.   Όταν στην αίτηση συμμετοχής ή την προσφορά δεν υπάρχει κοινοποίηση ή δήλωση, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς να υποβάλουν το σχετικό έγγραφο εντός 10 εργάσιμων ημερών. Οι προσφορές ή οι αιτήσεις συμμετοχής οικονομικών φορέων που υπόκεινται στις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου και τελικά δεν συνοδεύονται από την κοινοποίηση ή τη δήλωση της παραγράφου 1, παρόλο που η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας το ζήτησε σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, κηρύσσονται παράτυπες και απορρίπτονται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα. Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ενημερώνει την Επιτροπή για την εν λόγω απόρριψη.

4.   Η Επιτροπή εξετάζει το περιεχόμενο της κοινοποίησης που λαμβάνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποίηση είναι ελλιπής, κοινοποιεί τα πορίσματά της στην αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα και στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα και ζητεί από τον οικονομικό φορέα να συμπληρώσει το περιεχόμενό της εντός 10 εργάσιμων ημερών. Όταν η κοινοποίηση που συνοδεύει προσφορά ή αίτηση συμμετοχής παραμένει ελλιπής παρά το αίτημα της Επιτροπής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση που κηρύσσει παράτυπη την προσφορά. Στην απόφαση αυτή η Επιτροπή ζητεί επίσης από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα να εκδώσει απόφαση απόρριψης αυτής της παράτυπης προσφοράς ή αίτησης συμμετοχής.

5.   Η υποχρέωση κοινοποίησης ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών σύμφωνα με το παρόν άρθρο ισχύει για οικονομικούς φορείς, ενώσεις οικονομικών φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, στο άρθρο 19 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στο άρθρο 37 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ, καθώς και για κύριους υπεργολάβους και κύριους προμηθευτές γνωστούς κατά τον χρόνο υποβολής της πλήρους κοινοποίησης ή δήλωσης ή της πλήρους επικαιροποιημένης κοινοποίησης ή δήλωσης. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένας υπεργολάβος ή προμηθευτής θεωρείται κύριος όταν η συμμετοχή του διασφαλίζει βασικά στοιχεία της εκτέλεσης της σύμβασης και, σε κάθε περίπτωση, όταν το οικονομικό μερίδιο της συνεισφοράς του υπερβαίνει το 20 % της αξίας της υποβληθείσας προσφοράς.

6.   Εξ ονόματος ομίλων οικονομικών φορέων, κύριων υπεργολάβων και κύριων προμηθευτών, ο κύριος ανάδοχος κατά την έννοια των οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ ή κύριος παραχωρησιούχος κατά την έννοια της οδηγίας 2014/23/ΕΕ, διασφαλίζει την υποβολή της κοινοποίησης ή της δήλωσης. Για τους σκοπούς του άρθρου 33, ο κύριος ανάδοχος ή κύριος παραχωρησιούχος είναι υπεύθυνος μόνο για την ειλικρίνεια των δεδομένων που συνδέονται με τις δικές του ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές.

7.   Όταν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας, εξετάζοντας προσφορές, υποψιάζεται την ύπαρξη ξένων επιδοτήσεων, μολονότι είχε υποβληθεί δήλωση, κοινοποιεί τις υποψίες αυτές στην Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση. Με την επιφύλαξη των εξουσιών των αναθετουσών αρχών ή των αναθετόντων φορέων, που προβλέπουν οι οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, να εξετάζουν εάν μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας δεν διενεργεί εκτίμηση του εάν μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή όταν η εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να κινηθεί μόνο βάσει υπονοιών περί πιθανής παρουσίας ξένων επιδοτήσεων. Εάν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητα συμφέρουσα προσφορά κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ενημερώνει σχετικά την οικεία αναθέτουσα αρχή ή αναθέτοντα φορέα. Άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα μπορούν να αναφέρουν στην Επιτροπή κάθε πληροφορία σχετικά με ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά και να γνωστοποιούν τυχόν υπόνοιες ότι πιθανώς έγινε ψευδής δήλωση.

8.   Με την επιφύλαξη της δυνατότητας της Επιτροπής να κινήσει αυτεπάγγελτη διαδικασία, όταν η Επιτροπή υποψιάζεται ότι ένας οικονομικός φορέας ενδέχεται να έχει επωφεληθεί από ξένες επιδοτήσεις την τριετία πριν από την υποβολή της προσφοράς ή την αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, μπορεί να ζητήσει πριν από την ανάθεση της σύμβασης την κοινοποίηση των ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών που παρείχαν τρίτες χώρες στον οικονομικό αυτόν φορέα σε τυχόν διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, οι οποίες δεν χρήζουν κοινοποίησης βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 ούτε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 παράγραφος 4. Εάν η Επιτροπή έχει απαιτήσει την κοινοποίηση της χρηματοδοτικής αυτής συνεισφοράς, η χρηματοδοτική συνεισφορά θεωρείται ότι είναι ξένη χρηματοδοτική συνεισφορά που χρήζει κοινοποίησης σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης και ότι υπόκειται στις διατάξεις του κεφαλαίου 4.

Άρθρο 30

Διαδικαστικοί κανόνες που ισχύουν για τον προκαταρκτικό έλεγχο και τη διεξοδική έρευνα κοινοποιηθεισών χρηματοδοτικών συνεισφορών σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων

1.   Τα άρθρα 10, 11 παράγραφοι 1, 3 και 4, 13, 14, 15, 16, 18 και 23 εφαρμόζονται στις κοινοποιηθείσες χρηματοδοτικές συνεισφορές στις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

2.   Η Επιτροπή προβαίνει σε προκαταρκτικό έλεγχο το αργότερο 20 εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή πλήρους κοινοποίησης. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει μία φορά την προθεσμία αυτή κατά 10 εργάσιμες ημέρες.

