32002D0229

2002/229/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2001, για την κρατική ενίχυση που η περιφέρεια της Σαρδηνίας (Ιταλία) προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του τομέα των προστατευομένων καλλιεργειών [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3445]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 077 της 20/03/2002 σ. 0029 - 0046


Απόφαση της Επιτροπής

της 13ης Νοεμβρίου 2001

για την κρατική ενίχυση που η περιφέρεια της Σαρδηνίας (Ιταλία) προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του τομέα των προστατευομένων καλλιεργειών

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 3445]

(Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(2002/229/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1) Με επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 1998, που πρωτοκολλήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1998, η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοινοποίησε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, ένα καθεστώς ενισχύσεων για την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων του τομέα των προστατευομένων καλλιεργειών στη Σαρδηνία, το οποίο εγκρίθηκε με την απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου αριθ. 48/7, της 2ας Δεκεμβρίου 1997. Με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 1998, που πρωτοκολλήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1998 και επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 1998, που πρωτοκολλήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1998 η προαναφερθείσα Αντιπροσωπεία διαβίβασε στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες.

(2) Με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ιταλία σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(3) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

(4) Η Επιτροπή δεν έλαβε σχετικές παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων μερών.

II. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

(5) Το καθεστώς που κοινοποιήθηκε είναι το "Περιφερειακό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων του τομέα των προστατευομένων καλλιεργειών. Απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου αριθ. 48/7, της 2.12.1997". Τούτο περιλαμβάνει χρηματοοικονομικά μέτρα (απόσβεση και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους), διαρθρωτικά μέτρα (επενδύσεις) και τεχνική υποστήριξη. Οι περιφερειακές αρχές έχουν προβλέψει πιστώσεις 60 δισεκατ. ITL (περίπου 30 εκατ.ευρώ) για την εκτέλεση· κάθε επιχείρηση θα λάβει ανώτατη εισφορά 600 εκατ. ITL (περίπου 300000 ευρώ).

(6) Σύμφωνα με τις εξηγήσεις των περιφερειακών αρχών (βλέπε ανακοίνωση της 10ης Σεπτεμβρίου 1998), πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων "εφάπαξ"· προβλέπεται ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα ανακτήσουν τον κερδοφόρο χαρακτήρα τους εντός τριετίας. Εντούτοις, η διάρκεια των διαφόρων μέτρων ενίσχυσης για την αναδιάρθρωση είναι: α) 15 έτη για την επιδότηση επιτοκίων σχετικά με την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους· β) ανάλογη με τον απαραίτητο χρόνο υλοποίησης των παρεμβάσεων για την μη επιστρεπτέα εισφορά και τις επενδύσεις· γ) απεριόριστη για την τεχνική υποστήριξη.

(7) Δικαιούχοι αυτών των ενισχύσεων είναι οι προβληματικές επιχειρήσεις του γεωργικού τομέα, ιδίως αυτές που λειτουργούν στην πρωτογενή παραγωγή προστατευομένων καλλιεργειών, δηλαδή ανθοκομικών και οπωροκηπευτικών προϊόντων.

Τα σχετικά προϊόντα

(8) Προστατευόμενες γεωργικές καλλιέργειες είναι τα πάσης φύσεως φυτικά είδη τα οποία παρουσιάζουν γεωργικό ενδιαφέρον και καλλιεργούνται στο πλαίσιο μιας δομής ικανής να τα προστατεύσει από τους δυσμενείς ατμοσφαιρικούς παράγοντες. Τα είδη που αφορά το κοινοποιηθέν μέτρο είναι:

- οπωροκηπευτικά (επιτραπέζιες τύπου "camone" και διαστάσεων μεσαίων/μεγάλων- μελιτζάνες, πιπεριές, αγγούρια, κολοκύθια, πεπόνια, καρπούζια, φράουλες, φασολάκια, μαρούλια, σέλινα, ραπανάκια, ρόκα),

- καρυκευτικά φυτά (μαϊντανός, βασιλικός, μαντζουράνα, θυμάρι, ρίγανη κ.λπ.),

- μανιτάρια,

- άνθη κομμένα (γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα, γερβέρες, τριαντάφυλλα, "σκυλάκια", γυψόφυλλες, στατικές, γλαδιόλες, ίριδες, λίλια κ.λπ.),

- πράσινα και ανθισμένα φυτά σε γλάστρα,

- μεσογειακά φυτά.

Οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά το μέτρο και τα χρηματοοικονομικά τους προβλήματα

(9) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχαν οι ιταλικές αρχές, τα μέρη τα οποία αφορά το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης είναι κατά κύριο λόγο μικροί επιχειρηματίες, κατά την έννοια του άρθρου 2083 του ιταλικού αστικού κώδικα (σε ορισμένες περιπτώσεις απλές εταιρείες ή άτομα και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις εταιρείες κεφαλαίων τύπου ΕΠΕ). Όλα τα μέρη δραστηριοποιούνται στην πρωτογενή παραγωγή. Σύμφωνα πάντα με τις ιταλικές αρχές, οι υπό εξέταση δικαιούχες επιχειρήσεις είναι εν δυνάμει αποτελεσματικές και παραγωγικές· η τεχνικής φύσεως αφερεγγυότητά τους οφείλεται στην αδυναμία τους να πληρώσουν τα χρέη τους εξαιτίας των ζημιών που προέρχονται είτε από την ανεπάρκεια της παραγωγής τους, είτε από τη δυσκολία να ανακτήσουν εγκαίρως το αντίτιμο της παραγωγής που έχει διατεθεί στην αγορά.

(10) Τα κριτήρια για την επιλογή των δικαιούχων που προβλέπονται από το σχέδιο λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των γεωργικών επιχειρήσεων της Σαρδηνίας και επιδιώκουν να αξιολογήσουν, αφενός, το επίπεδο των πραγματικών προβλημάτων των επιχειρήσεων (σημαντικές ζημίες χρήσης επί σειρά γεωργικών ετών) και, αφετέρου, την πραγματική τους αδυναμία να μειώσουν τη χρέωσή τους χωρίς δημόσια ενίσχυση (εκχωρώντας, παραδείγματος χάρη, μέρος της επιχείρησης ή των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων).

(11) Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, οικονομικού χαρακτήρα, μια επιχείρηση θεωρείται ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες όταν παρουσιάζει, στα τελευταία τρία γεωργικά έτη, μέση ζημία χρήσης ίση ή μεγαλύτερη του 25 % των πραγματικών εσόδων της. Η ζημία αυτή υπολογίζεται συγκρίνοντας το οικονομικό αποτέλεσμα των εν λόγω περιόδων με τον μέσο όρο των εσόδων που προέρχονται από τη μεικτή πώληση της παραγωγής (άρθρο 2425α του αστικού κώδικα), και αποδεικνύεται ως εξής: μετά από την εκτίμηση των κατά μέσο όρο δαπανών της επιχείρησης για τις περιόδους 1993/1994, 1994/1995 και 1995/1996, πραγματοποιείται σύγκρισή τους με τα κέρδη που αποκομίστηκαν από το ακαθάριστο προϊόν αυτών των περιόδων. Τα κέρδη εκτιμώνται με βάση δήλωση του επιχειρηματία σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 15 της 4ης Ιανουαρίου 1968 -"Πλαίσιο κανόνων για τα διοικητικά έγγραφα και την καταχώριση και την πιστοποίηση των υπογραφών"- και ιδίως με το άρθρο 4 (δήλωση η οποία επέχει θέση ένορκης βεβαίωσης), το άρθρο 20 (πιστοποίηση των υπογραφών) και το άρθρο 26 (ποινικές κυρώσεις).

(12) Το δεύτερο κριτήριο, περιουσιακού χαρακτήρα, συνίσταται στη σύγκριση μεταξύ της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και ενδεχομένως των περιουσιακών στοιχείων του επιχειρηματία, μη συμπεριλαμβανομένης της κύριας κατοικίας του, αφενός, και, αφετέρου, του συνολικού πιστοποιημένου χρέους προς τράπεζες, οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και ιδιώτες, για την εξόφληση του οποίου η προθεσμία έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Θεωρείται ότι αντιμετωπίζει δυσχέρειες ο επιχειρηματίας του οποίου το χρέος ισούται ή υπερβαίνει το 30 % των περιουσιακών στοιχείων του, κατά την ανωτέρω έννοια. Ως κεφάλαιο μιας επιχείρησης νοείται το σύνολο των υλικών αγαθών της (κτήματα, θερμοκήπια, κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.) το οποίο αποτελεί αντικείμενο εκτίμησης από τους τεχνικούς εμπειρογνώμονες του περιφερειακού οργανισμού γεωργικής ανάπτυξης και τεχνικής υποστήριξης (ERSAT) βάσει του σχετικού ερωτηματολογίου. Η αξία του κεφαλαίου λαμβάνεται υπολογίζοντας τον μέσο όρο μεταξύ της αξίας του κεφαλαίου της επιχείρησης (το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2424 του αστικού κώδικα) και της τρέχουσας αξίας στην αγορά. Η προσωπική περιουσία του επιχειρηματία καθορίζεται με βάση επίσημη δήλωσή του σύμφωνα με τον νόμο αριθ. 15 της 4ης Ιανουαρίου 1968 ("Πλαίσιο κανόνων για τα διοικητικά έγγραφα και την καταχώριση και την πιστοποίηση των υπογραφών").

Η σοβαρότητα των προβλημάτων των επιχειρήσεων αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη την κατηγορία στην οποία υπάγονται· κατά συνέπεια, θα ληφθούν υπόψη:

α) για τον επιχειρηματία: τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία και αυτά που ανήκουν στην επιχείρηση και, εάν υπάρχουν, εκείνα που αφορούν την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

β) για τις απλές και προσωπικές εταιρείες: τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης και τα περιουσιακά στοιχεία των εταίρων και, εάν υπάρχουν, εκείνα που αφορούν την άσκηση άλλων δραστηριοτήτων·

γ) για τις εταιρείες κεφαλαίων: τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης.

(13) Σε απάντηση της επιστολής της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 1998, με την οποία ζητούσε να εξηγηθεί, με παράθεση συγκεκριμένων παραδειγμάτων, η εφαρμογή των προαναφερομένων κριτηρίων, οι αρμόδιες αρχές, με επιστολή τους της 16ης Νοεμβρίου 1998, απάντησαν όπως αναφέρεται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις από 14 έως 20.

Χρηματοοικονομικά προβλήματα των επιχειρήσεων

(14)

"- [...] διευκρινίζεται ότι το οικονομικό αποτέλεσμα χρήσης της επιχείρησης (ζημίες ή κέρδη) καθορίζεται αποκλειστικά με την πραγματοποίηση σύγκρισης μεταξύ των δαπανών και των εξόδων που έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Οι δαπάνες της επιχείρησης, ιδίως, δεν μπορούν να καλύψουν το συνολικό ποσό των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων, αλλά μόνο το μέρος της απόσβεσης που αντιστοιχεί στο εν λόγω έτος.

Παράδειγμα: σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους μία επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις 50 εκατ. για την αγορά εξοπλισμού με δεκαετή απόσβεση, το κόστος της επένδυσης για το εν λόγω έτος ανέρχεται σε 5 εκατ. (μερίδιο απόσβεσης). Συνεπώς, ο προαναφερθείς αριθμός θα συμβάλει στη διαμόρφωση του αποτελέσματος εκμετάλλευσης (κέρδη ή ζημίες) στη θέση δαπάνες. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που μία επιχείρηση έχει πραγματοποιήσει κέρδη 10 εκατ. και επενδύσεις 50 εκατ., με ετήσιο μερίδιο απόσβεσης 5 εκατ., το μερίδιο αυτό έχει ήδη συμβάλει, στη θέση δαπάνες, στη διαμόρφωση κέρδους της επιχείρησης 10 εκατ.

- [...] Η χρέωση που εξετάζεται κατά τον καθορισμό της παραμέτρου δεν είναι η συνολική χρέωση της επιχείρησης (που έχει ήδη ή πρόκειται να λήξει), αλλά μόνο η χρέωση που έχει αποτελέσει αντικείμενο απόσβεσης στις 31 Δεκεμβρίου 1996 και δεν έχει πληρωθεί [...] υπολογιζόμενη ως βραχυπρόθεσμο χρέος που η επιχείρηση δεν μπορεί να εξοφλήσει.

Διευκρινίζεται ότι μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική όταν τα προφανώς μη εξοφλημένα χρέη της για την εξόφληση των οποίων έχει λήξη η προθεσμία ισούνται ή υπερβαίνουν το 30 % της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων. Αυτή η αναλογία θεωρείται ως ένα επίπεδο βραχυπρόθεσμου χρέους το οποίο η επιχείρηση δεν δύναται να εξοφλήσει, αδυναμία η οποία συνεπάγεται την ανάγκη χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

Πιο συγκεκριμένα:

- το εν λόγω κριτήριο δεν μπορεί να μην λάβει υπόψη τις επενδύσεις του παρελθόντος στο βαθμό που έχει, ενδεχομένως, λήξει η προθεσμία για την πληρωμή δόσεων που δεν έχουν καταβληθεί, μεταξύ της 1.1.1992 και της 31.12.1996,

- το επίπεδο του χρέους που λαμβάνεται υπόψη δεν είναι επομένως το συνολικό επίπεδο του χρέους, αλλά αυτό για την εξόφληση του οποίου έχει λήξει η προθεσμία.

Παράδειγμα: μια επιχείρηση με ενεργητικό 100 εκατ., με ένα χρέος 30 εκατ. (βραχυπρόθεσμη οφειλή) και με ένα άλλο 50 εκατ. η προθεσμία για την εξόφληση του οποίου λήγει προσεχώς (μακροπρόθεσμη οφειλή) διαθέτει καθαρά περιουσιακά στοιχεία 20 εκατ.".

Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(15)

"Οι δικαιούχοι της ενίσχυσης πρέπει να καταρτίσουν ισολογισμό χρήσεως. Τούτο θα δώσει τη δυνατότητα στους υπαλλήλους της περιφερειακής διοίκησης να επαληθεύσουν την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Έχει κριθεί σκόπιμη η επιβολή αυτού του όρου για τη χορήγηση των ενισχύσεων, επειδή ο γεωργικός τομέας στη Σαρδηνία πάσχει όχι μόνο από τα προβλήματα τα οποία αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος του σχεδίου, αλλά επίσης και από την απουσία επιχειρηματικής νοοτροπίας η οποία εκφράζεται, μεταξύ άλλων, υπό μορφή απροθυμίας όσον αφορά την τήρηση λογιστικών βιβλίων, έστω και στοιχειωδών. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης στοχεύει επίσης στην κάλυψη αυτής της ανεπάρκειας.

Τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση αποκατάστασης της βιωσιμότητας των προβληματικών επιχειρήσεων, έχουν καθορισθεί με βάση τη σύγκριση μεταξύ του καθαρού προϊόντος της επιχείρησης ανά εκτάριο πριν από την υλοποίηση του σχεδίου, όταν ήταν προφανώς ανέφικτη η κάλυψη των δαπανών (ιδίως σε ό,τι αφορά τις αποσβέσεις και τις πληρωμές των τραπεζικών δόσεων), αφενός, και, αφετέρου, του καθαρού προϊόντος της επιχείρησης ανά εκτάριο που αναμένεται μετά από την υλοποίηση του σχεδίου, δηλαδή λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που προτείνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, χάρη στα οποία θα επιτευχθεί ακαθάριστο προϊόν επαρκές για την εξόφληση όλων των δαπανών.

Με αυτό το σχέδιο αναδιάρθρωσης, χάρη στο οποίο θα βελτιωθεί η διαχείριση από την άποψη, αφενός, της ποιότητας των προϊόντων και, αφετέρου, του φάσματος της παραγωγής το οποίο θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς, η επίπτωση του κόστους απόσβεσης των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού και των τραπεζικών δόσεων στο ακαθάριστο προϊόν θα μειωθεί από το 43 % (σημερινή διαχείριση) στο 29,7 % (αναμενόμενη διαχείριση).

Το ελάχιστο κέρδος που προβλέπεται μετά από την αναδιάρθρωση ανέρχεται σε 1,4 %.

Πίνακας 2

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΑ ΕΣΟΔΑ

Σημερινή διαχείριση (όγκος της παραγωγής = 800 εκατόκιλα)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Τα μερίδια καθορίζονται με βάση το σταθερό κόστος που υπολογίζεται από την απόσβεση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων, τη συντήρηση και τη δόση του δανείου.

Αναμενόμενη διαχείριση (όγκος της παραγωγής = 1100 εκατόκιλα)

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Τα μερίδια καθορίζονται με βάση το σταθερό κόστος που υπολογίζεται από την απόσβεση του εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων, τη συντήρηση και τη δόση του δανείου.

Σύγκριση μεταξύ της σημερινής και της αναμενόμενης διαχείρισης

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης βασίζεται κυρίως στις ακόλουθες ενέργειες οι οποίες λαμβάνουν χώρα εντός της επιχείρησης:

Α) Ποσοτικός προσδιορισμός της παραγωγής η οποία είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας. Η ποσότητα αυτή είναι εκείνη που επιτρέπει ένα μέσο κόστος ανά μονάδα (K) τουλάχιστον ίσον με την τρέχουσα τιμή στην αγορά (P).

Στο παράδειγμα του πίνακα 2 η ποσότητα αυτή έχει καθορισθεί σε 1100 εκατόκιλα ανά εκτάριο έναντι της σημερινής ποσότητας των 800 εκατόκιλων ανά εκτάριο. Πράγματι, σύμφωνα με τον αριθμοδείκτη που ορίζει το μέσο κόστος ανά μονάδα παραγωγής: K = Kt:Qt

(K = μέσο κόστος ανά μονάδα παραγωγής· Kt = συνολικό κόστος και Qt = συνολική ποσότητα)

από τη σημερινή διαχείριση προκύπτει P< K

>PIC FILE= "L_2002077EL.003201.TIF">

από την αναμενόμενη διαχείριση προκύπτει P >K

>PIC FILE= "L_2002077EL.003301.TIF">

Η ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της παραγωγής, που είναι απαραίτητη για την ανάκτηση του κερδοφόρου χαρακτήρα, επιτυγχάνεται με:

α) την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών (βλέπε σημείο 14), με τη βέλτιστη δυνατή χρησιμοποίηση των μέσων παραγωγής και με εφαρμογή κατάλληλης παραγωγικής μεθόδου, π.χ. αύξηση της παραγωγής κατά τη διάρκεια των περιόδων μέγιστης ζήτησης και αποδοτικότητας της αγοράς για τα διάφορα προϊόντα (για τις τομάτες camone από το Δεκέμβριο έως το Φεβρουάριο)·

β) την προστασία της παραγωγής από την προσβολή από νόσους χάρη στα μέτρα αναδιάρθρωσης που περιγράφονται στο σημείο 14 στοιχείο α)·

γ) τη μετατροπή των ανεπαρκώς κερδοφόρων παραγωγών σε παραγωγές που έχουν μεγαλύτερη αξία και διατίθενται ευκολότερα στην αγορά. Οι οργανώσεις εμπορίας των οποίων είναι μέλη οι δικαιούχοι του σχεδίου και οι οποίες εξασφαλίζουν τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να γνωστοποιούν τις περιπτώσεις ιδιαίτερης ζήτησης για ορισμένες παραγωγές·

δ) τη μείωση των δαπανών για μισθούς και ημερομίσθια που συνεπάγεται η μείωση του προσωπικού λόγω, είτε της εισαγωγής τεχνολογικών βελτιώσεων, είτε της μεταφοράς των δραστηριοτήτων διαλογής και συσκευασίας σε οργανισμούς εμπορίας.

Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, με τη σημερινή διαχείριση, η επίπτωση των δαπανών για μισθούς και ημερομίσθια είναι 48 %, ενώ με την αναμενόμενη διαχείριση 26,9 %·

ε) τη μείωση του κόστους παραγωγής με την εφαρμογή κατά το δυνατόν λιγότερο δαπανηρών παραγωγικών μεθόδων, π.χ. αντικαθιστώντας μια αντιπαρασιτική τεχνική η οποία σήμερα είναι πολύ διαδεδομένη και βασίζεται στη χρήση του μεθυλικού βρωμιδίου (αποστείρωση) με μια άλλη μέθοδο (ηλίασμα) η οποία είναι όχι μόνο φθηνότερη, αλλά και φιλικότερη προς το περιβάλλον.

Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ένας παράγων ο οποίος είναι εξωεπιχειρησιακός αλλά ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στην ανάκτηση του κερδοφόρου χαρακτήρα: πρόκειται για τη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα αυθεντικά και τοπικά/παραδοσιακά, τα οποία, με το σημερινό επίπεδο παραγωγής, οι οργανισμοί εμπορίας δεν κατορθώνουν να ικανοποιήσουν. Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ο ρόλος της τεχνικής υποστήριξης η οποία βραχυπρόθεσμα καλύπτει τα κενά όσον αφορά τα προσόντα των γεωργών και μακροπρόθεσμα τους βοηθά να αποκτήσουν ή να βελτιώσουν τα προσόντα που απαιτούνται για την αποτελεσματική διαχείριση των επιχειρήσεών τους."

Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα σχέδια για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(16)

"Το σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποβάλλεται εκ μέρους κάθε εν δυνάμει δικαιούχου, σε έντυπο το οποίο διατίθεται από τη διοίκηση, πρέπει να περιλαμβάνει ένδειξη:

- των μέτρων χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης,

- των μικρών έργων τεχνολογικής προσαρμογής,

- της ανάληψης δέσμευσης για την εισαγωγή της λογιστικής επιχειρήσεων,

- της ανάληψης δέσμευσης για συμμετοχή σε μια ομάδα παραγωγών και, κατά συνέπεια, για επαναπροσανατολισμό της παραγωγής προς τη ζήτηση της αγοράς [...],

- της επίσημης ανάληψης δέσμευσης για μη υποβολή προτάσεων έργων κτηματικής βελτίωσης [...] για μία πενταετία ή δεκαετία. ([...] πενταετία όταν πρόκειται για επιχειρήσεις με πλήρη και αποτελεσματικό εξοπλισμό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και οι οποίες επωφελούνται μόνο από το μέτρο χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης· δεκαετία όταν η επιχείρηση επωφελείται και από τα μέτρα τεχνολογικής βελτίωσης. Η συνήθης χρονική διάρκεια της αποτελεσματικότητας είναι δέκα έτη.)"

Επιπλέον, οι δικαιούχοι θα λαμβάνουν επ' αόριστον, τεχνική στήριξη από "τεχνικούς ATA και γεωργικούς εκπαιδευτές που υπάγονται στην ERSAT (περιφερειακός οργανισμός γεωργικής ανάπτυξης και τεχνικής υποστήριξης), ο οποίος είναι ο επιχειρησιακός φορέας της περιφερειακής αυτοδιοίκησης.".