3.   Η Επιτροπή αποφασίζει εάν θα κινήσει διεξοδική έρευνα εντός της προθεσμίας ολοκλήρωσης του προκαταρκτικού ελέγχου και ενημερώνει αμελλητί τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα και την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα.

4.   Εάν η Επιτροπή έχει περατώσει προκαταρκτικό έλεγχο χωρίς να εκδώσει απόφαση και λάβει νέες πληροφορίες που την οδηγούν να υποπτευθεί ότι μια υποβληθείσα κοινοποίηση ή δήλωση ήταν ελλιπής, ή όταν δεν διαβιβάστηκε στην Επιτροπή τέτοια κοινοποίηση ή δήλωση, μπορεί να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 4. Η Επιτροπή μπορεί να κινήσει εκ νέου προκαταρκτικό έλεγχο με βάση τις νέες αυτές πληροφορίες. Όταν ο προκαταρκτικός έλεγχος κινείται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, και με την επιφύλαξη της δυνατότητας να κινηθεί προκαταρκτικός έλεγχος δυνάμει του κεφαλαίου 2, ανάλογα με τις ανάγκες, αφετηρία για τον καθορισμό της διάρκειας του προκαταρκτικού ελέγχου είναι η παραλαβή της νέας κοινοποίησης ή δήλωσης από την Επιτροπή.

5.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση περάτωσης της διεξοδικής έρευνας το αργότερο 110 εργάσιμες ημέρες μετά την παραλαβή της πλήρους κοινοποίησης. Η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί μία φορά κατά 20 εργάσιμες ημέρες, κατόπιν διαβούλευσης με την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, σε δεόντως αιτιολογημένες εξαιρετικές περιπτώσεις, περιλαμβανομένων των ερευνών που αναφέρονται στην παράγραφο 6 ή στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β).

6.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, όταν η διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης είναι διαδικασία πολλαπλών σταδίων, η Επιτροπή εξετάζει την πλήρη κοινοποίηση που υποβάλλεται μαζί με την αίτηση συμμετοχής εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της εν λόγω κοινοποίησης, χωρίς να περατώσει τον προκαταρκτικό έλεγχο ή να καταλήξει σε απόφαση για την κίνηση διεξοδικής έρευνας. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 20 εργάσιμων ημερών, ο προκαταρκτικός έλεγχος αναστέλλεται μέχρι την υποβολή τελικής προσφοράς ή προσφοράς στην περίπτωση κλειστής διαδικασίας. Μετά την υποβολή της προσφοράς ή της τελικής προσφοράς που περιέχει πλήρη επικαιροποιημένη κοινοποίηση, ο προκαταρκτικός έλεγχος επαναλαμβάνεται και η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της 20 εργάσιμες ημέρες για να τον οριστικοποιήσει, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόσθετες πληροφορίες. Η Επιτροπή εκδίδει απόφαση για την περάτωση διεξοδικής έρευνας που τυχόν ακολουθεί εντός 90 εργάσιμων ημερών από την υποβολή της πλήρους επικαιροποιημένης κοινοποίησης.

Άρθρο 31

Αποφάσεις της Επιτροπής

1.   Όταν, μετά από διεξοδική έρευνα, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οικονομικός φορέας επωφελείται από ξένη επιδότηση που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 6, και όταν ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας προσφέρει δεσμεύσεις που αποκαθιστούν πλήρως και αποτελεσματικά τη στρέβλωση στην εσωτερική αγορά, εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης με δεσμεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

2.   Όταν ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δεν προσφέρει δεσμεύσεις ή όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δεσμεύσεις της παραγράφου 1 δεν είναι ούτε κατάλληλες ούτε επαρκείς για την πλήρη και αποτελεσματική αποκατάσταση της στρέβλωσης, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη με τη μορφή απόφασης με την οποία απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης στον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα («απόφαση που απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης»). Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2. Μετά την απόφαση αυτή, η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας απορρίπτει την προσφορά.

3.   Όταν, μετά από διεξοδική έρευνα, η Επιτροπή δεν διαπιστώσει ότι οικονομικός φορέας επωφελείται από ξένη επιδότηση που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά, εκδίδει με απόφασή της εκτελεστική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 48 παράγραφος 2.

4.   Η εκτίμηση βάσει του άρθρου 6 δεν πρέπει να οδηγεί σε ασυμβίβαστη με το ενωσιακό δίκαιο τροποποίηση της προσφοράς ή της τελικής προσφοράς που υπέβαλε ο οικονομικός φορέας.

Άρθρο 32

Αξιολογήσεις σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων που περιλαμβάνουν κοινοποίηση και αναστολή ανάθεσης

1.   Κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού ελέγχου και της διεξοδικής έρευνας, όλα τα διαδικαστικά στάδια της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης μπορούν να συνεχιστούν, εκτός από την ανάθεση της σύμβασης.

2.   Εάν η Επιτροπή αποφασίσει να ξεκινήσει διεξοδική έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3, η σύμβαση δεν ανατίθεται σε οικονομικό φορέα που υποβάλλει κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 29 έως ότου η Επιτροπή λάβει απόφαση βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 3 ή πριν παρέλθουν οι προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 30 παράγραφοι 5 ή 6. Εάν η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει απόφαση εντός της ισχύουσας προθεσμίας, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί σε οποιονδήποτε οικονομικό φορέα, περιλαμβανομένου του οικονομικού φορέα που υποβάλλει την κοινοποίηση.

3.   Εάν η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας διαπιστώσει ότι η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά υποβλήθηκε από οικονομικό φορέα που υπέβαλε δήλωση κατά την έννοια του άρθρου 29 και εάν η Επιτροπή δεν έχει κινήσει διαδικασία προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 8, το άρθρο 30 παράγραφος 3 ή το άρθρο 30 παράγραφος 4, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί στον οικονομικό φορέα που υποβάλλει τέτοια προσφορά προτού η Επιτροπή λάβει κάποια από τις αποφάσεις του άρθρου 31 ή προτού παρέλθουν οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, στο άρθρο 30 παράγραφος 5 ή στο άρθρο 30 παράγραφος 6 ή προτού η Επιτροπή λάβει κάποια από τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 31 σχετικά με άλλες προσφορές υπό έρευνα.

4.   Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 2 σχετικά με προσφορά την οποία η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας έκρινε ότι είναι οικονομικώς η πλέον συμφέρουσα, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί στον οικονομικό φορέα που δεν υπόκειται σε απόφαση βάσει του άρθρου 31 παράγραφος 2 και υπέβαλε την επόμενη καλύτερη προσφορά.

5.   Όταν η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 ή 3, η σύμβαση μπορεί να ανατίθεται σε όποιον οικονομικό φορέα έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του οικονομικού φορέα που υπέβαλε την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 29.

6.   Η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Επιτροπή για κάθε απόφαση που αφορά την ακύρωση της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, την απόρριψη της προσφοράς ή της αίτησης συμμετοχής από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα, την υποβολή νέας προσφοράς από τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα ή την ανάθεση της σύμβασης.

7.   Για όλους τους οικονομικούς φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων τηρούνται οι αρχές που διέπουν τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της αναλογικότητας, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και του ανταγωνισμού. Η διερεύνηση ξένων επιδοτήσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας να αντιμετωπίζει τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς κατά τρόπο αντίθετο προς τις αρχές αυτές. Οι περιβαλλοντικές, κοινωνικές και εργασιακές απαιτήσεις ισχύουν για τους οικονομικούς φορείς σύμφωνα με τις οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ ή άλλη ενωσιακή νομοθεσία.

8.   Οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο αρχίζουν την εργάσιμη ημέρα μετά την παραλαβή της κοινοποίησης ή την έκδοση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής.

Άρθρο 33

Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές που εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές συνεισφορές στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων

1.   Η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές όπως ορίζεται στο άρθρο 17.

2.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή να επιβάλλει επίσης πρόστιμα στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς που δεν υπερβαίνουν το 1 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που οι εν λόγω οικονομικοί φορείς, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παρέχουν εσφαλμένες ή παραπλανητικές πληροφορίες σε κοινοποίηση ή δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 29 ή σε κοινοποίηση συμπληρωματική προς αυτήν·

3.   Η Επιτροπή μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει πρόστιμα στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς που δεν υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που οι εν λόγω οικονομικοί φορείς, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

α)

δεν κοινοποίησαν ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές σύμφωνα με το άρθρο 29 κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων·

β)

καταστρατηγούν ή αποπειρώνται να καταστρατηγήσουν τις απαιτήσεις κοινοποίησης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 παράγραφος 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34

Σχέση μεταξύ διαδικασιών

1.   Χρηματοδοτική συνεισφορά που κοινοποιείται στο πλαίσιο συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 21 ή στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 29 μπορεί να είναι κρίσιμη και να αξιολογηθεί βάσει του παρόντος κανονισμού σε σχέση με άλλη οικονομική δραστηριότητα.

2.   Χρηματοδοτική συνεισφορά που αξιολογείται στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης διαδικασίας σε σχέση με συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα σύμφωνα με το άρθρο 10 ή το άρθρο 11 μπορεί να είναι κρίσιμη και να αξιολογηθεί βάσει του παρόντος κανονισμού σε σχέση με άλλη οικονομική δραστηριότητα.

Άρθρο 35

Κοινοποίηση πληροφοριών

1.   Όταν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι ενδέχεται να υπάρχει ξένη επιδότηση και να στρεβλώνει την εσωτερική αγορά, διαβιβάζει σχετικές πληροφορίες στην Επιτροπή. Βάσει των εν λόγω πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 ή να ζητήσει κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 5 ή του άρθρου 29 παράγραφος 8.

2.   Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις μπορούν να κοινοποιούν στην Επιτροπή κάθε πληροφορία που τυχόν έχουν σχετικά με ξένες επιδοτήσεις που ενδέχεται να στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά. Βάσει των εν λόγω πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 ή να ζητήσει κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 5 ή του άρθρου 29 παράγραφος 8.

3.   Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση των κρατών μελών και των ενδιαφερόμενων αναθετουσών αρχών ή αναθετόντων φορέων, σε ειδική ηλεκτρονική βάση δεδομένων, τη μη εμπιστευτική μορφή όλων των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 36

Έρευνα αγοράς

1.   Όταν οι διαθέσιμες στην Επιτροπή πληροφορίες τεκμηριώνουν την εύλογη υποψία ότι ξένες επιδοτήσεις σε έναν συγκεκριμένο τομέα, για έναν συγκεκριμένο τύπο οικονομικής δραστηριότητας ή βάσει ενός συγκεκριμένου μέσου επιδότησης μπορεί να προκαλούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή μπορεί να διενεργήσει έρευνα αγοράς για τον συγκεκριμένο τομέα, τον συγκεκριμένο τύπο οικονομικής δραστηριότητας ή για τη χρήση του οικείου μέσου επιδότησης. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει από τις οικείες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παράσχουν τις απαραίτητες πληροφορίες και μπορεί να διενεργήσει τους απαραίτητους ελέγχους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητήσει από τα κράτη μέλη ή την οικεία τρίτη χώρα να παράσχουν πληροφορίες.

2.   Η Επιτροπή, όπου συντρέχει περίπτωση, δημοσιεύει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας αγοράς της σε συγκεκριμένους τομείς, συγκεκριμένους τύπους οικονομικής δραστηριότητας ή συγκεκριμένα μέσα επιδότησης και ζητεί να υποβληθούν παρατηρήσεις.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω έρευνες αγοράς στο πλαίσιο διαδικασιών βάσει του παρόντος κανονισμού.

4.   Τα άρθρα 13, 14, 15 και 17 εφαρμόζονται στις έρευνες αγορών.