Τα χρηματοοικονομικά μέτρα που προβλέπονται για την αναδιάρθρωση

(17) Σχετικά με αυτό το μέτρο, οι αρμόδιες αρχές, με επιστολή της 10ης Σεπτεμβρίου 1998, διαβίβασαν τις ακόλουθες πληροφορίες: "Οι πιστωτικοί οργανισμοί οι οποίοι ενδιαφέρονται για το σχέδιο αναδιάρθρωσης των προβληματικών επιχειρήσεων του τομέα των θερμοκηπίων είναι τράπεζες του ιδιωτικού τομέα [...]. Δεδομένου ότι οι τράπεζες αυτές πρόκειται, σύμφωνα με συναφθείσες συμφωνίες, να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους σε ό,τι αφορά τους τόκους υπερημερίας τόσο επί των χρεών για τα οποία η προθεσμία εξόφλησης έχει λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1996, όσο και επ' αυτών των οποίων η προθεσμία έληγε μεταγενέστερα, μέχρις ότου ο δικαιούχος συνάψει μια νέα σύμβαση [σημείο 4.1 στοιχείο α) του σχεδίου], η παρέμβαση των περιφερειακών αρχών θα συνίσταται σε:

α) μια έκπτωση κεφαλαίου ενός μέρους του κυριοτέρου χρέους του δικαιούχου έναντι πιστωτικών οργανισμών, το οποίο έχει συναφθεί την 1η Ιανουαρίου 1992 και του οποίου η προθεσμία εξόφλησης έχει λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1996·

β) επιδότηση επιτοκίων επί του πολυετούς δανείου (ανώτατης διάρκειας 15 ετών) που συνεπάγεται η επαναδιαπραγμάτευση του υπολοίπου του χρέους το οποίο οφείλεται από τις επιχειρήσεις και συνίσταται από:

1 - το υπόλοιπο του χρέους που αναφέρεται στο ως άνω σημείο α)·

2 - τις δόσεις που έχουν λήξει μετά τις 31 Δεκεμβρίου1996 και μέχρι την ημερομηνία σύναψης του νέου δανείου·

3 - το προσεχές υπόλοιπο χρέους (υπόλοιπο κεφαλαίων ενδεχομένων γεωργικών δανείων).

Η επιδότηση επιτοκίων που αναφέρεται στο ως άνω στοιχείο β), ενημερωμένη κατά την ημερομηνία της σύναψης της σύμβασης, δεν είναι δυνατόν να υπερβεί το 30 % του επιτοκίου αναφοράς που έχει καθορισθεί από το κράτος για τα βελτιωτικά δάνεια (επί του παρόντος 6,50 %).

Το άθροισμα των ποσών των δύο μορφών στήριξης (ενίσχυση και επιδότηση επιτοκίων) δεν είναι δυνατόν να υπερβεί το 75 % του χρέους του οποίου η προθεσμία εξόφλησης έχει λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1996 καθαρό από τόκους υπερημερίας. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η μοναδική δυνατότητα μείωσης του κόστους αποτελείται από το μερίδιο απόσβεσης του δανείου, που θα επιτευχθεί μέσω της χρηματοοικονομικής αναδιάρθρωσης, πραγματοποιείται κατά πρώτο λόγο σύγκριση μεταξύ του μεγίστου μεριδίου που η επιχείρηση μπορεί να επωμισθεί (3500 ITL ανά m2) και του μεριδίου του σχεδίου απόσβεσης, με πραγματοποίηση προβολής του νέου δανείου με βάση διάφορες υποθέσεις οι οποίες αφορούν:

1. κατά πρώτο λόγο, τη χρονική διάρκεια του δανείου (από 5 έως 15 έτη)·

2. εν συνεχεία την έκπτωση του κυριοτέρου δανείου, η προθεσμία για την εξόφληση του οποίου έχει λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1996.

Το αποτέλεσμα αυτών των δύο πράξεων θα επιτρέπει τον ακριβή υπολογισμό του ποσού του υπολειπομένου κεφαλαίου που πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δανείου και κατά συνέπεια, τον καθορισμό του νέου μεριδίου το οποίο πρέπει να συμβιβάζεται με το μέγιστο μερίδιο στο οποίο μπορεί να ανταποκριθεί η επιχείρηση και το οποίο πρέπει να είναι μικρότερο ή ίσο με αυτό το μέγιστο μερίδιο.

Όλα αυτά θα πρέπει να είναι σε ισορροπία με τα άλλα όρια που θέτει το σχέδιο, όρια που έχουν ως εξής:

- ανώτατο ποσό της δημόσιας ενίσχυσης για τη χρηματοοικονομική αναδιάρθρωση: 75 % του χρέους για την εξόφληση του οποίου έχει λήξει η προθεσμία στις 31 Δεκεμβρίου 1996, καθαρό από τόκους υπερημερίας εις βάρος των τραπεζών,

- ανώτατο ποσό της δημόσιας ενίσχυσης συμπεριλαμβανομένων των παρεμβάσεων σε ό,τι αφορά τη διαρθρωτική πτυχή του μέτρου: 600 εκατ. ITL."

Οι επενδύσεις που προβλέπονται για την αναδιάρθρωση

(18) Σύμφωνα με τις εθνικές αρχές, οι επενδύσεις που απαριθμούνται στη συνέχεια "είναι απαραίτητες εφόσον αποσκοπούν στην πρόληψη και στον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών δυσμενών κλιματικών συνθηκών, στην προστασία από τις φυτοπαθολογίες, στη μείωση του κόστους παραγωγής και στη βελτίωση της ποιότητας (παραγωγές φιλικές προς το περιβάλλον) των προϊόντων, έτσι ώστε οι οργανισμοί εμπορίας να μπορούν να τα διαθέτουν με ευκολία στην αγορά.

Δεδομένης της αβέβαιης οικονομικής κατάστασης των δικαιούχων επιχειρήσεων, προβλέπεται ποσοστό ενίσχυσης ίσο με 75 % της επιλέξιμης δαπάνης. Οι επενδύσεις αφορούν τις επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητα στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής και πρόκειται για:

α - Εγκατάσταση προστατευτικών δικτύων κατά των εντόμων. 1000 ITL/m2

Τα προστατευτικά δίκτυα κατά των εντόμων που θα πρέπει να τοποθετούνται σε όλα τα ανοίγματα του θερμοκηπίου είναι απαραίτητα για την παρεμπόδιση της εισόδου των εντόμων που είναι επιβλαβή για τις καλλιέργειες και τα οποία είναι φορείς ιών, ιδίως, με τα δίκτυα μειώνονται κατά 90 % οι προσβολές από τη λευκή μύγα και μάλιστα από την 'bemisia tabaci' που ευθύνεται για τις μολύνσεις TYLCV. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα δίκτυα περιορίζουν τον αερισμό των καλλιεργειών κατά 50 %.

β - Αναγκαστικός εξαερισμός και κλιματικός έλεγχος. 1200 ITL/m2

Συνεπεία του μέτρου που αναφέρεται στο σημείο α), καθίσταται απαραίτητη η εγκατάσταση ενός συστήματος αναγκαστικού εξαερισμού και κλιματικού ελέγχου.

Τα δίκτυα κατά των εντόμων, που παρεμποδίζουν σημαντικά τον φυσικό εξαερισμό, καθιστούν αναγκαίο τον αναγκαστικό εξαερισμό και τον έλεγχο της υγρασίας του αέρα, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρά προβλήματα που δημιουργούν στις καλλιέργειες οι κρυπτογαμικές ασθένειες όπως η φαιά σήψη, ο περονόσπορος, το cladosporium, τα βακτηρίδια, καθώς και οι σοβαρές φυσιοπάθειες όπως η υπερίδρωση, η κορυνοβακτηρίωση των στελεχών κ.λπ.

γ - Κινητή μόνωση. 6500 ITL/m2

Η εγκατάσταση κινητών συστημάτων μόνωσης είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί παραγωγή καλής ποιότητας, ακόμα και κατά τους χειμερινούς μήνες, με οικονομία ενέργειας της τάξης του 50 %.

δ - Διανομή θερμού αέρα. 4000 ITL/m2

Αυτή η εγκατάσταση βελτιώνει την κυκλοφορία του θερμού αέρα, επιτρέπει τον έλεγχο της σχετικής υγρασίας και συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της οικονομίας ενέργειας κατά 20 % περίπου.

ε - Εγκατάσταση αποστράγγισης. 6400 ITL/m2

Εγκατάσταση απαραίτητη στα πολύ αργιλώδη εδάφη, διότι διαφορετικά είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί ορθολογικά η άρδευση και η παροχή θρεπτικών συστατικών, κυρίως κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες.

στ - Εξωτερικά έργα για τη συσσώρευση των γλυκών υδάτων. 2350 ITL/m2

Η υλοποίηση αυτών των έργων προορίζεται για τις επιχειρήσεις καλλιέργειας σε θερμοκήπια που βρίσκονται σε ζώνες οι οποίες δεν εξυπηρετούνται από συλλογικές εγκαταστάσεις άρδευσης, υπό τον όρο ότι το ύδωρ του υδροφόρου ορίζοντα δεν είναι επαρκές τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική αποχή.

Η δημιουργία λεκανών συγκέντρωσης θα συμβάλλει στην άμβλυνση του φαινομένου της αλάτωσης των υπογείων υδάτων, που αποτελεί έναν από τους λόγους των απωλειών παραγωγής.

ζ - Σταθμοί λιπαντικής άρδευσης. 600 ITL/m2

Για τις επιχειρήσεις που πρέπει να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της λιπαντικής άρδευσης με τη βοήθεια απλών ή διπλών αναρροφητικών αντλιών, επέμβαση στο 10 % της συνολικής έκτασης. (Πρέπει να εξορθολογισθεί κατά το μέγιστο δυνατόν η λιπαντική άρδευση για να εξασφαλισθεί το εισόδημα της επιχείρησης)."

Προβλεπόμενη τεχνική βοήθεια για την αναδιάρθρωση

(19) Σύμφωνα με τις εθνικές αρχές, "στα μέτρα τεχνικής βοήθειας γεωργικών εφαρμογών και επαγγελματικής κατάρτισης που εφαρμόζει ο περιφερειακός οργανισμός γεωργικής ανάπτυξης και τεχνικής αρωγής (ERSAT) στα πλαίσια των συνήθων δραστηριοτήτων του, στις οποίες συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες που παρέχονται από τεχνικούς και γεωργοεφαρμοστές [...] περιλαμβάνονται:

- η εξέταση της κατάστασης των υποδομών της επιχείρησης,

- η διαπίστωση του βάσιμου της καλλιεργητικής μεθόδου που έχει υιοθετηθεί για την επίλυση του προβλήματος του χρέους,

- ο προσδιορισμός της ενδεχόμενης αλλαγής καλλιεργητικής μεθόδου από την επιχείρηση,

- ο προσδιορισμός των εργασιών τεχνολογικής προσαρμογής που πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιηθούν,

- η παροχή, για τρία έτη (χρόνος που κρίνεται αναγκαίος για τη σταθερή επάνοδο σε μια κατάσταση ομαλής διαχείρισης) της απαραίτητης εξειδικευμένης εμπειρογνωμοσύνης,

- η παρακολούθηση της διαδικασίας επανόδου στην ομαλή διαχείριση,

- η επαγγελματική κατάρτιση.

Όλες οι υπηρεσίες [...] παρέχονται από υπαλλήλους της περιφερείας, και γι' αυτό δεν προϋποθέτουν συμπληρωματικό κόστος σε σχέση με τη συνήθη αμοιβή των εργαζομένων.

Προβλέπεται ωστόσο η επέμβαση 'τεχνικών' ελευθέρων επαγγελματιών, στο πλαίσιο συμβάσεων που συνάπτονται με τον ERSAT, αποκλειστικά ως πολύ ειδικευμένοι εκπαιδευτικοί· το κόστος των υπηρεσιών αυτών δεν μπορεί να υπολογισθεί επί του παρόντος, αλλά εμπίπτει στις συνήθεις δαπάνες διαχείρισης του οργανισμού αυτού.

Οι συμβάσεις που συνάπτονται από την περιφέρεια εμπίπτουν σε μια ειδική ρύθμιση που εξασφαλίζει τη διαφάνεια των εν λόγω δράσεων (π.χ. δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της περιφέρειας, έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο).".