Άρθρο 37

Διάλογος με τρίτες χώρες

1.   Όταν, κατόπιν έρευνας αγοράς σύμφωνα με το άρθρο 36, η Επιτροπή υποψιάζεται την ύπαρξη επανειλημμένων ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά, ή όταν αρκετές δράσεις επιβολής βάσει του παρόντος κανονισμού εντοπίζουν ξένες επιδοτήσεις που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά που χορηγεί η ίδια τρίτη χώρα, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε διάλογο με την εν λόγω τρίτη χώρα για τη διερεύνηση επιλογών που αποσκοπούν στη διακοπή ή στην τροποποίηση των επιδοτήσεων αυτών με σκοπό την εξάλειψη των στρεβλωτικών τους επιπτώσεων στην εσωτερική αγορά. Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για κάθε σχετική εξέλιξη.

2.   Ο εν λόγω διάλογος με την τρίτη χώρα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αναλάβει δράση δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ατομικά μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό δεν εξετάζονται στο πλαίσιο του διαλόγου αυτού.

Άρθρο 38

Προθεσμίες παραγραφής

1.   Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής βάσει των άρθρων 10 και 11 υπόκεινται σε δεκαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία χορηγείται ξένη επιδότηση σε μια επιχείρηση. Οποιαδήποτε ενέργεια αναλαμβάνεται από την Επιτροπή βάσει των άρθρων 10, 13, 14 ή 15 σε σχέση με ξένη επιδότηση διακόπτει την παραγραφή. Η δεκαετής παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή.

2.   Οι εξουσίες της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές σύμφωνα με τα άρθρα 17, 26 και 33 υπόκεινται σε τριετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 17, 26 ή 33. Σε περίπτωση διαρκών ή επαναλαμβανόμενων παραβάσεων, η παραγραφή αρχίζει την ημέρα που τερματίστηκε η παράβαση. Κάθε ενέργεια που αναλαμβάνει η Επιτροπή σχετικά με παράβαση η οποία αναφέρεται στα άρθρα 17, 26 ή 33 διακόπτει την παραγραφή για την επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών. Η τριετής παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή.

3.   Οι εξουσίες της Επιτροπής να εκτελεί αποφάσεις που επιβάλλουν πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές βάσει των άρθρων 17, 26 και 33 υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση της Επιτροπής για την επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, με σκοπό την επιβολή της πληρωμής του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής, διακόπτει αυτή την παραγραφή. Η πενταετής παραγραφή αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή.

4.   Η παραγραφή επέρχεται το αργότερο την ημέρα κατά την οποία παρήλθε χρονικό διάστημα ίσο με το διπλάσιο της προθεσμίας παραγραφής, υπό τον όρο ότι η Επιτροπή δεν έχει:

α)

λάβει απόφαση δυνάμει των άρθρων 10 ή 11 στις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου· ή

β)

επιβάλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή στην περίπτωση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

5.   Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 39

Διατάξεις κατά της καταστρατήγησης

1.   Η επιχείρηση δεν προβαίνει σε χρηματοοικονομικές πράξεις ή συμβάσεις για να παρακάμψει τις απαιτήσεις κοινοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 5 και στο άρθρο 29 παράγραφοι 1, 5 και 8.

2.   Όταν η Επιτροπή υποψιάζεται ότι μια επιχείρηση έχει εφαρμόσει ή εφαρμόζει μια από τις πρακτικές της παραγράφου 1, μπορεί να απαιτήσει από την εν λόγω επιχείρηση να παράσχει όποια πληροφορία η Επιτροπή θεωρεί αναγκαία ώστε να κρίνει κατά πόσον η επιχείρηση έχει εφαρμόσει ή εφαρμόζει τις πρακτικές της παραγράφου 1 και μπορεί να κινήσει διαδικασία ελέγχου δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 4 ή του άρθρου 30 παράγραφος 4.

Άρθρο 40

Δημοσίευση αποφάσεων

1.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί συνοπτική ανακοίνωση των αποφάσεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 3 στοιχείο α), επιτρέποντας σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κράτος μέλος ή τρίτη χώρα που χορήγησε την ξένη επιδότηση να εκφράσει τις απόψεις του.

2.   Η Επιτροπή δημοσιεύει τις αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφοι 2, 3 και 4, του άρθρου 25 παράγραφοι 3 και 6 και του άρθρου 31 παράγραφοι 1, 2 και 3 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Κατά τη δημοσίευση συνοπτικών ανακοινώσεων και αποφάσεων, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων για την προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 41

Αποδέκτες των αποφάσεων

1.   Η Επιτροπή κοινοποιεί αμελλητί αποφάσεις που έχουν ως αποδέκτη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και παρέχει στην εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων τη δυνατότητα να δηλώσει στην Επιτροπή ποιες πληροφορίες στο κείμενο της απόφασης θεωρεί εμπιστευτικές.

2.   Η Επιτροπή ενημερώνει την οικεία αναθέτουσα αρχή ή τον οικείο αναθέτοντα φορέα σχετικά με κάθε απόφαση που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφοι 1 και 3 που απευθύνεται σε οικονομικό φορέα ο οποίος συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

3.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 4 και το άρθρο 31 παράγραφος 2 απευθύνονται στην οικεία αναθέτουσα αρχή ή στον οικείο αναθέτοντα φορέα. Η Επιτροπή παρέχει στον οικονομικό φορέα στον οποίο απαγορεύεται η ανάθεση της σύμβασης αντίγραφο της σχετικής απόφασης.

Άρθρο 42

Γνωστοποίηση και δικαιώματα άμυνας

1.   Η Επιτροπή, προτού εκδώσει απόφαση δυνάμει των άρθρων 11, 12, 17, 18, 25 παράγραφος 3 ή τα άρθρα 26, 31 ή 33, παρέχει στην υπό έρευνα επιχείρηση τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τους λόγους βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθεται να εκδώσει την απόφασή της.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, απόφαση δυνάμει του άρθρου 12 μπορεί να ληφθεί προσωρινά, χωρίς να δοθεί στην υπό έρευνα επιχείρηση η δυνατότητα να υποβάλει προηγουμένως τις παρατηρήσεις της, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή της παρέχει τη δυνατότητα αυτή το συντομότερο δυνατό αφού λάβει την απόφασή της.