Η συμμετοχή της περιφέρειας της Σαρδηνίας στο σχέδιο αναδιάρθρωσης

(20) Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές: "Όσον αφορά τη χρηματοδοτική συμμετοχή, [...] η περιφέρεια της Σαρδηνίας θα παρέμβει κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α - απόσβεση των μεριδίων κεφαλαίου που κατέστη ληξιπρόθεσμο στις 31 Δεκεμβρίου 1996·

β - επιδότηση των τόκων για την αναδιαπραγμάτευση του υπολειπόμενου χρέους που κατέστη ληξιπρόθεσμο ή πρόκειται να καταστεί ληξιπρόθεσμο·

γ - μη επιστρεφόμενη εισφορά για τα μέτρα (επενδύσεις) που προβλέπονται στο σημείο 4.2 του σχεδίου (75 % της επιλέξιμης δαπάνης).

Το άθροισμα α + β δεν πρέπει να υπερβαίνει το 75 % της οφειλής που κατέστη ληξιπρόθεσμη στις 31 Δεκεμβρίου 1996, άνευ τόκων υπερημερίας.

Το κόστος της δραστηριότητας τεχνικής βοήθειας δεν συμπεριλαμβάνεται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, αφού πρόκειται για συνήθεις δραστηριότητες του ERSAT.".

Η συμβολή των τραπεζών στο σχέδιο αναδιάρθρωσης

(21) Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 1998, η Επιτροπή ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές να της ανακοινώσουν τα ονόματα των οργανισμών που θα παραιτηθούν των οφειλομένων τόκων των χρεών των εν δυνάμει δικαιούχων, να της διευκρινισθεί αν όλοι οι οργανισμοί που παρείχαν πιστώσεις σε όλους τους εν δυνάμει δικαιούχους θα προσχωρήσουν στο καθεστώς και να αναφερθούν τα ποσά των τόκων από τους οποίους θα παραιτηθούν οι εν λόγω οργανισμοί. Σε επιστολή τους της 16ης Νοεμβρίου 1998, οι αρμόδιες αρχές, μετά από αίτηση της Επιτροπής, γνωστοποίησαν ότι οι τράπεζες, τις οποίες αφορά η θέση σε εφαρμογή του σχεδίου ήταν οι ακόλουθες: Banca Nazionale del Lavoro, Cariplo, Banco di Sardegna, Istituto Bancario S. Paolo di Torino, Monte dei Paschi di Siena, Istituto di Credito delle Casse Rurali e Artigiane, Banca Meliorconsorzio, Banco di Napoli, Credito Italiano, Banca Commerciale Italiana, Banca di Sassari. Σύμφωνα με την απάντηση των αρμοδίων αρχών, οι τόκοι επί των χρεών των δικαιούχων, από τους οποίους θα παραιτηθούν οι τράπεζες, θα καθορισθούν ανά περίπτωση και δεν μπορούν, επομένως, ούτε να προσδιορισθούν, αλλά ούτε και να ανακοινωθούν στο παρόν στάδιο.

Η συμβολή των δικαιούχων στο σχέδιο αναδιάρθρωσης

(22) Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές: "Βαρύνουν τον δικαιούχο:

- 25 % της επιλέξιμης δαπάνης για τα μέτρα που αναφέρονται στο σημείο 4.2 του σχεδίου (δηλαδή για τις επενδύσεις),

- οι τόκοι επί του χρέους που έχει αποτελέσει αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης, οι οποίοι δεν καλύπτονται από την περιφερειακή παρέμβαση.

Η ικανότητα του δικαιούχου να αναλάβει το βάρος του κόστους απορρέει από τις νέες οικονομικές και παραγωγικές συνθήκες της επιχείρησης, και κατά συνέπεια είναι εύλογο το να δύναται κανονικά μία μεμονωμένη επιχείρηση να αποσβέσει το εν λόγω κόστος εντός των τριών πρώτων ετών της δραστηριότητάς της.

Ο δικαιούχος δικαιολογεί τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες ως εξής:

α) την αγορά μηχανών και εξοπλισμού με τα σχετικά τιμολόγια·

β) την εργασία που παρασχέθηκε τόσο από τον ίδιο τον δικαιούχο όσο και από τρίτους: με την προσκόμιση μετρικού υπολογισμού, βασισμένη στις τιμές ανά μονάδα που καθορίζονται στον σχετικό πίνακα τιμών της περιφέρειας, ο οποίος ενημερώνεται περιοδικά και εγκρίνεται με σχετικό διάταγμα.".

Διάρκεια της ενίσχυσης και των μέτρων που προβλέπονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης

(23) Σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές: "Η ενίσχυση έχει κατ' αποκοπή χαρακτήρα και δεν προβλέπεται παράτασή της. Η διάρκεια ενός έτους είναι η απαραίτητη περίοδος για την εκκίνηση του σχεδίου (δηλαδή το σύνολο των διοικητικών και γραφειοκρατικών διαδικασιών).

Τα διάφορα μέτρα ενίσχυσης έχουν ειδική διάρκεια:

- η επιδότηση επιτοκίου από πέντε έως δέκα έτη·

- οι μη επιστρεπτέες εισφορές για τα μέτρα συντήρησης και προσαρμογής θα διαρκέσουν για όλο το χρόνο που είναι απαραίτητος για την τεχνική τους ολοκλήρωση,

- σε ό,τι αφορά την τεχνική βοήθεια, έχει ήδη λεχθεί ότι αποτελεί συνήθη υπηρεσία και ότι η διάρκεια της είναι, κατά συνέπεια, απεριόριστη.

Κατά την εφαρμογή του σχεδίου, μέχρις ότου οι επιχειρήσεις δεν έχουν επιτύχει τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, η βοήθεια θα έχει μεγαλύτερη ένταση και θα είναι υποχρεωτική.".

Οι δεσμεύσεις των εθνικών αρχών

(24)

"Η περιφέρεια, κατά την υλοποίηση του κοινοποιηθέντος σχεδίου, αναλαμβάνει την υποχρέωση να τηρήσει τους όρους που προβλέπονται στις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων(2).

Η περιφέρεια αναλαμβάνει επιπλέον την υποχρέωση να υποβάλει στην Επιτροπή ετήσια λεπτομερή έκθεση των χορηγηθεισών ενισχύσεων, όπως προβλέπεται στο σημείο 3.2.2 των προαναφερθέντων κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών."

Πιθανή συσσώρευση ενισχύσεων για την απόσβεση χρεών υπέρ των ιδίων δικαιούχων

(25) Η Επιτροπή, με έγγραφο της 19ης Οκτωβρίου 1998, ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές να εγγυηθούν ότι κανένας από τους εν δυνάμει δικαιούχους των ενισχύσεων που προβλέπονται στο κοινοποιηθέν μέτρο δεν είχε ήδη λάβει κατά το παρελθόν ενισχύσεις για αναδιάρθρωση, μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις ή μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις των οποίων έχει ζητηθεί η ανάκτηση. Σε απάντηση των αιτημάτων της Επιτροπής, με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 1998 οι αρμόδιες αρχές ανέφεραν τα εξής: "1) Η περιφέρεια δεν κατέβαλε ποτέ ενισχύσεις για αναδιάρθρωση· 2) ο περιφερειακός νόμος αριθ. 4 της 19ης Ιανουαρίου 1998, που εγκρίθηκε από την Επιτροπή στις 3 Ιουνίου 1998, και ο οποίος επιτρέπει την επαναδιαπραγμάτευση δανείων, ακυρώνει, για τις δικαιούχους επιχειρήσεις του σχεδίου, τα αποτελέσματα της προηγούμενης ρύθμισης, η οποία έχει εμμέσως καταργηθεί· 3) η περιφερειακή διοίκηση μπορεί να εξασφαλίσει, σε περίπτωση που ένας αιτών έχει τύχει μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης, ενίσχυση της οποίας απαιτείται η ανάκτηση, σε περίπτωση που δεν έχει πραγματοποιηθεί η εν λόγω ανάκτηση, ότι θα αφαιρέσει το ποσό της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης από το ποσό που οφείλεται σύμφωνα με το σχέδιο.".

(26) Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης επειδή είχε αμφιβολίες σε ό,τι αφορά τη συμβιβασιμότητα του καθεστώτος με την κοινή αγορά. Οι αμφιβολίες αυτές αφορούσαν τα ακόλουθα σημεία:

α) το επίπεδο οικονομικής δυσχέρειας των επιχειρήσεων:

- επειδή το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων δεν τηρεί επιχειρησιακή λογιστική (η υποχρέωση τήρησης λογιστικής εμφανίζεται μεταξύ των όρων που πρέπει να πληρούνται για να μπορούν να τύχουν ενίσχυσης αναδιάρθρωσης), η προσαρμογή των κριτηρίων που πρότειναν οι ιταλικές αρχές για την αξιολόγηση των ζημιών χρήσεως και του επιπέδου χρέωσης των εν δυνάμει δικαιούχων έδωσε λαβή για αμφιβολίες (π.χ., δεν φαινόταν να υφίσταται σαφής διαχωρισμός μεταξύ βραχύχρονης και μακρόχρονης χρέωσης· αυτό το τελευταίο, επιπλέον, μπορούσε να είναι συνδεδεμένο με επενδύσεις προς απόσβεση στα πλαίσια μίας κανονικής οικονομικής δραστηριότητας· συνεπώς, δεν μπορούσε να θεωρηθεί προβληματική επιχείρηση μία επιχείρηση που πραγματοποιούσε ετήσια απόσβεση του κόστους επενδύσεων),

- σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, θα έπρεπε να θεωρηθεί σε δυσχερή θέση ο επιχειρηματίας του οποίου το χρέος που είχε λήξει και δεν είχε εξοφληθεί ήταν ίσο ή ανώτερο του 30 % του ενεργητικού της επιχείρησης, χωρίς να διευκρινίζεται εάν επρόκειτο για το καθαρό ενεργητικό,

- λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν στην πρώτη παράγραφο, έπρεπε να διευκρινισθεί εάν το κριτήριο που βασιζόταν στο επίπεδο χρέωσης ήταν σε θέση να επαληθεύσει εάν υφίστατο υπερχρέωση και αν το κριτήριο που βασιζόταν στις ζημίες χρήσεως ήταν κατάλληλο για να επισημάνει μία άκρως δυσχερή κατάσταση,

- η εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων έδειχνε να βασίζεται ιδίως στην αυτοπιστοποίηση των δικαιούχων·

β) την αποκατάσταση της βιωσιμότητας:

- Τα χρηματοοικονομικά μέτρα που προτάθηκαν (πληρωμή, εκ μέρους της περιφέρειας, των μεριδίων του κεφαλαίου που έληξε την 31 Δεκεμβρίου 1996· καταβολή, εκ μέρους της περιφέρειας, των τόκων που συνδέονται με την επαναδιαπραγμάτευση του υπολοίπου χρέους που έχει λήξει ή που πρόκειται να λήξει· παραίτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων από τους τόκους υπερημερίας) μπορούσαν να αποτελούν απλές ενισχύσεις στη λειτουργία, πολύ περισσότερο αφού δεν φαίνονταν να επιτρέπουν τον εύκολο υπολογισμό του ποσού των χρεών προς απόσβεση και των ενισχύσεων προς χορήγηση,

- η εισφορά μη επιστρεπτέων κεφαλαίων για τις επενδύσεις (το 75 % των επιλέξιμων δαπανών) παρουσιαζόταν πάρα πολύ υψηλή,

- το κοινοποιηθέν καθεστώς δεν προέβλεπε τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού ή την παύση των μη κερδοφόρων δραστηριοτήτων, ενώ η ύπαρξη δυνατότητας διάθεσης στην αγορά των σχετικών προϊόντων δεν ήταν εξασφαλισμένη,

- χρειαζόταν να διαπιστωθεί εάν η αύξηση των κερδών κατά 50 % χάρη στην εισαγωγή νέων τεχνικών καλλιέργειας, στην εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών και, εάν είναι αναγκαίο στη μεταστροφή προς πιο κερδοφόρες παραγωγές μπορούσε πραγματικά να επιτρέψει την αποκατάσταση της βιωσιμότητας εντός τριών ετών, ακόμη περισσότερο που, όπως διατυπώθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, η ύπαρξη δυνατότητας διάθεσης στην αγορά των συγκεκριμένων προϊόντων δεν ήταν εξασφαλισμένη·