3.   Η Επιτροπή θεμελιώνει την απόφασή της μόνο στους λόγους για τους οποίους δόθηκε στις οικείες επιχειρήσεις η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

4.   Προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμά της κατά την παράγραφο 1, η υπό έρευνα επιχείρηση δικαιούται να έχει πρόσβαση στον φάκελο της Επιτροπής. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες ή έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής ή των κρατών μελών ή, πιο συγκεκριμένα, την αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών.

Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο εξαρτάται από το έννομο συμφέρον των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων για προστασία των επιχειρηματικών τους απορρήτων και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την επιχείρηση υπό έρευνα και από τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που παρείχαν πληροφορίες στην Επιτροπή να συμφωνήσουν όρους για τη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών. Εάν οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων διαφωνούν στους εν λόγω όρους, η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλλει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους γνωστοποιούνται οι πληροφορίες.

Καμία διάταξη της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Επιτροπή να χρησιμοποιεί και να γνωστοποιεί, στον βαθμό που απαιτείται, πληροφορίες που αποδεικνύουν την ύπαρξη ξένης επιδότησης που στρεβλώνει την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 43

Επαγγελματικό απόρρητο και εμπιστευτικότητα

1.   Οι πληροφορίες που αποκτώνται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αποκτήθηκαν, εκτός εάν ο πάροχος των πληροφοριών συμφωνήσει διαφορετικά.

2.   Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, οι υπάλληλοί τους και άλλα πρόσωπα που εργάζονται υπό την εποπτεία τους εξασφαλίζουν την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση τους κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τους ισχύοντες σχετικούς κανόνες. Για τον σκοπό αυτό, δεν γνωστοποιούν πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου τις οποίες έχουν αποκτήσει δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

3.   Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν τη δημοσίευση στατιστικών και εκθέσεων εφόσον αυτές δεν περιλαμβάνουν στοιχεία που επιτρέπουν την ταυτοποίηση συγκεκριμένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.

4.   Η γνωστοποίηση πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν θίγει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας των κρατών μελών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Άρθρο 44

Σχέση με άλλες νομοθετικές πράξεις

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 101, 102, 106, 107 και 108 ΣΛΕΕ, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου (23) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου.

2.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24).

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2019/452.

4.   Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2022/1031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

5.   Ο παρών κανονισμός υπερισχύει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1035 έως ότου εφαρμοστεί ο κανονισμός εκείνος σύμφωνα με το άρθρο 18 αυτού. Όταν, μετά την ημερομηνία αυτή, μια ξένη επιδότηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τόσο του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1035 όσο και του παρόντος κανονισμού, ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1035 υπερισχύει. Ωστόσο, οι διατάξεις που ισχύουν για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συγκεντρώσεις του παρόντος κανονισμού υπερισχύουν του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1035.

6.   Ο παρών κανονισμός υπερισχύει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4057/86.

7.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 2019/712. Οι συγκεντρώσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες αφορούν αερομεταφορείς, υπόκεινται στις διατάξεις του κεφαλαίου 3 του παρόντος κανονισμού. Οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, οι οποίες αφορούν αερομεταφορείς, υπόκεινται στις διατάξεις του κεφαλαίου 4 του παρόντος κανονισμού.

8.   Ο παρών κανονισμός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις οδηγίες 2009/81/ΕΚ, 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ και τις οδηγίες 89/665/ΕΟΚ (26) και 92/13/ΕΟΚ (27) του Συμβουλίου.

9.   Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την Ένωση να ασκεί τα δικαιώματά της ή να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της βάσει διεθνών συμφωνιών. Δεν πραγματοποιείται έρευνα δυνάμει του παρόντος κανονισμού ούτε επιβάλλονται ή διατηρούνται μέτρα, εφόσον η έρευνα ή τα μέτρα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της Ένωσης, που απορρέουν από οποιαδήποτε σχετική διεθνή συμφωνία έχει συνάψει. Ειδικότερα, δεν αναλαμβάνεται δράση δυνάμει του παρόντος κανονισμού που θα ισοδυναμούσε με λήψη συγκεκριμένων μέτρων κατά επιδοτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 32.1 της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα οι οποίες χορηγούνται σε τρίτη χώρα που είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 45

Έλεγχος από το Δικαστήριο

Σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία να ελέγχει αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές. Δύναται να ακυρώνει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που επιβλήθηκε.

Άρθρο 46

Κατευθυντήριες γραμμές

1.   Η Επιτροπή δημοσιεύει, το αργότερο στις 12 Ιανουαρίου 2026 και στη συνέχεια επικαιροποιεί τακτικά κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με:

α)

την εφαρμογή των κριτηρίων για να κριθεί η ύπαρξη στρέβλωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1·

β)

την εφαρμογή του κριτηρίου εξισορρόπησης σύμφωνα με το άρθρο 6·

γ)

την άσκηση της εξουσίας της να ζητεί την προηγούμενη κοινοποίηση τυχόν συγκέντρωσης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 5 ή ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών που έχει λάβει οικονομικός φορέας σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 8, και

δ)

την εκτίμηση στρέβλωσης σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27.

2.   Πριν εκδώσει τις κατευθυντήριες γραμμές της παραγράφου 1, η Επιτροπή διεξάγει ενδεδειγμένες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα κράτη μέλη. Οι κατευθυντήριες γραμμές βασίζονται στην εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης και εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 47

Εκτελεστικές πράξεις

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η αρμοδιότητα έκδοσης εκτελεστικών πράξεων όσον αφορά:

α)

τη μορφή, το περιεχόμενο και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες των κοινοποιήσεων συγκεντρώσεων δυνάμει του άρθρου 21, περιλαμβανομένης τυχόν απλουστευμένης διαδικασίας, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τον στόχο περιορισμού του διοικητικού φόρτου για τα κοινοποιούντα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004·

β)

τη μορφή, το περιεχόμενο και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες των κοινοποιήσεων ξένων χρηματοδοτικών συνεισφορών και της δήλωσης περί μη είσπραξης ξένης χρηματοδοτικής συνεισφοράς σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 29, περιλαμβανομένης τυχόν απλουστευμένης διαδικασίας·

γ)

διαδικαστικές λεπτομέρειες για τις προφορικές δηλώσεις του άρθρου 13 παράγραφος 7, του άρθρου 14 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και του άρθρου 15·

δ)

λεπτομέρειες για τη γνωστοποίηση κατά το άρθρο 42 και το επαγγελματικό απόρρητο κατά το άρθρο 43·

ε)

τη μορφή, το περιεχόμενο και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες των απαιτήσεων διαφάνειας·

στ)

λεπτομερείς κανόνες για τον υπολογισμό των προθεσμιών·

ζ)

τις διαδικαστικές λεπτομέρειες και τις προθεσμίες για την πρόταση δεσμεύσεων κατά τα άρθρα 25 και 31·

η)

λεπτομερείς κανόνες για τα διαδικαστικά στάδια που αναφέρονται στα άρθρα 29 έως 32 σχετικά με τις έρευνες που αφορούν διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

2.   Οι εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία του άρθρου 48 παράγραφος 2.

3.   Πριν τη θέσπιση τυχόν μέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 1, η Επιτροπή δημοσιοποιεί σχέδιο των μέτρων αυτών και ζητεί παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει. Η εν λόγω προθεσμία τάσσεται από την Επιτροπή και δεν είναι μικρότερη των τεσσάρων εβδομάδων.

4.   Οι πρώτες εκτελεστικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εκδίδονται έως τις 12 Ιουλίου 2023.

Άρθρο 48

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 49

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 50 με σκοπό να τροποποιήσει, όταν απαιτείται, το όριο για τις κοινοποιήσεις συγκεντρώσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 στοιχείο α), αυξάνοντας το όριο έως και 20 % ή μειώνοντας το όριο έως και 20 %, αφού:

α)

αξιολογήσει το εν λόγω όριο υπό το φως της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια εκτέλεσης και εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, και

β)

στοιχειοθετήσει την ανάγκη να τροποποιηθεί το κατώτατο αυτό όριο προκειμένου:

i)

να διασφαλίσει ότι οι διαδικασίες κοινοποίησης που ορίζονται στο κεφάλαιο 3 καθιστούν δυνατή την ακριβή ταυτοποίηση των ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά·

ii)

να μην συσσωρεύεται παράλογος διοικητικός φόρτος για την Επιτροπή και τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, και

iii)

να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.   Προκειμένου να αξιολογήσει αν απαιτείται τροποποίηση του κατώτατου ορίου κοινοποιήσεων, δυνάμει της παραγράφου 1, η Επιτροπή διενεργεί την αξιολόγησή της καλύπτοντας καθορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο ετών, ιδίως με βάση τα ακόλουθα αντικειμενικά κριτήρια:

α)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων του άρθρου 21 παράγραφος 1 που οδήγησαν την Επιτροπή είτε να περατώσει τον προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4, είτε να εκδώσει απόφαση μη διατύπωσης αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο β) ·

β)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων του άρθρου 21 παράγραφος 1 που οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση που απαγορεύει τη συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ), είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α)·

γ)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων του άρθρου 21 παράγραφος 5 που οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση που απαγορεύει τη συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ), είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α)·

δ)

το ποσοστό των αυτεπάγγελτων ελέγχων δυνάμει του άρθρου 9 στο πλαίσιο συγκεντρώσεων που δεν έχρηζαν κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 20 που είχαν ως αποτέλεσμα είτε απόφαση με επανορθωτικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3·

ε)

τη σύγκριση μεταξύ του κατώτατου ορίου του άρθρου 20 παράγραφος 3 στοιχείο α) και του μέσου συνολικού κύκλου εργασιών, άνω του εν λόγω κατώτατου ορίου, στις περιπτώσεις που οδήγησαν είτε σε απόφαση που απαγορεύει τη συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ), είτε σε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α)·

στ)

τον αριθμό των κοινοποιήσεων του άρθρου 21 παράγραφος 1 και την εξέλιξη του εν λόγω αριθμού.

3.   Προκειμένου να αυξηθούν τα κατώτατα όρια του άρθρου 20 παράγραφος 3 στοιχείο α), η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου πρέπει να δείχνει ότι:

α)

μεγάλο μέρος των αποφάσεων που απαγορεύουν συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ) ή των αποφάσεων με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α) αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες ο συνολικός κύκλος εργασιών, άνω του κατώτατου ορίου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 3 στοιχείο α), ήταν σημαντικά υψηλότερος από το εν λόγω κατώτατο όριο· ή

β)

μεγάλο μέρος των κοινοποιήσεων του άρθρου 21 παράγραφος 1 οδήγησαν την Επιτροπή είτε να περατώσει τον προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4, είτε να εκδώσει απόφαση μη διατύπωσης αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο β).

4.   Προκειμένου να μειωθούν τα κατώτατα όρια του άρθρου 20 παράγραφος 3 στοιχείο α), η εκτίμηση της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δείχνει ότι:

α)

μεγάλο μέρος των κοινοποιήσεων δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 5 οδήγησε την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση που απαγορεύει τη συγκέντρωση δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο γ), είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 3 στοιχείο α)· ή

β)

μεγάλο μέρος των αυτεπάγγελτων ελέγχων ξένων επιδοτήσεων στο πλαίσιο συγκεντρώσεων που δεν έχρηζαν κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 20 οδήγησε την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση με επανορθωτικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2, είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3.