γ) την πρόληψη των αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού:

- Η Επιτροπή είχε ζητήσει από τις ιταλικές αρχές να αποδείξουν με τη βοήθεια δικαιολογητικών εγγράφων ποιες επιπτώσεις στις τιμές θα είχε μια ενίσχυση προορισμένη να αυξήσει τα έσοδα κατά περίπου 50 % και ποιες θα ήταν οι δυνατότητες διάθεσης στην αγορά των σχετικών προϊόντων· οι ανωτέρω αρχές δεν παρείχαν κανένα έγγραφο σε στήριξη της ανάλυσής τους,

- το καθεστώς δεν προέβλεπε καμία μείωση του παραγωγικού δυναμικού, μείωση που αντιθέτως φαινόταν αναγκαία για τον τομέα της ανθοκομίας·

δ) την αρχή της αναλογικότητας των ενισχύσεων με το κόστος και τα πλεονεκτήματα της αναδιάρθρωσης:

- Το ανώτατο ποσό των 600 εκατ. ITL (περίπου 300000 ευρώ) ανά δικαιούχο επιχείρηση φαινόταν υψηλό, λαμβανομένης υπόψη της μορφής των προβλημάτων που προκάλεσαν την υπερχρέωση,

- η δυσκολία υπολογισμού του ποσού του χρέους προς απόσβεση καθιστούσε αδύνατον να καθορισθεί σε ποιο βαθμό οι δικαιούχοι συμμετείχαν πραγματικά στην αναδιάρθρωση,

- η παραίτηση από τους τόκους υπερημερίας εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων μπορούσε να αποτελέσει νέα κρατική ενίσχυση, αφού δεν ήταν δυνατόν ορισμένα από αυτά τα ιδρύματα να είναι δημοσίου δικαίου ή να είναι υπό δημόσιο έλεγχο·

ε) τη φύση των δικαιούχων

Δεδομένου ότι μεταξύ των δικαιούχων μπορούσαν να εμφανίζονται κεφαλαιουχικές εταιρείες, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι ορισμένες εταιρείες που ενδιαφέρονταν για το καθεστώς δεν πληρούσαν όλους τους προβλεπόμενους όρους για να μπορούν να θεωρηθούν ΜΜΕ, σύμφωνα με το σημείο 3.2.4 των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων(3)·

στ) Πιθανή ύπαρξη μίας "επίπτωσης Deggendorf"

Η Επιτροπή είχε ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίσουν ότι κανένας από τους εν δυνάμει δικαιούχους των ενισχύσεων που προβλέπονται από το κοινοποιηθέν μέτρο δεν είχε ήδη λάβει στο παρελθόν ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση, ενισχύσεις μη κοινοποιηθείσες ή ενισχύσεις μη συμβιβάσιμες των οποίων είχε ζητηθεί η ανάκτηση. Σε απάντηση σε αυτή την ερώτηση, με έγγραφο της 16ης Νοεμβρίου 1998, οι αρμόδιες αρχές δήλωσαν ότι η περιφέρεια δεν είχε χορηγήσει ποτέ ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση και ότι η περιφερειακή διοίκηση μπορούσε να εγγυηθεί ότι, σε περίπτωση που προέκυπτε ότι ένας αιτών είχε τύχει μίας οιασδήποτε μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης για την οποία είχε ζητηθεί η ανάκτηση, η αρχή αυτή θα φρόντιζε, σε περίπτωση που η ανάκτηση δεν είχε ακόμη πραγματοποιηθεί, να αφαιρέσει το ποσό της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης από το οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με το σχέδιο. Με βάση αυτή την απάντηση η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποκλείσει ότι το κοινοποιηθέν καθεστώς δεν επέτρεπε τη χορήγηση ενισχύσεων σε δικαιούχους που είχαν ήδη λάβει μη συμβιβάσιμες ενισχύσεις για τις οποίες η Επιτροπή είχε ζητήσει την ανάκτηση(4).

III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ, ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

(27) Με επιστολή της 9ης Ιουνίου 1999, που πρωτοκολλήθηκε στις 15 Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές απάντησαν στις αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή σχετικά με τη συμβιβασιμότητα του κοινοποιηθέντος καθεστώτος με την κοινή αγορά.

Χρηματοοικονομικά προβλήματα των επιχειρήσεων

(28) Οι ιταλικές αρχές, καταταρχήν, διευκρίνισαν ότι το χρέος που ελήφθη υπόψη για τον καθορισμό των χρηματοοικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης ήταν εκείνο που προέκυπτε από τη συσσώρευση των δόσεων που είχαν λήξει και δεν είχαν εξοφληθεί, χρέος που προέκυψε από τις ζημίες χρήσεως που επαναλήφθηκαν για σειρά ετών (το οποίο θεωρήθηκε βραχυπρόθεσμο χρέος, εφόσον έπρεπε να εξοφληθεί αμέσως, διαφορετικά η επιχείρηση υποχρεούται να πληρώσει υπερημερίες), καθώς και τα χρέη προς τα ιδρύματα κοινωνικών ασφαλίσεων και προς ιδιώτες, αρκεί να είναι αποδείξιμα. Δεν επρόκειτο λοιπόν για το χρέος που προέκυπτε από την ομαλή οικονομική δραστηριότητα, όπως π.χ. οι πραγματοποιηθείσες από τον επιχειρηματία επενδύσεις μακροπρόθεσμης απόσβεσης.

(29) Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των περιουσιακών στοιχείων, στην επιστολή της 9ης Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι η κατάσταση οικονομικής δυσχέρειας των επιχειρήσεων υπολογίζεται ειδικότερα συγκρίνοντας το επίπεδο χρέωσης με το καθαρό ενεργητικό. Σύμφωνα με το άρθρο 2424 του ιταλικού αστικού κώδικα, το καθαρό ενεργητικό των επιχειρήσεων αποτελείται από το κεφάλαιο και από τα αποθέματα(5). Κατά συνέπεια, με επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 1999, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με το αντάλλαγμα επί του καθαρού ενεργητικού που θα ζητούσαν από τους δικαιούχους του καθεστώτος. Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου του 2001, οι ιταλικές αρχές απάντησαν ότι θα ζητούσαν αντάλλαγμα μόνο στην περίπτωση που τούτο ήταν απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη της οικονομικής και χρηματοοικονομικής ισορροπίας της επιχείρησης και δεν έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά της.

(30) Τέλος, σε ό,τι αφορά την προσφυγή στην αυτοπιστοποίηση σε περίπτωση απουσίας τήρησης λογιστικής που επιτρέπει τη βεβαίωση των ζημιών χρήσης και το επίπεδο χρέωσης, οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν ότι οι μηχανισμός αυτός εμφανιζόταν τελείως νόμιμος, σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική σχετική νομοθεσία(6), διευκρινίζοντας ότι οι πιθανές ψευδείς δηλώσεις εκ μέρους ενός επιχειρηματία θα συνεπάγονταν βαριές ποινικές κυρώσεις. Δεδομένων αυτών των πληροφοριών, στην επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 1997 (VI/051291) η Επιτροπή ζήτησε από τις ιταλικές αρχές εάν ήταν σε θέση να αναλάβουν τη δέσμευση ώστε οι δηλώσεις των εν δυνάμει δικαιούχων της ενίσχυσης να επαληθευτούν από έναν τρίτο/οργανισμό ανεξάρτητο. Με την επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2001 οι ιταλικές αρχές διεβίβασαν το κείμενο του προαναφερθέντος νόμου, διευκρινίζοντας ότι η διοίκηση οφείλει να ελέγξει, δειγματοληπτικά, τις εν λόγω δηλώσεις. Οι ιταλικές αρχές, για να διαλύσουν τις αμφιβολίες που είχε ακόμα η Επιτροπή σχετικά με τον αβέβαιο χαρακτήρα των ελέγχων, διευκρίνισαν στην ίδια επιστολή ότι όλες οι δηλώσεις των εν δυνάμει δικαιούχων θα ελέγχονταν.

Αποκατάσταση της βιωσιμότητας των εν δυνάμει δικαιούχων

(31) Με την επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2001 οι ιταλικές αρχές δεσμεύθηκαν να μειώσουν το επιτόκιο ενίσχυσης που προβλέπεται για τις επενδύσεις των δικαιούχων επιχειρήσεων στο 50 % για τις μειονεκτικές ζώνες και στο 40 % για τις μη μειονεκτικές ζώνες, σύμφωνα με τις διατάξεις των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα(7). Επίσης, οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν τα στοιχεία που είχαν επιτρέψει τον καθορισμό των επιπέδων παραγωγής που έπρεπε να επιτευχθούν, ώστε οι προβληματικές επιχειρήσεις να μπορούν να καταστούν κερδοφόρες, διευκρινίζοντας τον τρόπο υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε (σύγκριση μεταξύ του μέσου κόστους ανά μονάδα και της τιμής της αγοράς στις δύο προβλεπόμενες περιπτώσεις -σημερινή διαχείριση και αναμενόμενη διαχείριση- έχοντας καθορίσει την τιμή αγοράς με βάση τα στοιχεία που χορήγησε ένας συνεταιρισμός). Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, η αύξηση της παραγωγής συνεπάγεται αύξηση των κερδών.

Πρόληψη των αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(32) Στην επιστολή της 9ης Ιουνίου 1999 οι ιταλικές αρχές επανέλαβαν ότι η παρέμβαση υπέρ της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων δεν θα είχε καμία επίδραση στη διαμόρφωση των τιμών των σχετικών προϊόντων. Για να στηρίξουν αυτή τη διατύπωση οι ιταλικές αρχές παρείχαν ένα διάγραμμα που εμφάνιζε τη μεταβολή των τιμών των διαφόρων τύπων προϊόντων του έτους εμπορίας 1997/1998. Στην επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 1999 οι υπηρεσίες της Επιτροπής ερώτησαν βάσει ποιων στοιχείων μπορούσε να δηλωθεί ότι τα μέτρα αναδιάρθρωσης δεν θα είχαν καμία επίδραση στη διαμόρφωση των τιμών· πράγματι, το διάγραμμα που χορηγήθηκε δεν αποτελούσε ικανή απόδειξη, αφού η εξέλιξη των τιμών αφορούσε περίοδο κατά την οποία καμία ενίσχυση δεν είχε ακόμη χορηγηθεί. Στην επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2001 οι ιταλικές αρχές δήλωσαν εκ νέου ότι δεν θα υπήρχε καμία επίπτωση στον καθορισμό των τιμών, αφού τα προϊόντα στα οποία αναφέρεται το καθεστώς αποτελούσαν αντικείμενο γενικά σταθερής ζήτησης.