5.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 50 με σκοπό να τροποποιήσει, όταν απαιτείται, τα κατώτατα όρια για τις κοινοποιήσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 28 παράγραφος 1 στοιχείο α) και 28 παράγραφος 2 για δημόσια σύμβαση αυξάνοντάς τα έως και 20 % ή μειώνοντάς τα έως και 20 %, αφού:

α)

αξιολογήσει τα όρια αυτά υπό το φως της εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης και εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

β)

στοιχειοθετήσει την ανάγκη να τροποποιηθούν τα κατώτατα αυτά όρια προκειμένου:

i)

να διασφαλίσει ότι οι διαδικασίες κοινοποίησης που ορίζονται στο κεφάλαιο 4 καθιστούν δυνατή την ακριβή ταυτοποίηση των ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά·

ii)

να μην συσσωρεύεται παράλογος διοικητικός φόρτος για την Επιτροπή και τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, και

iii)

να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

6.   Προκειμένου να αξιολογήσει αν απαιτείται τροποποίηση του κατώτατου ορίου κοινοποιήσεων, δυνάμει της παραγράφου 5, η Επιτροπή διενεργεί την αξιολόγησή της καλύπτοντας καθορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο ετών, ιδίως με βάση τα ακόλουθα αντικειμενικά κριτήρια:

α)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων του άρθρου 29 παράγραφος 1 που οδήγησαν την Επιτροπή είτε να περατώσει τον προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4, είτε να εκδώσει απόφαση μη διατύπωσης αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3 ·

β)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων του άρθρου 29 παράγραφος 1 που οδήγησαν την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση που απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2 ή απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1·

γ)

το ποσοστό των κοινοποιήσεων δυνάμει του άρθρου 29 παράγραφος 8, το οποίο οδήγησε την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση που απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2 είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1·

δ)

ο αριθμός των αποφάσεων με επανορθωτικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 και των αποφάσεων με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3, κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου δυνάμει του άρθρου 9 στο πλαίσιο ξένης χρηματοδοτικής συνεισφοράς σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης που δεν έχρηζαν κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 1 ή που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 παράγραφος 4, σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των αυτεπάγγελτων αυτών ελέγχων·

ε)

τη σύγκριση μεταξύ των αντίστοιχων κατώτατων ορίων του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 28 παράγραφος 2 και της μέσης εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων ή της μέσης αξίας των τμημάτων άνω των αντίστοιχων κατώτατων ορίων στις περιπτώσεις που οδήγησαν είτε σε απόφαση που απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2 είτε σε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1·

στ)

τον αριθμό των κοινοποιήσεων του άρθρου 29 παράγραφος 1 και την εξέλιξη του εν λόγω αριθμού.

7.   Προκειμένου να αυξηθούν τα κατώτατα όρια για κοινοποιήσεις, η εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρέπει να δείχνει ότι:

α)

μεγάλο μέρος των αποφάσεων που απαγορεύουν την ανάθεση της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2 και των αποφάσεων με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1 αφορούσαν περιπτώσεις στις οποίες η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, άνω των κατώτατων ορίων του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή όταν η αξία των τμημάτων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση, άνω των κατώτατων ορίων του άρθρου 28 παράγραφος 2, ήταν σημαντικά υψηλότερη από τα αντίστοιχα κατώτατα όρια του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχείο α) και του άρθρου 28 παράγραφος 2· ή

β)

μεγάλο μέρος των κοινοποιήσεων του άρθρου 29 παράγραφος 1 οδήγησαν την Επιτροπή είτε να περατώσει τον προκαταρκτικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4, είτε να εκδώσει απόφαση μη διατύπωσης αντιρρήσεων δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 3.

8.   Προκειμένου να μειωθούν τα κατώτατα όρια, η εκτίμηση της παραγράφου 6 δείχνει ότι:

α)

μεγάλο μέρος των κοινοποιήσεων δυνάμει του άρθρου 29 παράγραφος 8 οδήγησε την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 1, είτε απόφαση που απαγορεύει την ανάθεση της σύμβασης δυνάμει του άρθρου 31 παράγραφος 2· ή

β)

μεγάλο μέρος των αυτεπάγγελτων ελέγχων ξένων επιδοτήσεων στο πλαίσιο ξένης χρηματοδοτικής συνεισφοράς σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης που δεν έχρηζαν κοινοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 28 παράγραφος 1 ή ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 παράγραφος 4 οδήγησε την Επιτροπή να εκδώσει είτε απόφαση με επανορθωτικά μέτρα δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2, είτε απόφαση με δεσμεύσεις δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3.

9.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 50 με σκοπό να μειώσει τα χρονοδιαγράμματα για προκαταρκτικό έλεγχο και διεξοδικές έρευνες, όπως ορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 4 για κοινοποιηθείσες συγκεντρώσεις και στο άρθρο 30 παράγραφοι 2, 5 και 6 για κοινοποιηθείσες χρηματοδοτικές συνεισφορές σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει τέτοιες κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη μείωση των χρονοδιαγραμμάτων του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 4, του άρθρου 30 παράγραφοι 2, 5 και 6 όταν η πρακτική της κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δείχνει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής μπορεί να διενεργηθεί εντός συντομότερου χρονικού διαστήματος.

Άρθρο 50

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παράγραφοι 1 και 5 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 12 Ιανουαρίου 2025.