(33) Όσον αφορά τις δυνατότητες διάθεσης στην αγορά (συσχετισμένες με τη σταθερότητα της ζήτησης που αναφέρθηκε στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη), στην επιστολή της 9ης Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν ότι τα προϊόντα της Σαρδηνίας ωφελήθηκαν από τις δραστηριότητες προώθησης που είχε σχεδιάσει το Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου και το Υπουργείο Γεωργικών Πολιτικών με σκοπό την αύξηση των εξαγωγών των οπωροκηπευτικών προϊόντων ποιότητας στις χώρες της ΕΕ, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο. Κατά τη γνώμη τους, ο τομέας της ανθοκομίας δεν παρουσίαζε προβλήματα πλεονάζουσας παραγωγής και προς απόδειξη αυτού αναφερόταν ένα μέτρο ΠΛΠ που συγχρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή και προοριζόταν στην ενίσχυση της ανθοκομίας σε φυτώρια και στην αναδιάρθρωση του τομέα των καλλιεργειών σε θερμοκήπια. Στην επιστολή της 7ης Δεκεμβρίου 1999 οι υπηρεσίες της Επιτροπής παρατήρησαν ότι το προαναφερθέν μέτρο προοριζόταν να ευνοήσει την πώληση των ανθοκομικών προϊόντων (κομμένα άνθη) ακριβώς γιατί ο τομέας παρουσίαζε προβλήματα πλεονάζουσας παραγωγής και, κατά συνέπεια, κάλεσαν εκ νέου τις ιταλικές αρχές να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του σημείου 3.2.2.ii των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ή να ζητήσουν την εφαρμογή των διατάξεων του σημείου 3.2.5 των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών. Σύμφωνα με το τελευταίο σημείο, η Επιτροπή μπορεί να παραιτηθεί της εφαρμογής των όρων μείωσης του παραγωγικού δυναμικού σε ένα κλάδο του γεωργικού τομέα που παρουσιάζει πλεονάζουσα παραγωγή σε περίπτωση που, για ειδικά μέτρα και για μια ειδική κατηγορία προϊόντων ή φορέων, οι αποφάσεις που εγκρίθηκαν υπέρ όλων των δικαιούχων για συνεχή περίοδο δώδεκα μηνών δεν αφορούν ποσότητα προϊόντων ανώτερη του 3 % της πραγματικής ετήσιας παραγωγής αυτών των προϊόντων στη συγκεκριμένη χώρα (οι γεωγραφικές αναφορές μπορούν να μεταφερθούν από το εθνικό στο περιφερειακό επίπεδο). Στην επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2001 οι ιταλικές αρχές δεν απάντησαν σ' αυτές τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, αντιθέτως παρουσίασαν μια μελέτη αγοράς η οποία αποδείκνυε την ύπαρξη δυνατοτήτων διάθεσης των συγκεκριμένων προϊόντων στην αγορά· η μελέτη αυτή αναφερόταν όμως στην περίοδο 1995-1997. Εξ αυτής προέκυπταν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

- κατά τη διάρκεια της υπό θεώρηση περιόδου οι τιμές παραγωγής και οι χονδρικές τιμές παρουσίασαν αυξητική τάση,

- γενικά, οι τιμές χονδρικής είναι ανώτερες των τιμών παραγωγής,

- οι τιμές χονδρικής παρουσιάζουν μικρότερες διακυμάνσεις σε σύγκριση με εκείνες της παραγωγής,

- η παραγωγή σε θερμοκήπια συνεπάγεται πιο υψηλές τιμές από την παραγωγή στην ύπαιθρο.

Αναλογικότητα των ενισχύσεων με το κόστος και τα πλεονεκτήματα της αναδιάρθρωσης

(34) Σε ό,τι αφορά την ανώτατη εισφορά των 600 εκατ. ITL (περίπου 300000 ευρώ) που έχει καθοριστεί ανά επιχείρηση και τη δυσκολία καθορισμού τού ύψους της πραγματικής εισφοράς των δικαιούχων στην αναδιάρθρωση, λαμβανομένων υπόψη των προβλημάτων που έθεσε ο υπολογισμός του ποσού του χρέους προς απόσβεση, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν εκ νέου σε τι συνίσταται η δημόσια παρέμβαση στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης, υπογραμμίζοντας ότι η συμμετοχή που απαιτείται από τους δικαιούχους (ένα ελάχιστο 25 %) είναι επαρκής. Παραμένουν, πράγματι, εις βάρος του δικαιούχου τα χρέη που δεν σχετίζονται με τραπεζικά χρέη (υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές, μισθοδοσία των εργαζομένων, χρέη για την παροχή αγαθών αναγκαίων για τη συνέχιση της παραγωγής και χρέη προς δημόσια και ιδιωτικά ασφαλιστικά ταμεία). Επίσης, οι ιταλικές αρχές πρόσθεσαν ότι το χρέος κεφαλαίου που δημιουργήθηκε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1992 και της 31ης Δεκεμβρίου 1996 θα μπορούσε να παραγραφεί μέχρι το 20 % από την περιφέρεια, αρκεί να μην γίνει υπέρβαση του ανώτατου ύψους της δημόσιας παρέμβασης που προβλέπεται για την αναδιάρθρωση (75 %).

(35) Αυτή η διευκρίνιση δεν αντιστοιχούσε στα στοιχεία που είχαν διαβιβάσει αρχικά οι ιταλικές αρχές, αφού, όπως διευκρινιζόταν στην αιτιολογική σκέψη 17, το άθροισμα της έκπτωσης του χρέους κεφαλαίου και των τόκων του πολυετούς δανείου (ανώτατης διάρκειας 15 ετών) που προκύπτει από την επαναδιαπραγμάτευση του υπολοίπου του χρέους που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις δεν μπορούσε να υπερβεί το 75 % του χρέους που είχε λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 1996. Σε ό,τι αφορά τη δημόσια παρέμβαση στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων, οι ιταλικές αρχές διεύρυναν τη βάση υπολογισμού του 75 % της παρέμβασης για τις επενδύσεις προς υλοποίηση στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης.

(36) Οι ιταλικές αρχές, όταν ερωτήθηκαν σχετικά με αυτό το στοιχείο που εισάχθηκε στη βάση του υπολογισμού της δημόσιας παρέμβασης, στην επιστολή τους της 8ης Φεβρουαρίου 2001, διευκρίνισαν οριστικά ότι η παρέμβαση της περιφερειακής διοίκησης συνίσταται:

α) στη χορήγηση μη επιστρεπτέων επιδοτήσεων για μικρές παρεμβάσεις τεχνολογικής προσαρμογής των εγκαταστάσεων αναγκαίων για την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων με ένταση ενίσχυσης 50 % στις μειονεκτικές ζώνες και 40 % στις άλλες ζώνες·

β) στην έκπτωση (μέχρι το 20 %) ενός μέρους του λήξαντος χρέους κεφαλαίου που δημιουργήθηκε μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1992 και της 31ης Δεκεμβρίου 1996·

γ) στη χορήγηση επιδότησης των επιτοκίων (μέχρι το 30 % του επιτοκίου αναοράς που καθορίστηκε από το κράτος για τα βελτιωτικά δάνεια) ενός δανείου 15 ετών που προκύπτει από την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους που συνίστατο στο υπόλοιπο χρέους του στοιχείου β), στις δόσεις που έληξαν μετά την 31 Δεκεμβρίου 1996 και μέχρι την ημερομηνία σύναψης του νέου δανείου καθώς και στο υπόλοιπο των χρεών προς λήξη.

Το άθροισμα των στοιχείων α), β) και γ) δεν πρέπει να υπερβαίνει το 75 % του συνολικού κόστους της αναδιάρθρωσης (ήτοι, του ποσού που περιλαμβάνει και το κόστος των επενδύσεων που αποτελούν μέρος του σχεδίου αναδιάρθρωσης).

(37) Σε ό,τι αφορά την παραίτηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, που είναι διατεθειμένα να συμμετάσχουν στο καθεστώς, από τους τόκους υπερημερίας, στην επιστολή τους της 9ης Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι η πράξη δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση εάν θεωρηθεί ως προγενέστερη της αξιολόγησης της συμπεριφοράς των τραπεζών που ελέγχονται από το κράτος που ελήφθη υπόψη στην απόφαση 97/81/ΕΚ της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1996, σχετικά με τις ενισχύσεις που χορήγησε η αυστριακή κυβέρνηση υπό μορφή παροχής κεφαλαίου στην εταιρεία Head Tyrolia Mares(8). Ωστόσο, στην αναφερθείσα περίπτωση, η παραίτηση από τους τόκους υπερημερίας δεν είχε θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση για το λόγο ότι είχε αποφασιστεί από όλες τις τράπεζες που λάμβαναν μέρος στην επιχείρηση (δηλαδή, είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές τράπεζες). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής, στην επιστολή τους της 7ης Δεκεμβρίου 1999, κατά συνέπεια, ζήτησαν από τις ιταλικές αρχές να δηλώσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές τράπεζες διατεθειμένες να παραιτηθούν των τόκων υπερημερίας και να διευκρινίσουν εάν όλες οι τράπεζες που συμμετέχουν στην επιχείρηση αναδιάρθρωσης ήταν έτοιμες να αποδεχθούν αυτή την παραίτηση. Στην επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2001, οι ιταλικές αρχές παρέσχον τον ζητηθέντα κατάλογο. Τούτες, επίσης, επισύναψαν τις δηλώσεις ορισμένων τραπεζών που επιβεβαίωναν τη διάθεσή τους να παραιτηθούν των τόκων υπερημερίας και διευκρίνισαν ότι οι τράπεζες που δεν είχαν θεωρήσει σκόπιμο να δηλώσουν γραπτώς τη συμφωνία τους, είχαν εκφράσει παρ' όλα ταύτα τη συμφωνία τους.

Σχετικά με τη φύση των δικαιούχων

(38) Στην επιστολή της 19ης Ιουνίου 1999, οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι μπορούν να τύχουν των ενισχύσεων μόνο οι μικρές γεωργικές επιχειρήσεις που ανταποκρίνονται στον ορισμό του σημείου 3.2.5 στοιχείο β) των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων, δηλαδή οι επιχειρηματίες του γεωργικού τομέα που απασχολούν κατά ανώτατο όριο δέκα εργαζομένους ετησίως, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών εταιρειών που πληρούν τον ανωτέρω όρο.

Σχετικά με την πιθανή ύπαρξη μιας "επίπτωσης Deggendorf"

(39) Σε απάντηση των παρατηρήσεων της Επιτροπής [βλέπε αιτιολογική σκέψη 26, στοιχείο στ)], οι ιταλικές αρχές δεσμεύθηκαν να αποκλείσουν από τη χορήγηση ενισχύσεων τις επιχειρήσεις που έτυχαν στο παρελθόν παράτυπων και μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων και δεν προέβησαν στην επιστροφή αυτών των ενισχύσεων.

(40) Με επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2001, που πρωτοκολλήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2001, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να εγκρίνει μια οριστική απόφαση εντός δύο μηνών κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ(9).

IV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(41) Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή ή από τα κράτη μέλη ή από κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν με νόθευση τον ανταγωνισμό δια ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενισχύσεις που εξετάσθηκαν μπορούν να παράγουν τα αποτελέσματα που περιγράφηκαν ανωτέρω. Οι ενισχύσεις αυτές πράγματι ευνοούν ορισμένες παραγωγές (οπωροκηπευτικά και φυτά) και δύνανται συνεπώς να στρεβλώσουν τις ανταλλαγές εξαιτίας της σχετικής σημασίας τους. Για παράδειγμα, η Ιταλία, της οποίας η Σαρδηνία αποτελεί μία σημαντική παραγωγική ζώνη, το 1999 ήταν ο κύριος παραγωγός κηπευτικών της Ένωσης με 15153857 τόνους, ίσον με 28,7 % της συνολικής παραγωγής της Ένωσης (52726260 τόνους)(10). Κατά συνέπεια, οι ενισχύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και χρήζουν εξαίρεσης για να μπορούν να κηρυχθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(42) Οι εφαρμόσιμες εξαιρέσεις παρουσιάζονται στις σχετικές κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές. Οι ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων ρυθμίζονται σήμερα από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν το 1999(11). Σύμφωνα με το σημείο 7.3 των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών, οι ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης υπέρ των ΜΜΕ (ατομικές ενισχύσεις ή καθεστώτα) που κοινοποιήθηκαν πριν τις 30 Απριλίου 2000 πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 1997(12). Επειδή το συγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης κοινοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1998, η συμβιβασιμότητα με την κοινή αγορά πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές του 1997.

(43) Σύμφωνα με όσα προβλέπουν, συνδυασμένα μεταξύ τους, τα σημεία 1.1 και 2.3 αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών του 1997 (εφεξής "κατευθυντήριες γραμμές"), οι κρατικές ενισχύσεις που προορίζονται για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων εμπίπτουν κατά κανόνα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 (πρώην άρθρο 92) παράγραφος 1 της συνθήκης(13), εφόσον, από την ίδια τη φύση τους, τούτες τείνουν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, μεταφέροντας σε άλλες πιο αποτελεσματικές επιχειρήσεις το βάρος των διαρθρωτικών προσαρμογών και ενθαρρύνοντας την προσφυγή στις επιδοτήσεις.

(44) Το σημείο 2.4 των κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι: "Οι ενισχύσεις για τη διάρθρωση ή την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων -εκτός από τις περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή άλλων έκτακτων γεγονότων που είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης [...] καθώς και, στο βαθμό εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 2 στοιχείο γ) για τις ενισχύσεις που προβλέπονται για τη Γερμανία- μπορούν να τύχουν εξαίρεσης μόνο και αποκλειστικά εάν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), [δυνάμει του οποίου] η Επιτροπή μπορεί να εξουσιοδοτήσει τις ενισχύσεις που προορίζονται να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων [...] εφόσον δεν αλλοιώνουν τις συνθήκες των συναλλαγών αντίθετα προς το κοινό συμφέρον". Στην περίπτωση υπό εξέταση, επειδή η κοινοποίηση δεν πρότεινε την πλήρωση των όρων εφαρμογής των εξαιρέσεων του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, η μοναδική εξαίρεση που μπορεί να επικληθεί στα πλαίσια της εξέτασης των ενισχύσεων είναι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης.

(45) Για να μπορεί να χορηγηθεί αυτή η εξαίρεση είναι αναγκαίο να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Επειδή στην περίπτωση υπό εξέταση πρόκειται για ένα καθεστώς ενισχύσεων, το πρώτο στοιχείο που πρέπει να επαληθευτεί είναι το πεδίο εφαρμογής. Το τελευταίο τούτο θέτει ένα πρόβλημα, εφόσον, αντί να κοινοποιήσουν ένα καθεστώς σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, δηλώνοντας τις γενικές αρχές που επιτρέπουν την εξέταση των ατομικών σχεδίων αναδιάρθρωσης σε μία ύστερη φάση, οι ιταλικές αρχές μάλλον παρουσίασαν ένα μοναδικό μηχανισμό αναδιάρθρωσης εφαρμόσιμο σε όλους τους εν δυνάμει δικαιούχους και χαρακτηριζόμενο από ένα τέτοιο βαθμό αυτοματισμού στην εφαρμογή του και από ορισμούς τέτοιους που να μπορεί να αποκλεισθεί ότι ορισμένες επιχειρήσεις που έχουν γίνει δεκτές να τύχουν ενισχύσεων δεν πληρούν τους απαραίτητους όρους. Σχετικά με αυτό, ο πιο προβληματικός ορισμός είναι εκείνος της έννοιας της προβληματικής επιχείρησης.

Ορισμός της προβληματικής επιχείρησης

(46) Το σημείο 2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών απαριθμεί τα συμπτώματα που κατά κανόνα αποκαλύπτουν την προβληματική κατάσταση μιας επιχείρησης, κατάσταση που καθορίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων από τον αυξητικό χαρακτήρα των προβλημάτων, είτε πρόκειται για το ύψος των ζημιών είτε για το ύψος της χρέωσης. Τα κριτήρια που ακολούθησαν οι ιταλικές αρχές βασίζονται σε ένα μέσο όρο που δεν επιτρέπει τη διαπίστωση της κανονικής επιβάρυνσης της κατάστασης των σχετικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, επειδή το σχέδιο καθορίστηκε με βάση ένα μέσο όρο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι τα δύο πρώτα έτη της περιόδου αναφοράς μπορούν να ακολουθηθούν από ένα τρίτο θετικό έτος, αν και ο μέσος όρος παραμένει αρνητικός. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι, στα μέτρα που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές, οι ζημίες πρέπει να δηλωθούν από τους ίδιους τους δικαιούχους σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος αριθ. 127 της 15ης Μαΐου 1997(14). Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη δέσμευση των ιταλικών αρχών να προχωρήσουν πέρα απ' ό,τι προβλέφτηκε στον ανωτέρω νόμο και να ελέγξουν όλες τις δηλώσεις των εν δυνάμει δικαιούχων του καθεστώτος. Ωστόσο, από τη στιγμή που οι εν δυνάμει δικαιούχοι δεν φαίνεται να διαθέτουν επιχειρησιακή λογιστική, είναι δύσκολο να υποτεθεί σε ποιά βάση ο εν λόγω έλεγχος θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί· τούτο ισχύει για το σύνολο των κριτηρίων που χρησιμοποιήθηκαν από τις ιταλικές αρχές για να καθορίσουν την κατάσταση δυσκολίας των επιχειρήσεων του τομέα υπό θεώρηση. Επειδή υπάρχει έλλειψη μιας έγκυρης βάσης ελέγχου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει ότι επιχειρήσεις που δεν ήταν πραγματικά προβληματικές θα τύχουν ενισχύσεως στα πλαίσια του καθεστώτος αναδιάρθρωσης και θεωρεί συνεπώς ότι ο ορισμός που δόθηκε στην προβληματική επιχείρηση δεν είναι ο αρμόζων.

(47) Πέραν του προβλήματος του ορισμού, η δυνατότητα χορήγησης έγκρισης, στην υπό εξέταση περίπτωση, της εξαίρεσης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης προϋποθέτει την τήρηση καθορισμένων όρων, που απαριθμούνται στο σημείο 3.2.2 των κατευθυντηρίων γραμμών.

Αποκατάσταση της βιωσιμότητας

(48) Ο πρώτος από τους όρους που καθορίζονται στο ανωτέρω σημείο 3.2.2 είναι ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης πρέπει να επιτρέπει την αποκατάσταση της μακρόχρονης οικονομικο-χρηματοοικονομικής αποτελεσματικότητας της επιχείρησης εντός ενός λογικού χρονικού διαστήματος και με βάση τις λογικές υποθέσεις σχετικά με τη μελλοντική λειτουργική κατάσταση. Εξάλλου, η βελτίωση της κερδοφορίας πρέπει να είναι πάνω απ' όλα καρπός των εσωτερικών μέτρων εξυγίανσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης και να μπορεί να βασίζεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως αυξήσεις τιμών και ζήτησης, στους οποίους η επιχείρηση δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστική επίδραση, παρά μόνο εκεί όπου πρόκειται για προβλέψεις της αγοράς γενικώς αποδεκτές.

(49) Στην περίπτωση υπό εξέταση, το σχέδιο φαίνεται να βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση ότι οι εκστρατείες προώθησης που οργάνωσε το Υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου και το Υπουργείο Γεωργικών Πολιτικών δημιουργούν διεξόδους στην αγορά, αυξάνοντας τις εξαγωγές των κηπευτικών προϊόντων στις χώρες της ΕΕ, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στον υπόλοιπο κόσμο. Ωστόσο δεν υπάρχει κανένα στοιχείο σε θέση να αποδείξει ότι αυτές οι εκστρατείες θα έχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα, δηλαδή θα δημιουργήσουν νέες δυνατότητες διεξόδου στην αγορά. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της περιόδου που είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας, υπάρχει μία εμφανής αντίφαση μεταξύ της εκφρασθείσας βούλησης για αποκατάσταση της βιωσιμότητας των σχετικών επιχειρήσεων σε τρία έτη και την παραδοχή εκ μέρους των ιταλικών αρχών, σύμφωνα με τις οποίες "δέκα έτη αποτελούν τον κανονικό χρόνο αποδοτικότητας". Στα πλαίσια μιας αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων η περίοδος των δέκα ετών δεν μπορεί σίγουρα να θεωρηθεί ως λογική χρονική περίοδος.

(50) Ένα δεύτερο στοιχείο που εμπλέκεται στην υπόθεση των ιταλικών αρχών είναι το ζήτημα των τιμών. Τα συμπεράσματα της μελέτης αγοράς καθιστούν πρόδηλη μία αύξηση των τιμών κατά τη διάρκεια της περιόδου υπό θεώρηση (1995-1997). Η περίοδος που χρησιμοποιήθηκε ως περίοδος αναφοράς δεν επιτρέπει τον καθορισμό των τάσεων σε ό,τι αφορά τις τιμές. Πολλές φορές οι ιταλικές αρχές δήλωσαν ότι το σχέδιο, που προβλέπει αύξηση των κερδών χάρη στην αύξηση της παραγωγής, δεν θα επιδρούσε σε καμία περίπτωση στον καθορισμό των τιμών των σχετικών προϊόντων. Ωστόσο, επειδή οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν αφορούσαν κάθε φορά μία παρελθούσα χρονική περίοδο, δεν ήταν δυνατόν να επαληθευθεί το βάσιμο της δήλωσης. Δεν είναι απολύτως αξιόπιστο ότι η διοχέτευση στην αγορά ποσοτήτων πολύ ανωτέρων των παραχθεισών δεν θα έχει καμία επίπτωση στον καθορισμό των τιμών, ακόμη περισσότερο που η αύξηση της παραγωγής που προέβλεψαν οι ιταλικές αρχές (της τάξης του 35-40 %) είναι σημαντική. Υπάρχει συνεπώς ο κίνδυνος το καθεστώς να μπορεί να επιδράσει αρνητικά στον καθορισμό των τιμών και ακόμη ότι το επίπεδο παραγωγής που ελήφθη ως επίπεδο αναφοράς από τις ιταλικές αρχές για την εξασφάλιση της αποκατάστασης της βιωσιμότητας των δικαιούχων επιχειρήσεων δεν είναι ρεαλιστικό, είτε λόγω της ποσότητας είτε επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του τη μείωση των τιμών που θα μπορούσε να προκύψει από τη διοχέτευση στην αγορά ποσοτήτων πολύ μεγαλύτερων των παραχθεισών και που θα καθιστούσε πιο αβέβαιη την αποκατάσταση της βιωσιμότητας των σχετικών επιχειρήσεων.

Πρόληψη των αθέμιτων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού

(51) Ένας άλλος όρος που τέθηκε σχετικά με τις ενισχύσεις στην αναδιάρθρωση είναι η λήψη μέτρων σε θέση να εξισορροπήσουν, στο μέτρο του δυνατού, τις αρνητικές επιπτώσεις επί των ανταγωνιστών. Τα μέτρα αυτά, σε περίπτωση που εμφανίζεται μία διαρθρωτική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον υπό εξέταση τομέα, πρέπει να μεταφραστούν σε μία οριστική μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας ή στο κλείσιμο εγκαταστάσεων εκ μέρους των δικαιούχων των ενισχύσεων. Εκεί όπου δεν υπάρχει δομική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, η Επιτροπή δεν ζητά κατά κανόνα τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού για να εγκρίνει την ενίσχυση. Ωστόσο, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης και ότι δεν θα επιτρέψει στον δικαιούχο να αυξήσει την παραγωγική ικανότητά του κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του σχεδίου αναδιάρθρωσης, παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αυτή καθαυτή και, κατά συνέπεια, να νοθεύσει χωρίς λόγο τον ανταγωνισμό.

(52) Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της πιθανής μείωσης του παραγωγικού δυναμικού, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι οι δικαιούχοι του καθεστώτος θα είναι μόνο μικρές γεωργικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του σημείου 3.2.5 στοιχείο β) των κατευθυντηρίων γραμμών, δηλαδή επιχειρήσεις που απασχολούν κατ' ανώτατο όριο δέκα εργαζόμενους ετησίως. Παρά ταύτα οι ιταλικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τον γεωργικό τομέα, όπως τους είχε προταθεί από την Επιτροπή. Επειδή τούτο δεν συνέβη (βλέπε αιτιολογική σκέψη 33), η Επιτροπή χρειάστηκε να αξιολογήσει το σχετικό καθεστώς ενισχύσεων υπό το φως των γενικών διατάξεων του σημείου 3.2.2.