3.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παράγραφος 9 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για πενταετή περίοδο που ξεκινά τις 12 Ιανουαρίου 2025. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίσης διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

4.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 49 παράγραφοι 1, 5 και 9 μπορεί να ανακαλείται ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

5.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

6.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

7.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 49 παράγραφοι 1, 5 και 9 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 51

Χωριστές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για διαφορετικές κατ’ ανάθεση αρμοδιότητες

Η Επιτροπή εκδίδει χωριστή κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για κάθε αρμοδιότητα που της ανατίθεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 52

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

1.   Η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με την εφαρμογή και την υλοποίηση του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.   Έως τις 13 Ιουλίου 2026 και στη συνέχεια ανά τριετία, η Επιτροπή επανεξετάζει την πρακτική που ακολουθεί για την εκτέλεση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 4, 5, 6 και 9 και των κατώτατων ορίων για την κοινοποίηση που προβλέπονται στο άρθρο 20 παράγραφος 3, στο άρθρο 28 παράγραφος 1 και 2 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνοδευόμενη, όπου η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, από σχετικές νομοθετικές προτάσεις. Στο πλαίσιο της επανεξέτασής της, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις όσον αφορά τα συστήματα ελέγχου των επιδοτήσεων τρίτων χωρών.

3.   Όταν η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να συνδυάσει την έκθεση με σχετικές νομοθετικές προτάσεις, οι προτάσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν:

α)

τροποποίηση των κατώτατων ορίων για τις κοινοποιήσεις, όπως ορίζονται στα άρθρα 20 και 28·

β)

εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων από την υποχρέωση κοινοποίησης των άρθρων 21 και 29, ιδίως όταν η πρακτική της Επιτροπής επιτρέπει τον εντοπισμό οικονομικών δραστηριοτήτων όπου οι ξένες επιδοτήσεις είναι απίθανο να προκαλέσουν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά·

γ)

θέσπιση ειδικών κατώτατων ορίων για τις κοινοποιήσεις για ορισμένους οικονομικούς τομείς, ή διαφοροποιημένων κατώτατων ορίων για διάφορους τύπους δημοσίων συμβάσεων, ιδίως όταν η πρακτική της Επιτροπής επιτρέπει τον εντοπισμό οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες οι ξένες επιδοτήσεις είναι πιθανότερο να στρεβλώσουν την εσωτερική αγορά, περιλαμβανομένων στρατηγικών τομέων και κρίσιμων υποδομών·

δ)

τροποποίηση των προθεσμιών για έλεγχο και διεξοδικές έρευνες, όπως ορίζονται στα άρθρα 25 και 30·

ε)

κατάργηση του παρόντος κανονισμού, εάν η Επιτροπή κρίνει ότι οι πολυμερείς κανόνες για την αντιμετώπιση ξένων επιδοτήσεων που στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά τον έχουν καταστήσει τελείως περιττό.

Άρθρο 53

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Ο παρών κανονισμός ισχύει για ξένες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν εντός των πέντε ετών πριν από τις 12 Ιουλίου 2023 όταν οι ξένες αυτές επιδοτήσεις προκαλούν στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά μετά τις 12 Ιουλίου 2023.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, ο παρών κανονισμός ισχύει για ξένες χρηματοδοτικές συνεισφορές που χορηγήθηκαν εντός των τριών ετών πριν από τις 12 Ιουλίου 2023 όταν οι ξένες αυτές χρηματοδοτικές συνεισφορές χορηγήθηκαν σε επιχείρηση η οποία κοινοποιεί συγκέντρωση ή χρηματοδοτικές συνεισφορές στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για συγκεντρώσεις για τις οποίες συνήφθη η συμφωνία, δημοσιοποιήθηκε η δημόσια προσφορά εξαγοράς ή αποκτήθηκε η ελέγχουσα συμμετοχή πριν από τις 12 Ιουλίου 2023.

4.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει για δημόσιες συμβάσεις που έχουν ανατεθεί ή για διαδικασίες που ξεκίνησαν πριν από τις 12 Ιουλίου 2023.

Άρθρο 54

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Εφαρμόζεται από τις 12 Ιουλίου 2023.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 47 και 48 εφαρμόζονται από τις 11 Ιανουαρίου 2023, το δε άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7 εφαρμόζεται από τις 12 Ιανουαρίου 2024.

4.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα άρθρα 21 και 29 εφαρμόζονται από τις 12 Οκτωβρίου 2023.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2022.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BEK


(1)  ΕΕ C 105 της 4.3.2022, σ. 87.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 2022 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2022.

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/452 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση (ΕΕ L 79 I της 21.3.2019, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1407/2013 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (ΕΕ L 352 της 24.12.2013, σ. 1

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

(8)  Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 243).

(9)  Οδηγία 2009/81/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης ορισμένων συμβάσεων έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται από αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας καθώς και την τροποποίηση των οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 216 της 20.8.2009, σ. 76).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(12)  Συμφωνία των αντιπροσώπων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, σχετικά με την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών οι οποίες ανταλλάσσονται προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 202 της 8.7.2011, σ. 13).

(13)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).

(14)  Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

(15)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 4057/86 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες μεταφορές (ΕΕ L 378 της 31.12.1986, σ. 14).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1035 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά της ζημιογόνου τιμολόγησης των πλοίων (ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 1).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/712 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τη διασφάλιση του ανταγωνισμού στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 868/2004 (ΕΕ L 123 της 10.5.2019, σ. 4).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(19)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(22)  Οδηγία 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 55).

(25)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/1031 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουνίου 2022, σχετικά με την πρόσβαση των οικονομικών φορέων, αγαθών και υπηρεσιών τρίτων χωρών στις αγορές της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης και τις διαδικασίες που υποστηρίζουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την πρόσβαση των οικονομικών φορέων, αγαθών και υπηρεσιών της Ένωσης στις αγορές δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων παραχώρησης τρίτων χωρών (μέσο για τις διεθνείς δημόσιες συμβάσεις — IPI) (ΕΕ L 173 της 30.6.2022, σ. 1).

(26)  Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 33).

(27)  Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ L 76 της 23.3.1992, σ. 14).


Σχετικά με την παρούσα πράξη έχουν γίνει τρεις δηλώσεις οι οποίες βρίσκονται στην ΕΕ C 491 της 23ης Δεκεμβρίου 2022.