(53) Στην περίπτωση υπό εξέταση και σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες πληροφορίες, η Επιτροπή μπόρεσε να διαπιστώσει ότι, ανεξάρτητα από το σημείο των κατευθυντηρίων γραμμών που εφαρμόστηκε γι' αυτή την άποψη, δεν υφίσταται ή δεν φαίνεται να υφίσταται μία δομική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στους τομείς δραστηριοτήτων που αποτελούν αντικείμενο του καθεστώτος αναδιάρθρωσης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν θεωρεί αναγκαίο να ζητήσει μείωση του παραγωγικού δυναμικού των δικαιούχων.

(54) Επειδή δεν ζητείται καμία μείωση του παραγωγικού δυναμικού, χρειάζεται να αποδειχθεί ότι οι προβλεπόμενες επενδύσεις χρησιμεύουν μόνο στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, χωρίς νόθευση του ανταγωνισμού. Γι' αυτό το σκοπό υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος να νοθεύσουν οι επενδύσεις τον ανταγωνισμό εφόσον προορίζονται να αυξήσουν την παραγωγή. Η επακόλουθη επίπτωση στις τιμές θα επιδρούσε απευθείας στα κέρδη, και κατά συνέπεια στις δραστηριότητες, των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων.

Αναλογικότητα της ενίσχυσης με το κόστος και τα πλεονεκτήματα της αναδιάρθρωσης

(55) Μεταξύ των προς πλήρωση όρων εμφανίζεται και εκείνος σχετικά με την αναλογικότητα μεταξύ του κόστους και των πλεονεκτημάτων της αναδιάρθρωσης. Οι δικαιούχοι της ενίσχυσης, για να εγγυηθούν αυτή την αναλογικότητα, οφείλουν κατά κανόνα να συμμετάσχουν σε σημαντικό βαθμό στο σχέδιο αναδιάρθρωσης, είτε με ίδιους πόρους, είτε προσφεύγοντας σε εξωτερικές πηγές εμπορικής χρηματοδότησης. Λαμβανομένης υπόψη της συμμετοχής της περιφέρειας στο καθεστώς αναδιάρθρωσης (μέχρι το 75 % του συνολικού ποσού της αναδιάρθρωσης), η Επιτροπή θεωρεί ότι η συμμετοχή των δικαιούχων στην αναδιάρθρωση δεν είναι σημαντική. Η γνώμη αυτή επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, όταν ζητήθηκε από τις ιταλικές αρχές να παράσχουν διευκρινίσεις σχετικά με το αντάλλαγμα που οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να παράσχουν με ιδίους πόρους, τούτες περιορίστηκαν να απαντήσουν ότι θα ζητούσαν το αντάλλαγμα από τους ενδιαφερόμενους μόνο σε περίπτωση που αυτοί διέθεταν ένα καθαρό ενεργητικό και εάν η εν λόγω συμμετοχή ήταν απολύτως απαραίτητη για την οικονομική ισορροπία της επιχείρησης και δεν έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητά της. Η απάντηση όχι μόνο δεν παρέχει καμία ένδειξη για την προσπάθεια που οι επιχειρήσεις θα είχαν κληθεί να καταβάλουν, αλλά υποδεικνύει ότι από μερικές από αυτές δεν θα απαιτείτο καμία προσπάθεια· τούτο αποδεικνύει την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ της παρέμβασης της περιφέρειας και εκείνης των δικαιούχων.

(56) Η δυσαναλογία αυτή είναι οξυμένη από το ποσό της επιδότησης που μπορεί να χορηγηθεί σε καθένα από τους δικαιούχους (600 εκατ. ITL, ήτοι περίπου 300000 ευρώ), δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις ενδείξεις που χορηγήθηκαν από τις ίδιες τις ιταλικές αρχές, το καθεστώς προορίζεται για μικρές γεωργικές επιχειρήσεις, δηλαδή σε επιχειρήσεις που απασχολούν κατ' ανώτατο όριο δέκα εργαζόμενους ετησίως.

(57) Εξάλλου, πάντα στα πλαίσια της εξέτασης αυτής της αναλογίας, οι ιταλικές αρχές υποστήριξαν ότι η παραίτηση εκ μέρους των πιστωτριών τραπεζών των τόκων υπερημερίας δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση. Προς στήριξη αυτής της δήλωσης οι ιταλικές αρχές αναφέρθηκαν στην αξιολόγηση, που πραγματοποίησε η Επιτροπή, της συμπεριφοράς των ελεγχομένων από το κράτος τραπεζών έναντι των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν από την αυστριακή κυβέρνηση στην επιχείρηση Head Tyrolia Mares (βλέπε αιτιολογική σκέψη 37). Οι ιταλικές αρχές διαβίβασαν έπειτα τις δηλώσεις τεσσάρων τραπεζών οι οποίες επιβεβαίωναν ότι ήταν πράγματι διατεθειμένες να παραιτηθούν των τόκων υπερημερίας επί των οφειλομένων χρεών, προσθέτοντας ότι οι τράπεζες που δεν είχαν θεωρήσει σκόπιμο να επιβεβαιώσουν τη συμφωνία τους γραπτώς είχαν οπωσδήποτε εκφράσει τη σύμφωνη γνώμη τους. Αυτά τα έγγραφα ωστόσο δεν αρκούν για να αποδείξουν την αναλογία μεταξύ της υπό εξέταση υπόθεσης και εκείνης των ενισχύσεων στην αυστριακή εταιρεία που προαναφέρθηκε, όπως εξηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 37, και θα ήταν αναγκαίο όλες οι τράπεζες (δηλαδή είτε οι δημόσιες είτε οι ιδιωτικές) να παραιτούντο των τόκων υπερημερίας, ούτως ώστε να μπορούσε να βεβαιωθεί ότι η πράξη δεν περιείχε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η δήλωση των ιταλικών αρχών, σύμφωνα με την οποία οι τράπεζες που δεν είχαν θεωρήσει σκόπιμο να επιβεβαιώσουν τη συμφωνία τους, γραπτώς είχαν πάντως εκφράσει τη συμφωνία τους δεν αποτελεί τυπική απόδειξη της θέσης των ιδίων των τραπεζών. Δεδομένου ότι όχι όλες οι τράπεζες είχαν διαβιβάσει γραπτή δήλωση και, κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί εάν όλες ήταν πράγματι διατεθειμένες να παραιτηθούν των τόκων υπερημερίας, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει τη δυνατότητα ότι οι δημόσιες και οι ιδιωτικές τράπεζες θα αντιδράσουν διαφορετικά σε ό,τι αφορά την παραίτηση από τους τόκους. Κατά συνέπεια, η πράξη θα εμφανιζόταν ως ενίσχυση, με αδυναμία να καθορισθεί το ύψος του ποσού λόγω ελλείψεως πληροφοριών και δύσκολα να αντικατασταθεί στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης εφόσον, στον ορισμό του σχεδίου, οι ιταλικές αρχές έδωσαν ως δεδομένο ότι η πράξη δεν θα συνεπάγετο κρατική ενίσχυση και ότι κατά συνέπεια, τούτη δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του 75 % της δημόσιας παρέμβασης.

(58) Τέλος, σε ό,τι αφορά την επίπτωση Deggendorf που αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 26 στοιχείο στ) και στην αιτιολογική σκέψη 39, η δέσμευση που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές να αποκλείσουν των ενισχύσεων τις επιχειρήσεις που είχαν τύχει στο παρελθόν παράτυπων και μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων και δεν είχαν προβεί στην επιστροφή των ιδίων διαλύει τις αμφιβολίες που είχε εκφράσει σχετικά η Επιτροπή στα πλαίσια της διαδικασίας.

V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(59) Η Επιτροπή, παρά τις εξηγήσεις που χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε απάντηση στη διαδικασία που κινήθηκε βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης, θεωρεί ότι το σχέδιο αναδιάρθρωσης που παρουσίασαν αυτές οι αρχές βασίζεται σε έναν ακατάλληλο ορισμό των προβληματικών επιχειρήσεων, ότι η υπόθεση της αποκατάστασης της βιωσιμότητας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων δεν είναι ρεαλιστική, ότι υφίσταται ένας πραγματικός κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού, εξαιτίας της επίπτωσης της αύξησης του παραγωγικού δυναμικού στις τιμές, και, κατά συνέπεια, στα κέρδη και στις δραστηριότητες των ανταγωνιστών και ότι η ενίσχυση είναι δυσανάλογη ως προς το κόστος και τα πλεονεκτήματα της αναδιάρθρωσης. Υπό το πρίσμα των όσων αναφέρθησαν ανωτέρω, και δεδομένου ότι, στην επιστολή της 14ης Σεπτεμβρίου 2001, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, να εκδώσει, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, εντός δύο μηνών μία οριστική απόφαση, η Επιτροπή αναγκάστηκε να συμπεράνει ότι το καθεστώς ενισχύσεων στην αναδιάρθρωση που η περιφέρεια της Σαρδηνίας προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή δεν μπορεί να τύχει της εξαίρεσης του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κηρυχτεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι όλες οι παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν ανωτέρω θα ήταν εξίσου έγκυρες εάν το καθεστώς είχε εξεταστεί υπό το φως των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων που είχαν θεσπισθεί το 1999,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων που η περιφέρεια της Σαρδηνίας (Ιταλία) προτίθεται να θέσει σε εφαρμογή, δυνάμει της απόφασης του περιφερειακού συμβουλίου αριθ. 48/7, της 2ας Δεκεμβρίου 1997, δεν είναι συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να δοθεί εκτέλεση στις ανωτέρω ενισχύσεις.

Άρθρο 2

Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπή για τα μέτρα που θεσπίζει για να συμμορφωθεί με αυτή την απόφαση εντός δύο μηνών από την επίσημη κοινοποίησή της.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 13 Νοεμβρίου 2001.

Για την Επιτροπή

Franz Fischler

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ C 187 της 3.7.1999, σ. 2.

(2) ΕΕ C 283 της 19.9.1997, σ. 2.

(3) Βλέπε υποσημείωση 2.

(4) Απόφαση του Δικαστηρίου, της 15ης Μαΐου 1997, για την υπόθεση C-355/95, P. Textilwerbe Deggendorf GmbH (TWD) κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Συλλογή 1997, σ. I-2549, σημείο 25 του σκεπτικού της απόφασης).

(5) Σύμφωνα μ' αυτό το άρθρο, τα συστατικά στοιχεία του καθαρού ενεργητικού είναι, γενικά, το κεφάλαιο, το απόθεμα υπεραξίας των μετοχών, τα αποθέματα επανεκτίμησης, το νόμιμο απόθεμα, το απόθεμα για ίδιες μετοχές, τα υποχρεωτικά αποθέματα, άλλα αποθέματα σαφώς ενδεδειγμένα, και κέρδη (ζημίες) που μεταφέρονται από προηγούμενες χρήσεις και, τέλος, κέρδη (ζημίες) της χρήσης.

(6) Νόμος αριθ. 127 της 15ης Μαΐου 1997· "Έκτακτα μέτρα για την απλοποίηση της διοικητικής δραστηριότητας και των διαδικασιών απόφασης και ελέγχου" και σχετικές διατάξεις εφαρμογής.

(7) ΕΕ C 28 της 1.2.2000, σ. 2.

(8) ΕΕ L 25 της 28.1.1997, σ. 26.

(9) ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(10) Το 2000 η Ιταλία παρήγαγε 16308854 τόνους κηπευτικών. Επειδή τα στοιχεία σχετικά με όλα τα κράτη μέλη δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί τι ποσοστό της παραγωγής της Ένωσης αντιπροσωπεύει αυτή η ποσότητα. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ιταλία είναι η μόνη χώρα της οποίας η παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ του 1999 και του 2000.

(11) ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

(12) Βλέπε υποσημείωση 2.

(13) Η παράγραφος 1 αυτού του άρθρου προβλέπει: "Είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές, οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή ή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δι' ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής."

(14) Βλέπε υποσημείωση 6.